Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΟΡΩΝΑ 27-11-1895

Η Μάχη του Αποκόρωνα
(27-11-1895)

Η πενταετία 1890-1895 είναι από τις πιο ζοφερές της κρητικής ιστορίας. Με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου (1889) και την ανάκληση των έστω και περιορισμένων ελευθεριών που παρείχε η Σύμβαση της Χαλέπας, καθεστώς τρόμου και αυθαιρεσιών επικράτησε σε ολόκληρο το νησί. Φόνοι, λεηλασίες, κλοπές αρπαγές και πυρπολήσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη. Μπροστά σ’ αυτήν την αφόρητη κατάσταση, οι Χριστιανοί συγκρότησαν το 1895 Μεταπολιτευτική Επιτροπή υπό τον Μανούσο Ρ. Κούνδουρο και ζήτησαν επαναφορά των προνομίων της Σύμβασης της Χαλέπας. Η Επιτροπή αυτή παρουσίασε έντονη δραστηριότητα κυρίως στον Αποκόρωνα, τα χωριά του οποίου χρησιμοποιούσε ως έδρα της. Όταν οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την παρουσία της Επιτροπής στο χωριό Εμπρόσνερο, συγκέντρωσαν στο Βάμο μεγάλη δύναμη 2500 ανδρών και κινήθηκαν νύχτα για να περικυκλώσουν το χωριό και να συλλάβουν τα μέλη της Επιτροπής. Όμως έγιναν αντιληπτοί από τους σκοπούς που είχαν τοποθετήσει οι επαναστάτες σε επίκαιρα σημεία. Επακολούθησε συμπλοκή, η οποία εξελίχτηκε σε γενικευμένη μάχη, πού κράτησε ολόκληρη μέρα και  κατά την οποία η Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία.
Ιδού πως περιγράφει τη μάχη ένας ανώνυμος επιστολογράφος στην εφημερίδα Λευκά Όρη, η οποία εκδιδόταν στην Αθήνα και υπερασπιζόταν τα κρητικά δίκαια[1]:

Εν Τζιτζιφέ τη 28 Νοεμβρίου 1895
Αδελφοί
Την Δευτέραν, μίαν ώραν πριν να εξημερώση, ανήρχετο ο στρατός την Κεφάλαν, μίαν ώραν όμως προτού φθάσει εκεί είχομεν πιάσει βάρδιες· είμουν δ’ εγώ εις την βάρδια ο ίδιος, διότι εγνωρίζομεν ότι επρόκειτο να ανέλθη ο στρατός να μας καταδιώξη και είχον μαζύ μου τον Κατσουλογεώργην, Βαρδινάκην, Σ. Χριστοδουλάκην και 5 άλλους Λεκανίδιδες, Κουρείδες. Αφού επλησίασεν ο στρατός 50–75 μέτρα τον επυροβολήσαμεν, ήτον όμως ακόμη νύκτα και δεν εβλέπομεν, αλλ’ επυροβολούμεν εις τση φωτιαίς των όπου ομοίαζον σαν επιτάφιος και έφεγγεν ο δρόμος, και εκεί επλήγωσαν τον αρχηγόν του στρατού, όστις την έχει από το αφτί και βγαίνει εις τον ώμον, εφονεύσαμεν ένα κολαγασήν και δύο στρατιώτας, έτσι εσταμάτισε κομμάτι ο στρατός, έπεσεν εις τον δρόμον η πρώτη γραμμή και επάνω της έπεσαν οι κατόπιν ερχόμενοι, ώστε εγενήθη μία σύγχυσις εις τον στρατόν. Κατόπιν με τση σάλπιγγες διέταξαν τον στρατόν να ορμήση επάνω μας και έτσι, επειδή είμεθα 9 και από την άλλην μεριάν μόνο 5, ηναγκάσθημεν να σηκωθούμεν από τα μιτιρίσια και να σερθώμεν παρεπάνω. Αλλά εν τω μεταξύ έφθασαν οι άνθρωποι και η μάχη ελάμβανε μεγαλειτέρας διαστάσεις. Τον εκτύπουν οι Βαφιανοί, Εμπροσνερίται, Νηπιανοί, Γετιμιανοί, Αλικαμπιώται και άλλοι. Ευθύς δε μετά μεσημβρίαν έφθασαν οι Ασκυφιώται και άλλοι Σφακιανοί και αμέσως επετέθησαν με τόσην ορμήν, ώστε ο στρατός ήρχισε να υποχωρή. Αλλά και Καμπιανοί και από την άλλην ρίζαν του Αποκορώνου έλαβον μέρος. Ωσαύτως μερικοί Λακκιώται και Κισσαμίται, οι οποίοι έτυχον εδώ ως αντιπρόσωποι και Αγιοβασιλιώται. Τέλος η μάχη διήρκεσεν από το πρωί έως την νύκτα· εφονεύθησαν και επληγώθησαν περί τους 100 στρατιώται και χωροφύλακες Τούρκοι[2]· τους νεκρούς των μερικούς, ήτοι 17, έχουν αφίσει εις Βρύσες εις διάφορα μέρη, και σήμερον παρηγγείλαμεν εις ειδικούς μας να τους θάψουν εκεί όπου είναι φονευμένοι· τους πληγωμένους των έχουν εις Βάμον εις διάφορα πολλά σπίτια. Εκ των ιδικών μας εφονεύθη ο υιός του Κωνσταν. Βένου από Αλήκαμπον, Ανδρέας ονομαζόμενος, παιδίον χρυσούν και σύντροφός μου αχώριστος· επληγώθη θανασίμως ο υιός του Συμβουλάκη από Φρέ και ο Ιωάννης Ντουκάκης από Εμπρόσνερον, άλλοι δε περί τους 10 ελαφρώς επληγώθησαν. Ο στρατός όμως, όταν εισήλθεν εις Αλήκαμπον, έσφαξε τρεις άνδρας φιλησύχους και ετραυμάτισεν ένα βαρέως[3]· Ο είς εκ των φονευθέντων ελέγετο Παπαδογρηγόρης, αυτόν αφού τον έσφαξαν τον έρριψαν επί ξύλων και προσεπάθησαν να τον καύσουν. Εκτός αυτού εφόνευσαν εις Βάμον τον Μποτόνην Μποτωνάκην, όστις είχε την εγγονήν του Μπουζογιάννη. Τον Καλεμικιαράκην[4] έπιασαν αιχμάλωτον εις Καλαμίτσια, διότι ευθύς αφού εφονεύσαμεν τον αρχηγόν του στρατού, ανεχώρησε φοβηθείς. Η Χριστ. χωροφυλακή ευρίσκετο εις Κράπην και άλλος στρατός εις Κλήμα χωρίς να το γνωρίζομεν· φαίνεται ότι ελογάριαζαν ότι θα μας σπάσουν και ότι θα κατεφεύγωμεν εις Κράπην ή Κλήμα διά να μας συλλάβουν. Εκ των χωροφυλάκων όμως έφυγαν μερικοί και ήλθον με ημάς, οι δε λοιποί έμειναν αδιάφοροι. Χθες πάλιν, αφού έμαθον εις Κράπην, και άλλοι ότι ο στρατός ευρίσκετο εις Κλήμα, τους κατεδίωξαν μέχρι Δραμίων, αλλ’ ήργησαν να τους καταδιώξουν και δεν των έκαμον μεγάλην καταστροφήν. Μας χρειάζονται υλικά μέσα, διότι ο στρατός πιθανόν να εξέλθη προς καταδίωξίν μας. Οι άνθρωποι είναι φοβισμένοι και τα χωριά ανάστατα.
Σας ασπαζόμεθα
†…

(Δημοσιεύθηκε στη Φωνή του Αποκορώνου, φ. 168 (Ιούνιος 2011).



[1] Εφημ. Λευκά Όρη, φ. 24-1-1896.
[2] Σε άλλη ανταπόκριση από τα Χανιά στην ίδια εφημερίδα (φ. 6-12-1895) αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν 150 και τραυματίστηκαν 120 Τούρκοι. Κατά την ίδια ανταπόκριση οι απώλειες των Χριστιανών ήταν: Νεκροί οι  Ανδρέας Βενάκης, Γρηγόριος Παπαδάκης, Κωνστ. Ντούρος, Ιωάννης Φουντουκάκης και Μποτόνης Μποτονάκης. Τραυματίες οι Εμμανουήλ Συμβουλάκης, Ιωάννης Ντουκάκης, Γεώργιος Πραουδάκης, Ν. Γυπάκης και Γ. Σαλισβουράκης.
[3] Στην άλλη ανταπόκριση που προαναφέρθηκε σημειώνεται ότι πέρα από τους άοπλους και φιλήσυχους γέροντες οι Τούρκοι κατακρεούργησαν στον Αλίκαμπο και την νεαρή Γαρουφαλιά Γρυλλάκη.
[4] Ο Καλεμικιαράκης ήταν διοικητής του Τμήματος (νομού) Χανίων και παρίστατο αυτοπροσώπως λόγω της σπουδαιότητας της επιχείρησης με αποτέλεσμα να συλληφθεί αιχμάλωτος. Οι επαναστάτες αφού τον έφτυσαν στο πρόσωπο τον άφησαν ελεύθερο λέγοντάς του «άμε δα να το διηγάσαι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου