Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
(Παρουσίαση βιβλίου στην αίθουσα «Ξενία» την 14-4-2010)

Η Μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά που ακολούθησε ήταν γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα του 20ου αιώνα και επηρέασαν βαθιά την Ελληνική κοινωνία. Η σχετική βιβλιογραφία είναι πολύ πλούσια και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να εμπλουτίζεται με αμείωτο ρυθμό. Η βιβλιογραφία του Παύλου Χατζημωυσή για την μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγιά καλύπτει την περίοδο 1919 – 1978 και περιλαμβάνει περί τις 2500 εγγραφές. Μέσα σ’ αυτό το πλήθος μόλις και μετά βίας μπόρεσα να εντοπίσω εννιά εγγραφές σχετικές με την Κρήτη κι’ αυτές είναι απλές αναφορές και όχι μονογραφίες. Είναι προφανές ότι μια βιβλιογραφία που θα έφτανε ως τις μέρες μας θα περιλάμβανε πολύ περισσότερες εγγραφές σε  πανελλήνιο επίπεδο, αλλά είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θα συνέβαινε και σε επίπεδο Κρήτης. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην Κρήτη μια ενθαρρυντική δραστηριότητα σε ερευνητικό και εκδοτικό επίπεδο, δείγματα της οποίας είναι και τα βιβλία που παρουσιάζονται εδώ σήμερα. Για να περιοριστώ στο Ρέθυμνο, (αλλά φαντάζομαι το ίδιο συνέβαινε και στις άλλες περιοχές της Κρήτης, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες) όλα τα χρόνια μέχρι και τη δεκαετία του 1990, οι πρόσφυγες απουσιάζουν σαν συλλογική οντότητα από τα κοινωνικά δρώμενα του τόπου. Η υποδοχή από τους ντόπιους –παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις– ήταν ψυχρή και πολλές φορές εχθρική. Ο τοπικός τύπος, παρά το μέγεθος τους γεγονότος, αφιερώνει ελάχιστο χώρο στο θέμα. Είναι σαν να υπάρχει μια προσπάθεια αποσιώπησης και διαγραφής του γεγονότος από τη συλλογική μνήμη. Μικρές αναφορές σε κείμενα Ρεθεμνιωτών λογοτεχνών και συγγραφέων διασώζουν αυτή τη μνήμη.

Ο Παντελής Πρεβελάκης αφιερώνει μερικές γραμμές του Χρονικού του στους πρόσφυγες. Γράφει: …Για κάμποσα χρόνια, οι ντόπιοι δούλευαν τη θάλασσα με τους γρίπους, τα παραγάδια, τον πεζόβολο και τ’ άλλα φτωχικά σύνεργα της ψαρικής, ώσπου ήρθαν οι πρόσφυγες, με την καταστροφή της Σμύρνης. Σαν ψαράδες, ετούτοι οι ξενομερίτες, ήταν ήμεροι άνθρωποι, μαθημένοι θαρρείς να ψαρολογούν σε ποτάμια κι ασυνήθιστοι στα μεγάλα μπογάζια. Χάθηκαν ένας-δυο στα νερά μας, δοκιμάστηκαν από την άγρια θάλασσα, μα στο τέλος της βρήκανε το κολάι, φέρανε μαθές στον τόπο μας τα δικά τους συνήθια κι ορδινιάσανε δικά τους σύνεργα ψαρικής, σαν εκείνα που σέρνουνται στον Τσεσμέ να πούμε ή στο Αϊβαλί…
Ο Ανδρέας Νενεδάκης στους Βουκέφαλους αφιερώνει ένα κεφάλαιο στους πρόσφυγες, όπου διεκτραγωδεί την κατάσταση που αντιμετώπισαν ερχόμενοι στο Ρέθυμνο. Σας διαβάζω μερικές γραμμές από την αρχή του κεφαλαίου: …Οι πρώτοι Μικρασιάτες έχουν φτάσει από μέρες. Στη Μεγάλη Πόρτα περπατούν μερικοί άνθρωποι περίεργοι. Κοιτάζουν όλο τον κόσμο, αυτούς που ψωνίζουν στα μαγαζιά, αυτούς που ξεφορτώνουν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, τους μαγαζάτορες, τα παιδιά, τις γυναίκες. Σπάνια κρατούν κάτι. Σα να τά ’χουν χαμένα, δεν έχουν λεφτά, δεν αγοράζουν. Όμως προσπαθούν να μάθουν τον κόσμο, την πολιτεία. Στέκονται, ξεκινούν, χάνονται και ξαναπαρουσιάζονται το απόγευμα ή το πρωί. Μερικά παιδιά που τους ακλουθούν περπατούν ξυπόλυτα μέσα στο νερό και στη λάσπη. Είναι τρομαγμένοι όλοι, ξέρουν τούρκικα και κουβεντιάζουν με τους Τούρκους που τους αποφεύγουν τις περισσότερες φορές και δίνουν την εντύπωση πως δε θέλουν να τους ξέρουν. Μέχρι τώρα όλοι μεταξύ τους γνωριζότανε, Τούρκοι και χριστιανοί. Έβλεπαν ο ένας τον άλλο και ήξερε ο ένας τον άλλο. Τώρα είναι οι Μικρασιάτες που δεν τους γνωρίζει κανείς και κανείς δεν τους χαιρετά μήτε τους μιλεί. Και λένε πως θα καθίσουν για πάντα εδώ. Αλήθεια τί θα κάνουν, πώς θα ζουν και γιατί δεν πήγαν κάπου αλλού αλλά ήρθαν στη δική μας πολιτεία;…   
Δεν κάνω άλλες αναφορές σε κείμενα και περιορίζομαι να παραπέμψω σε σειρά δημοσιευμάτων του Γιώργη Φρυγανάκη, που βρίσκονται σε εξέλιξη, στην εφημερίδα Ρέθεμνος με τον τίτλο «Η Ρεθυμνιώτικη πένα και οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής», όπου γίνεται εξαντλητική αναφορά σε κείμενα Ρεθυμνίων για το προσφυγικό.  
Η πραγματική ανάδυση της προσφυγικής μνήμης στο Ρέθυμνο συνέβη από τη δεκαετία του '90 και εξής. Οι νέες γενιές Μικρασιατών με αξιόλογους ανθρώπους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας κάνουν έντονη την παρουσία τους και δείχνουν πως δεν ξεχνούν την καταγωγή τους, δεν ξεχνούν τους γεννήτορες τους. Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση αυτής της μνήμης παίζουν οι δύο σύλλογοι Ρεθυμνίων Μικρασιατών που από την ίδρυσή τους επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη δραστηριότητα. Με εκδρομές στα πάτρια χώματα και με δράσεις που στοχεύουν στη διάσωση του λαϊκού πολιτισμού των ελλήνων της Μικράς Ασίας και το πέρασμά του στις νεότερες γενιές. Θα ήταν παράλειψή μου να μην αναφέρω ότι σημαντική είναι η συμβολή του Παρασκευά Συριανόγλου στη διάσωση του λαϊκού βίου και πολιτισμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα της Νέας Φώκιας με τα τρία σχετικά βιβλία του: Θεμέλια του πολιτισμού μας, Λαϊκός Πολιτισμός και Όσα δεν έγραψε ή ιστορία. (Μαθαίνω ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε και ένα τέταρτο με τίτλο Η δύση της ανατολής, το οποίο υποθέτω αφορά και αυτό τους πρόσφυγες).   Επίσης σημαντική είναι η συμβολή στο θέμα της κ. Μαρίας Τσιριμονάκη με το βιβλίο Αυτοί που έφυγαν –Αυτοί που ήρθαν.
Το βιβλίο που καλούμαι να παρουσιάσω σήμερα προέκυψε εντελώς ξαφνικά και απρόσμενα. Βρέθηκε σε μορφή καταστίχου στο Άδελε στον χώρο του Πολιτιστικού Συλλόγου και κατά ευτυχή συγκυρία υπέπεσε στην αντίληψη του Παναγιώτη Παρασκευά, διδάκτορα της φιλολογίας, ιστορικού ερευνητή και απόγονου Μικρασιατών, δηλαδή του κατ’ εξοχήν ειδικού και αρμόδιου να το αξιολογήσει. Είναι πιθανόν ότι αν δεν συνέβαινε αυτό, το συγκεκριμένο τεκμήριο κάποια στιγμή στο μέλλον θα είχε την τύχη που είχαν και εξακολουθούν να έχουν εκατοντάδες -για να μην πω χιλιάδες- αρχειακά ντοκουμέντα στον τόπο μας. Και δεν είναι μόνο οι ιδιώτες που από έλλειψη γνώσης πετούν πολύτιμα αρχειακά τεκμήρια. Το ίδιο πράττουν ή τουλάχιστον έπρατταν μέχρι την ίδρυση αρχειακής υπηρεσίας στο Ρέθυμνο, και οι δημόσιοι φορείς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ούτε η Νομαρχία, ούτε ο Δήμος, ούτε η Εκκλησία, ούτε άλλα νομικά πρόσωπα διαθέτουν αρχεία παλαιότερα του 20ου αιώνα για να μην πω παλαιότερα της Γερμανοκατοχής.
Ο Παναγιώτης Παρασκευάς αντιλήφθηκε αμέσως τη σημασία του συγκεκριμένου καταστίχου, δεδομένης και της έλλειψης αρχειακών πηγών για τους μικρασιάτες πρόσφυγες στην περιοχή του Ρεθύμνου και έκρινε ότι ο καλύτερος τρόπος για τη διάσωση και αξιοποίησή του ήταν η δημοσίευσή του. Απευθύνθηκε στη Βιβλιοθήκη και τόσο ο υποφαινόμενος ως διευθυντής όσο και το Εφορευτικό Συμβούλιο αποδέχτηκαν ευχαρίστως να το εκδώσουν, παρά το γεγονός ότι τα οικονομικά της Βιβλιοθήκης δεν είναι ιδιαιτέρως ανθηρά. Έτσι πραγματοποιήθηκε αυτή η έκδοση και το πρωτότυπο κατατέθηκε στη Βιβλιοθήκη προκειμένου να συντηρηθεί και διαφυλαχθεί.
Όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του καταγράφει τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή που εκτείνεται από τα Μισίρια μέχρι τις παρυφές του Μυλοποτάμου. Επιγράφεται ως «Προσφυγική ομάς Μαρουλά», επειδή ίσως η βάση της καταγραφής ήταν ο Μαρουλάς ή επειδή το χωριό αυτό δέχτηκε τους περισσότερους πρόσφυγες.
Θα πρέπει να υπήρχαν και άλλα βιβλία καταγραφής των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές του Ρεθύμνου, τα οποία είτε χάθηκαν οριστικά, είτε κάπου λανθάνουν. Ας ευχηθούμε να συμβαίνει το δεύτερο. Για παράδειγμα θα πρέπει να υπήρχε χωριστό βιβλίο για τους πρόσφυγες της πόλης του Ρεθύμνου και άλλο για εκείνους που εγκαταστάθηκαν στα υπόλοιπα χωριά πέραν αυτών που αναφέρονται στο εν λόγω κατάστιχο. Στο ερώτημα ποιος ήταν ο καταγραφέας δεν υπάρχει κατηγορηματική απάντηση. Επίσης και στο ερώτημα πότε έγινε η καταγραφή, η απάντηση δεν είναι σαφής και κατηγορηματική, αφού στο κατάστιχο δεν υπάρχει κάποια χρονολογία. Ο επιμελητής της έκδοσης Παναγιώτης Παρασκευάς μετά από ένα λογικό σκεπτικό, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καταγραφή πρέπει να έγινε το 1923 ή το αργότερο στις αρχές του 1924.
Τα χωριά που περιλαμβάνονται στο κατάστιχο, ιεραρχημένα ανάλογα με τον αριθμό των προσφύγων που δέχτηκαν, είναι: Μακράν πρώτος ο Μαρουλάς με 103 οικογένειες. Ακολουθούν ο Πλατανές με 34 οικογένειες, η Κυριάννα με 32, η Αγία Τριάδα επίσης με 32, τα Μισίρια με 30, το Άδελε με 29, Άγιος Δημήτριος με 22, ο Τσεσμές με 17, η Λούτρα με 15, η Αγία Παρασκευή με 13, η Μαγνησία και οι Έρφοι με 11, το Χαμαλέυρι, το Ρουμελί και η Αμνάτος 10, ο Πίκρης με 9, το Αστέρι με 8, ο Καϊναρτζές (σήμερα Άγιος Νικόλαος) με 6, το Δαλαμπέλο με 6, και ο Κρασούνας με 5. Όλες αυτές οι 413 οικογένειες μεταφράζονται σε 1637 άτομα, δηλαδή περίπου τέσσερα άτομα ανά οικογένεια. Ο αριθμός αυτός –παρά το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε ακόμη τον ακριβή αριθμό των προσφύγων του Ρεθύμνου–  πιστεύουμε ότι αναλογεί περίπου στο 1/3 του συνολικού αριθμού των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στον νομό Ρεθύμνης.
Ας δούμε τώρα τους τόπους προέλευσης των προσφύγων όπως καταγράφονται στο κατάστιχο και στην έκδοσή του που μας απασχολεί. Ο κύριος όγκος προέρχεται από τις Νέες Φώκιες ή επί το λογιώτερον Νέα Φώκαια, απ’ όπου κατάγεται και η δική μου οικογένεια. Συγκεκριμένα από το σύνολο των 413 οικογενειών οι 245 προέρχονται από τις Νέες Φώκιες, δηλαδή το 60%. Ακολουθούν το Αϊβαλί με 27, το Καράμπουρνά με 22, ο Τσεσμές και τα Βουρλά με 13, η Σμύρνη και το Λυθρί με 12, τα Αλάτσατα με 7, το Μολδοβάνι με 6, το Ρεΐς Ντερέ και ο Τεκές με 5. Αναφέρονται ακόμη 20 τόποι προέλευσης με μία έως τέσσερις οικογένειες ο καθένας. Είναι περίεργη και η αναφορά τεσσάρων οικογενειών με προέλευση τα χωριά του Μυλοποτάμου Χουμέρι, Σκορδίλω, Άγιος Μάμας και Πάνορμο.
Πέρα από τις πληροφορίες για τους τόπους εγκατάστασης και προέλευσης των προσφύγων του Ρεθύμνου, το κατάστιχο μας δίνει και άλλες πληροφορίες, χρήσιμες στους ερευνητές που αντλούν και αξιοποιούν τα στοιχεία. Συγκεκριμένα αναφέρονται ονομαστικά οι πρόσφυγες ανά χωριό υποδοχής με όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, ηλικία, επάγγελμα (στη συντριπτική τους πλειονότητα γεωργοί), συγγενική σχέση μεταξύ των μελών μιας οικογένειας (π.χ. πατέρας, σύζυγος, μητέρα, κόρη, γιος, αδελφή, κλπ.). Επίσης αναφέρονται τα ζώα και τα αγροτικά εργαλεία που έλαβε κάθε οικογένεια, καθώς και αν το σπίτι που έλαβε είναι τουρκικό-ανταλλάξιμο ή καινουργές.
Χρησιμοποιώντας την ορολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών που τόσο πολύ έχουν εισχωρήσει στη ζωή μας, θα έλεγα πως αποτελεί μια βάση δεδομένων η οποία πιστεύω ότι καλό και χρήσιμο θα ήταν να υπάρχει και σε ψηφιακή μορφή.
Στην έκδοση προτάσσεται εκτενής εισαγωγή του επιμελητή και στο τέλος παρατίθεται χρήσιμο ευρετήριο ονομάτων. Και μιας και μίλησα για ονόματα θα πρέπει να αναφέρω πως αρκετά από αυτά είναι καταγεγραμμένα στο κατάστιχο με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είναι γνωστά σήμερα, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται σε λάθος του καταγραφέα.  
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση θεωρώ υποχρέωσή μου να επισημάνω πως ωρίμασαν πλέον οι συνθήκες και είναι ώρα να υλοποιηθεί η πρόσφατη πρόταση του Χάρη Στρατιδάκη για τη διοργάνωση ενός συνεδρίου για το προσφυγικό θέμα στην Κρήτη, όπου θα δοθούν απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα που παρά την παρέλευση τόσων χρόνων παραμένουν αναπάντητα. Ο Χάρης θέτει 16 ερωτήματα τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη μαγιά για τη θεματική του συνεδρίου. Νομίζω ότι οι σύλλογοι Ρεθυμνίων Μικρασιατών είναι οι αρμοδιότεροι για τη διοργάνωση και υλοποίηση μιας τέτοιας πρότασης.


Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου