Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΗΣ

ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΗΣ
Δυο άγνωστα ιστορικά ντοκουμέντα.

Του Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου

Μπορεί το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου να αποτελεί την κορυφαία στιγμή της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης του 1866-1869, όμως αυτό δεν σημαίνει πως σε όλη αυτή τη μακρά επαναστατική περίοδο δεν υπήρξαν και άλλες στιγμές και επεισόδια άξια να να μνημονευτούν και να προβληθούν αναλόγως.
Φανταστική σκηνή από την πολιορκία
 του Αρκαδιού (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
Κατά την Επανάσταση που μας απασχολεί, αλλά και στις άλλες Κρητικές επαναστάσεις του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, στέλνονταν ανώνυμες ανταποκρίσεις στις εφημερίδες των Αθηνών, όπου περιγράφονταν τα συμβαίνοντα στην Κρήτη κατά τις επαναστατικές περιόδους. Έτσι οι εφημερίδες αυτές αποτελούν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τους ιστορικούς ερευνητές. Η ανωνυμία των επιστολών είναι αυτονόητη κάτω από καθεστώς σκλαβιάς, όμως είναι φανερό πως οι συντάκτες τους είναι διακεκριμένα πρόσωπα του απελευθερωτικού αγώνα του Κρητικού λαού, που είτε είναι εγγράμματοι και τις συντάσσουν οι ίδιοι, είτε τις υπαγορεύουν σε έμπιστους Γραμματείς. 
Το φύλλο της εφημ. ΑΙΩΝ,
στο οποίο δημοσιεύτηκαν οι επιστολές
Μια τέτοια ανταπόκριση δημοσιεύουμε σήμερα με την ευκαιρία της εφετινής επετείου της Αρκαδικής εθελοθυσίας. Η επιστολή είναι δημοσιευμένη στο φύλλο της 25ης Αυγούστου 1866 της αθηναϊκής εφημερίδας “Αιών”. Περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα μια επιδρομή τακτικού στρατού και ατάκτων Τούρκων κατά του μοναστηριού, δυόμισι μήνες πριν το Ολοκαύτωμα,  και τη βάρβαρη συμπεριφορά τους κατά των μοναχών και των χωρικών. Αιτία η συγκέντρωση επαναστατών στο Αρκάδι, το οποίο είχε καταστεί επαναστατικό κέντρο λόγω της θέσης της  στο κέντρο του νομού, όπου υπήρχε εύκολη πρόσβαση και από τις τέσσερις επαρχίες του νομού. Εκεί έδρευε η Επαναστατική Επιτροπή υπό τη προεδρία του Ηγουμένου Γαβριήλ.
Ο συντάκτης της επιστολής επισυνάπτει διαμαρτυρία-καταγγελία του Ηγουμένου προς τον Γεώργιο Σκουλούδη, Υποπρόξενο της Ρωσίας στο Ρέθυμνο, η οποία επίσης δημοσιεύεται πιο κάτω.  Από το γεγονός ότι μια επιστολή του Ηγουμένου Γαβριήλ, που απευθύνεται προσωπικά στον Προξενικό Πράκτορα της Ρωσίας στο Ρέθυμνο, φθάνει σε μια αθηναϊκή εφημερίδα, συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι αποστολέας είναι ο ίδιος ο Προξενικός Πράκτορας, δηλαδή ο Γεώργιος Ζ. Σκουλούδης[i]. Ο Σκουλούδης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο υπέρ του αγώνα των Κρητών, παρά την επίσημη πολιτική της Ρωσίας, της οποίας ουσιαστικά ήταν διπλωματικός υπάλληλος, η οποία πολιτική ήταν υπέρ της ησυχίας και κατά των επαναστατικών κινήσεων.
Ακολουθούν οι δυο επιστολές για τις οποίες γίνεται λόγος:

Ἀξιότιμε κ. Συντάκτα τοῦ “Αἰῶνος”.
Ἐν Ρεθύμνῳ τῇ 17 Αὐγούστου 1866.
Δέν σᾶς ἔγραψα διά τοῦ τελευταίου ἀτμοπλοίου, διότι, ἀναγκασθείς ἕνεκα τῶν ἐμπορικῶν ὑποθέσεών μου νά μεταβῶ διά ξηρᾶς ἐνταῦθα, δέν εὑρέθην οὔτε εἰς Χανιά οὔτε εἰς Ρέθυμνον, κατά τήν ἀναχώρησιν τοῦ ἀτμοπλοίου. Ἀλλ᾽ ἡ περίστασις αὕτη ὑπῆρξεν ὠφέλιμος πολλαχῶς. Διελθών διά πολλών χωρίων ἐχάρην, διότι εἶδον, ὅτι σύμπας ὁ λαός των ἐπαρχιῶν ὡς εἷς ἄνθρωπος ἕν μόνον αἴσθημα τήν στιγμήν ταύτην ἔχει, τό αἴσθημα τοῦ ν᾿ ἀνακτήσῃ τήν ἀνεξαρτησίαν του, καί μίαν γενναίαν άπόφασιν τοῦ νά ὑποστῇ πρός πραγματοποίησιν αὐτῆς πᾶσαν δοκιμασίαν. Ἀξιοπαρατήρητος δ᾿ εἶναι καί ἡ πρός τά θεῖα πίστις τοῦ γενναίου τούτου λαοῦ. “Πολλάς θυσίας”, ἀφελῶς λέγουσι, “μέχρι τοῦδε ἐκάμαμεν, πλήν ὁ Θεός δέν ἤθελε νά ἐλευθερωθῶμεν ἀκόμη. Ἀπαιτεῖ ἴσως νά θυσιάσωμεν νέας ἑκατόμβας, διότι ἔχομεν πολλάς ἁμαρτίας. Γενηθήτω τό θέλημά του! Γάμος χωρίς σφαχτά δέν γίνεται.”. Ἀλλά, καίτοι πλήρης χαράς γενόμενος ἐπί τούτῳ, κατελήφθην ὑπό θλίψεως ἰδών ὁποίας καταστροφάς ὁ ὡραῖος οὗτος τόπος ὑπέστη, πρίν ἤ εἰσέτι ἠχήσῃ τό πυροβόλον, καί ἔκλαυσα ἀναλογισθείς ὁποίας θέλει πάθει μετ’ ὀλίγον[ii].
Πορτραίτο του Γεωργίου Ζ. Σκουλούδη
Οἱ κάτοικοι τῶν πεδινῶν μερῶν, ἀναμιμνησκόμενοι ἐποχάς προγενεστέρας, καί οὐδεμίαν πίστιν παρέχοντες εἰς τόν αὐτοκρατορικόν στρατόν, οὗ τινος τήν φημιζομένην πειθαρχίαν εἰσέτι δέν εἶδον,  μεταφέρουσι τάς οἰκογενείας καί τά πολύτιμα πράγματά των εἰς τά ὀρεινά μέρη, ὁ δέ “γενναῖος στρατός”, ὅστις κατ’ οὐδέν διαφέρει τοῦ στρατοῦ τοῦ Δράμαλη, εἰμή κατά τήν ἐνδυμασίαν καί τόν ὁπλισμόν, διερχόμενος τῶν ἐρήμων χωρίων διαρρηγνύει τάς θύρας, είσέρχεται εἰς τάς οἰκίας καί καταστρέφει πᾶν ὅ,τι δέν δύναται ν’ ἁρπάσῃ· ὅπου δ᾿ ἄν εὕρῃ Χριστιανούς τοῖς ἀφαιρεῖ τά ζῶα των, τούς ὑποβάλλει διά ραβδισμῶν εἰς ἀγγαρίας πρός μεταφοράν τῶν σκευῶν του κλπ. Ἐπειδή δέ οἱ δυστυχεῖς Χριστιανοί κακοποιοῦνται ἤ ὑβρίζονται, εἴτε ἀπό τούς ὀθωμανούς, οἵτινες ὅλοι περιφέρονται ἔνοπλοι, εἴτε ἀπό τούς στρατιώτας, πᾶσα σχεδόν συγκοινωνία μεταξύ τῶν Χριστιανῶν εἶναι διακεκομμένη.
Καί ὅσον μέν ἀφορᾷ τάς τοιαύτας ἀταξίας, οἱ Χριστιανοί δέν ἐνοχλοῦνται τόσον, γνωρίζοντες τήν ἔμφυτον βαρβαρότητα τοῦ Τούρκου· ἐκεῖνο ὅμως, ὅπερ δέν ἀνέχονται, καί τούς κάμνει νά κλαίωσιν ὡς παιδία ἀπό ἀγανάκτησιν, εἶναι αἱ βεβηλώσεις τῶν ναῶν. Ἐκτός τῶν βεβηλώσεων, τῶν γενομένων εἰς τήν ἐπαρχίαν Κυδωνίας, ἐγένονοντο καί αἱ ἑξῆς εἰς τό τμῆμα ἡμῶν. Κατά τάς τελευταίας ἡμέρας τοῦ Ἰουλίου, ἀναχωρήσας ἐκ Ρεθύμνης ὁ στρατός, ἵνα μεταβῇ εἰς τήν ἱεράν Μονήν Ἀρκαδίου, ὅπου ἦσαν ἱκανοί Χριστιανοί ἔνοπλοι, διέβη διά τοῦ χωρίου Ἅγιος Δημήτριος καί ἐβεβήλωσε τήν ὁμώνυμον ἐκκλησίαν, συντρίψας καί κανδύλας καί ἁγίας εἰκόνας καί ἄλλα ἱερά σκεύη· φθάς δ᾿ εἰς τήν Μονήν τοῦ Ἀρκαδίου, ἀφοῦ δέν ἠδυνήθη νά συλλάβῃ τούς διωκομένους, ἐξεδικήθη κατά τῶν ἱερῶν πραγμάτων, καύσας τάς ἱεράς εἰκόνας καί ρίψας χαμαί τήν Ἁγίαν Τράπεζαν τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἵνα δέ πεισθῇ καί ὁ πλέον δύσπιστος τῶν ἀναγνωστῶν σας, παραθέτω ἀμέσως ἐνταῦθα ἀντίγραφον τῆς διαμαρτυρήσεως τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ταύτης. Ἐν τῇ διαμαρτυρήσει ταύτη περιέχονται αἱ λεπτομέρειαι τῶν βαρβαροτήτων τούτων καί περιττόν θεωρῶ να προσθέσω ἐγώ ἰδιαίτερον τι. Ἀς ὁμιλήσῃ ἀντ᾿ ἐμοῦ ἡ διαμαρτύρησις, ἔχουσα ὡς ἕπεται:


Ἀριθ. 115
Πρός το Αὐτοκρατορικόν Πρακτορεῖον τῆς Ρωσσίας ἐν Ρεθύμνῃ.
Ἀξιότιμε Κύριε Πράκτορ,

Ὁ ὑποφαινόμενος εὐσεβάστως, Ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἐπιλεγομένης “Αρκάδιος”, ἐκθέτω ὑπ᾿ ὄψιν Ὑμῶν, ὅτι έλθών καί κατασκηνώσας ὁ Β[ασιλικός] Ὀθωμανικός στρατός πλησίον της Μονῆς, οὔτε ἐντός τῆς περιοχῆς ἄφησαν ὕδωρ εἰς τά ὀλίγα φρέατα διά να πίωσιν οἱ διαμένοντες ἱκανοί κατά τόν ἀριθμόν Πατέρες και μοναχοί, μολονότι τοῖς ἔκαμον τάς παρατηρήσεις. Μετατεθέντες δ᾿ ἔσωθεν τῆς Μονῆς μετά δύο ἡμέρας, ἤρχισαν τάς βεβηλώσεις ναῶν και κακουργίας. Τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς[iii] θλάσαντες τάς θύρας, ρίψαντες χαμαί τήν Ἁγίαν Τράπεζαν, ἔκαυσαν εἰκόνας, ἔξυσαν πρόσωπα ἁγίων, ἤνοιξαν τήν θύραν τοῦ νερομύλου μας, ἔρριψαν τούς λίθους, ἔσχισαν τούς σάκκους πλήρεις ὄντας σίτου καί κριθῆς καί ἀλεύρου καί τά κατεσκόρπισαν , ἔσφαξαν τέσσαρα μοσχάρια καί πενῆντα πρόβατα. 
Ο Ηγούμενος Γαβριήλ
στη μοναδική φωτογραφία του
Τοιαύτην διαγωγήν και συμπεριφοράν ἔχει ὁ βασιλικός στρατός. Ἀφοῦ δέ τοῖς ἔγινεν ἡ παρατήρησις ἀπό τούς Μοναστηριανούς, εὐταξίας δῆθεν χάριν ἔστειλαν δύο φύλακας.
Οὗτος ὁ στρατός ἦλθε μέ σκοπόν, δια νά συλλάβῃ κατ᾿ αὐτάς εὑρεθέντας Πληρεξουσίους τοῦ λαοῦ, τούς ὁποίους ἐγώ δέν ἠδυνάμην νά διώξω· άφοῦ δ᾿ ἔφυγαν οὗτοι ἐντεῦθεν, πράττει τάς τοιαύτας βεβηλώσεις τῶν ἱερῶν ναῶν καί ληστρικῶς κατεσθίει, κατασπαταλῶν πάντα τά τῶν φιλησύχων. Ἐπικαλοῦμαι λοιπόν μάρτυρα Ὑμᾶς Κύριε Πράκτορ, δι᾿ ὅλα τά διαληφθέντα ταῦτα, καί τάς περαιτέρω συνεπείας, καί διαμαρτύρομαι ὅπου ἀνήκει, ἀπαιτῶν νά ἐνεργηθῇ ἡ ἀνήκουσα ἱκανοποίησις. Τινές μάλιστα τῶν μοναχῶν φοβηθέντες ἔφυγον, καταλιπόντες τάς ὑπηρεσίας των. Τά ζῶα ἡμῶν πάντα ἔμειναν ἔρημα προστατῶν, φοβουμένων μή ἐπιβουλευθῇ ἡ ζωή αὐτῶν. Εἶμαι εἰς ὑποψίας, μή πράξωσι τά αὐτά καί εἰς τάς μεγάλας ἐκκλησίας. Διό παρακαλῶ νά γίνῃ τρόπος δι᾿ Ὑμῶν ν᾿ ἀφαιρέσωμεν πάσας τας εἰκόνας καί λοιπά.
Δέξασθε τά σεβάσματά μου, ἀξιότιμε Κύριε καί τήν τελείαν ἀφοσίωσίν μου. Ἐξαιτούμενος δέ ὅπως κοινοποιήσητε τήν παροῦσαν μου, ὑποσημειοῦμαι.
                                                                Ἐν Βένῃ (Βήνῃ)[iv] τήν 1 Αὐγούστου 1866.
                                                                               Ἐκ τῆς Μονῆς Αρκαδίου
                                                                             Ὁ Καθηγούμενος ΓΑΒΡΙΗΛ





[i]     Για τον Γεώργιο Ζ, Σκουλούδη βλ. α) Τιμόθεου Μ. Βενέρη, Το Αρκάδι δια των αιώνων, Αθήναι 1938 και β) Δ. Γ. Στεργίου – Χρ. Γ. Ζαχαράκι, Διπλωματία και πόλεμος, Ρέθυμνο 2008.
[ii]    Εδώ ο συντάκτης αποδεικνύεται προφητικός.
[iii]   Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής βρίσκεται ΒΑ του μοναστηριού στον δρόμο προς Βιράν Επισκοπή.
[iv]   Πρόκειται για το Βένι, μετόχι της Μονής Αρκαδίου, απ᾿ όπου ο Ηγούμενος Γαβριήλ γράφει την επιστολή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου