Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ
(Εισαγωγή)


Έχει ήδη περάσει ένας αιώνας από τη ρωσική παρουσία στο Ρέθυμνο και δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί επαρκώς η σημασία της για τον τόπο, τόσο για τα πρώτα του ελεύθερα βήματα όσο και για τη μετέπειτα πορεία του. Παρότι είναι μια πτυχή της περιόδου της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας με πληθώρα ντοκουμέντων και πληροφοριών, εντούτοις η σχετική βιβλιογραφία είναι πολύ φτωχή. Σαράντα και πλέον χρόνια από τη δημοσίευσή του, βασικό κείμενο για τη ρωσική παρουσία στο Ρέθυμνο, εξακολουθεί να αποτελεί δημοσίευμα του Εμμανουήλ Ζαμπετάκη[1], το οποίο στηρίχθηκε στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία του Ρώσου συνταγματάρχη Ιωσήφ Κοβάλσκι[2]!
Οι Ρώσοι παρέμειναν στο  Ρέθυμνο για πάνω από μια δεκαετία με έντονη την παρουσία τους κατά τα πρώτα χρόνια και διακριτικότερη κατά τα επόμενα. Αποβιβάστηκαν στο Ρέθυμνο τον Μάρτιο του 1897 και οι τελευταίοι αναχώρησαν τον Ιανουάριο του 1909.
Ως ομόδοξος λαός έτυχαν καλής υποδοχής από πλευράς του χριστιανικού πληθυσμού.  Αλλά και εκείνοι σε καμιά περίπτωση δεν συμπεριφέρθηκαν ως στρατός κατοχής. Παρ’ όλη την προσπάθειά τους να δείξουν ότι τηρούν αμερόληπτη και ουδέτερη στάση απέναντι στο τοπικό χριστιανικό και μουσουλμανικό στοιχείο, είναι σε πολλές περιπτώσεις προφανής η εύνοια και συμπάθειά τους προς το ομόδοξο χριστιανικό.

Η Κρήτη προς την Αυτονομία
Η τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα υπήρξε η πιο άγρια, αλλά και η πιο τυχερή για την Κρήτη. Κατά τη διάρκειά της οι μεν μουσουλμάνοι διαισθανόμενοι ότι πλησιάζει το τέλος της κυριαρχίας τους γίνονταν ολοένα και πιο βίαιοι και καταπιεστικοί. Οι δε χριστιανοί θεωρώντας ότι η συγκυρία είναι κατάλληλη για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, επιτείνουν τους αγώνες και τις επαναστατικές τους προσπάθειες. Το διάστημα 1890-1895 είναι από τις πιο ζοφερές περιόδους της τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Η Τουρκία με πρόσχημα τις σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των παρατάξεων συντηρητικών (Καραβανάδων) και φιλελεύθερων (Ξυπόλυτων) και με το επιχείρημα ότι οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί που προέβλεπε η Σύμβαση της Χαλέπας (1878) δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν στην Κρήτης, ανακάλεσε το 1889 όλα τα προνόμια που παραχωρήθηκαν μ’ αυτήν, επέβαλε τον στρατιωτικό νόμο και επανέφερε στην Κρήτη το καταπιεστικό καθεστώς των προ της Σύμβασης της Χαλέπας καιρών. Ήταν πλέον φανερό ότι η επιδιωκόμενη ένωση με την Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με τοπικές επαναστάσεις και ότι θα έπρεπε να αναζητηθεί λύση μέσα στα πλαίσια της πολιτικής και των σχεδίων των ευρωπαϊκών δυνάμεων για τα Βαλκάνια και την τύχη του «Μεγάλου Ασθενούς». Έτσι ο Κρητικός λαός αρχίζει να συμφιλιώνεται πλέον με την ιδέα της αυτονομίας ή της ημιαυτονομίας υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, μεταθέτοντας για ευθετότερο χρόνο το αίτημα για Ένωση. Οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι η αποχώρηση του τουρκικού στρατού και χριστιανός ορθόδοξος ηγεμόνας που θα επιλεγεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Το 1895 δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για τα κρητικά πράγματα με τη μεταστροφή της διεθνούς κοινής γνώμης κατά της Τουρκίας λόγω των σφαγών των Αρμενίων. Η Υψηλή Πύλη για να διασκεδάσει τους φόβους για σφαγές και στην Κρήτη με μια αιφνιδιαστική και θεαματική ενέργεια αντικατέστησε τον φοβερό Μαχμούτ πασά και διόρισε Γενικό Διοικητή Κρήτης τον χριστιανό Αλέξανδρο Καραθεοδωρή. Οι ελπίδες των Κρητικών αναπτερώθηκαν και συναίνεσαν να μην απέχουν από τα δημόσια αξιώματα και αποστείλουν αντιπροσώπους στη Γενική Συνέλευση. Αντίθετα οι Τουρκοκρήτες αντέδρασαν έντονα στην προοπτική της επαναφοράς του καθεστώτος της Σύμβασης της Χαλέπας και δημιούργησαν έκρυθμη κατάσταση με δολοφονίες και βιαιότητες.  Οι Κρήτες θεωρώντας ότι έφτασε η ώρα να προχωρήσει η υπόθεση της Αυτονομίας οργάνωσαν  μυστικά Μεταπολιτευτική Επιτροπή και συνέταξαν υπόμνημα, το οποίο υπέβαλαν στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων το Σεπτέμβριο του 1895. Τα βασικά αιτήματα ήταν: Να κηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στο σουλτάνο. Η κυβέρνηση να ασκείται από χριστιανό διοικητή χωρίς να έχει ο σουλτάνος δικαίωμα να τον αντικαταστήσει και τέλος επαναφορά των προνομίων της Σύμβασης της Χαλέπας με ουσιώδεις βελτιώσεις.
Όπως ήταν επόμενο η πράξη αυτή θεωρήθηκε επαναστατική και διατάχθηκε η σύλληψη των πρωτεργατών χωρίς όμως επιτυχία. Ο Καραθεοδωρής αντικαταστάθηκε τον Μαρτιο του 1896 από τον Τουρχάν πασά, ο οποίος πρότεινε γενική αμνηστία, αλλά οι επαναστάτες την απέρριψαν. 
Στις Μεγάλες Δυνάμεις έχει πλέον παγιωθεί η πεποίθηση πως είναι καιρός το Κρητικό Ζήτημα να οδηγηθεί σε λύση και ως τέτοια προκρίνουν και προωθούν αυτήν της αυτονομίας, παρά την ύπαρξη μεταξύ τους διαφορετικών και αντικρουόμενων συμφερόντων και επιδιώξεων. Οι Κρήτες αντιλαμβανόμενοι ότι πλησιάζει ή ώρα των αποφάσεων εντείνουν τις προσπάθειές τους και με την καθοδήγηση της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής παραμερίζουν τις μεταξύ τους διαφορές. Οργανώνεται και πάλι «Γενική Επαναστατική των Κρητών Συνέλευσις» και ανασυστήνεται στην Αθήνα η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή», ενώ από τα μέσα του 1896 άρχισαν να κατεβαίνουν  στην Κρήτη Έλληνες εθελοντές.
Το τουρκικό στοιχείο αξαγριώνεται και αντιδρά βίαια με σφαγές, εμπρησμούς, λεηλασίες και άλλες αγριότητες, γεγονός που οδηγεί τις Μεγάλες Δυνάμεις να πιέσουν την Υψηλή Πύλη για παραχωρήσεις. Τελικά παραχωρείται νέος Οργανισμός της Κρήτης που στα βασικά του σημεία προέβλεπε: α) Διορισμό χριστιανού Διοικητή από τον σουλτάνο και με έγκριση των Δυνάμεων, β) διπλάσιες θέσεις χριστιανών υπαλλήλων από εκείνες των Οθωμανών, γ) σύγκλιση Συνελεύσεως κάθε δύο χρόνια, δ) οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής και ε) παραχώρηση πλήρους οικονομικής και δικαστικής ανεξαρτησίας.
Ο νέος Οργανισμός γίνεται αποδεκτός από τους χριστιανούς και προς στιγμή φάνηκαν τα πράγματα να ομαλοποιούνται. Τον Σεπτέμβριο του 1896 διορίζεται Γενικός Διοικητής Κρήτης ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς πασάς, όμως από τον Οκτώβριο άρχισε πάλι η κατάσταση να εκτραχύνεται. Η πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων για εφαρμογή του νέου πολιτεύματος προκαλεί αντιδράσεις από την πλευρά του τουρκικού στοιχείου, οι οποίες εκδηλώνονται και πάλι με σφαγές και πυρπολήσεις, οι οποίες από τον Ιανουάριο του 1897 γενικεύονται στις τρεις μεγάλες πόλεις Χανιά Ρέθυμνο και Ηράκλειο.
Ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούν να αποτρέψουν γενίκευση των ταραχών, η ελληνική κυβέρνηση του Δηλιγιάννη, πιεζόμενη από την αντιπολίτευση και την κοινή γνώμη, αποφασίζει να επέμβει στην Κρήτη. Στέλνει πολεμικά πλοία στο νησί προκειμένου να εμποδίσουν τη μεταφορά τουρκικού στρατού και στη συνέχεια τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο με 1500 άνδρες να καταλάβει την Κρήτη και να κηρύξει την ένωσή της με την Ελλάδα. Η επανάσταση παίρνει πλέον μεγάλες διαστάσεις και εξαπλώνεται σε όλη την Κρήτη. Ο Βάσσος, που σημειώνει επιτυχίες στην περιοχή των Χανίων, εμποδίζεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις να πλησιάσει τα Χανιά, ενώ τα πολεμικά των Δυνάμεων που ναυλοχούσαν στον κόλπο της Σούδας βομβαρδίζουν ανηλεώς το στρατόπεδο των επαναστατών στο Ακρωτήρι Χανίων, γεγονός που προκαλεί ζωηρές αντιδράσεις και φιλοκρητικά αισθήματα και δημοσιεύματα στην Ευρώπη.
Η εξέλιξη των γεγονότων οδήγησε τις Μεγάλες Δυνάμεις να προτείνουν τον Φεβρουάριο του 1897 τη λύση της αυτονομίας, αλλά οι Κρητικοί την απέρριψαν κατηγορηματικά, γεγονός που οδήγησε στον αποκλεισμό των κρητικών παραλίων από τον ευρωπαϊκό στόλο και στη συνέχεια τον Μάρτιο στην κατάληψη του νησιού και τη διαίρεσή του σε ζώνες κατοχής. Οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Χανιά, οι Γερμανοί τη Σούδα, οι Αυστριακοί την Κίσσαμο, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο, οι Άγγλοι το Ηράκλειο, και οι Γάλλοι τη Σητεία. Παρ’ όλα αυτά οι επαναστάτες δεν κάμπτονται και συνεχίζουν τον αγώνα, όμως η ατυχής για την Ελλάδα κατάληξη του σύντομου Ελληνοτουρκικού πολέμου τον Μάιο του 1897 την οδηγεί στην ανάκληση των δυνάμεών της από την Κρήτη. Δυστυχώς πλέον δεν μπορεί να γίνεται λόγος για Ένωση και οι επαναστάτες αναγκάζονται να δεχτούν τη λύση της αυτονομίας που πρότειναν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Κρήτες επιθυμούσαν ευρωπαίο κυβερνήτη, αφού όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε πρόσωπο κοινής αποδοχής πρότειναν και επέβαλαν ως ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος. Τελικά στις 18 Ιουλίου 1898 η Γενική Συνέλευση των Κρητών αποφάσισε να δεχτεί το σχέδιο προσωρινής διοίκησης του νησιού, σύμφωνα με το οποίο τη διοίκηση θα ασκούσαν από κοινού πενταμελής Εκτελεστική Επιτροπή και το Συμβούλιο των Ναυάρχων μέχρι την άφιξη του Γεωργίου. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 αναχώρησε από την Κρήτη και τελευταίος Τούρκος στρατιώτης και στις 9 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους αποβιβάστηκε στη Σούδα ο πρίγκιπας Γεώργιος[3].

Η τριετία 1896-1898 στο Ρέθυμνο
Η κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή του Ρεθύμνου κατά την τριετία αυτή δεν διαφέρει ριζικά από εκείνη των άλλων διαμερισμάτων της Κρήτης.
Κατά το 1896 παρατηρείται μια συνεχώς αυξανόμενη ταραχή και ένταση, η οποία διατρέχει όλο τον νομό. Τα δυο πληθυσμιακά στοιχεία, οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι, αλληλοϋποβλέπονται με μίσος και καχυποψία και προβαίνουν σε βίαιες πράξεις κατά της ζωής και της περιουσίας αλλήλων. Είναι καθημερινές σχεδόν η αναφορές του Υποπροξένου της Ρωσίας[4] στο Ρέθυμνο για φόνους, πυρπολήσεις, ιεροσυλίες και δηώσεις ναών, κοπή δέντρων, κλπ. Ανάμεσα στις δεκάδες δολοφονιών ξεχωρίζει αυτή του Γεωργίου Ηλιακάκη[5], διευθυντή της Δημοτικής Σχολής του Ρεθύμνου στις 22 Φεβρουαρίου 1896.
Οι Οθωμανοί των επαρχιών εγκαταλείπουν τα χωριά τους και κλείνονται στα τείχη της πόλης, απ’ όπου μαζί με τους μόνιμους κατοίκους της πόλης άλλοτε καταστρέφουν και λεηλατούν τις χριστιανικές κατοικίες και άλλοτε σε άτακτα σώματα εξορμούν από την πόλη και καταστρέφουν τα γύρω χωριά. Οι χριστιανοί της πόλης, οι οποίοι είναι αριθμητικά λιγότεροι από τους Οθωμανούς, περνούν δραματικές στιγμές, φοβούμενοι ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν να ξεσπάσουν σφαγές από τον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο.  Αντίθετα στις επαρχίες οι επαναστάτες έχουν το πάνω χέρι και προβαίνουν σε αντίποινα κατά των τούρκων και των περιουσιών τους, που έχουν εγκαταλειφθεί. Ο τακτικός τουρκικός στρατός και η χωροφυλακή, στους οποίους έχει ανατεθεί η τήρηση της τάξης, παρακολουθούν αδυνατώντας να αποκαταστήσουν την ηρεμία, είτε επειδή δεν μπορούν είτε επειδή δεν θέλουν.
Ανάμεσα στα μέτρα που λαμβάνονται είναι και η δημιουργία στρατιωτικής ζώνης, που ακολουθεί τη γραμμή -Κουμπές, Σωματάς, Κάστελλος, Αρμένοι, Χρωμοναστήρι, Πρασές, Μαρουλάς, Πλατανές- και η απαγόρευση της επικοινωνίας μεταξύ των εντός και εκτός της ζώνης.
Η έκρυθμη κατάσταση διατηρείται μέχρι το τέλος Αυγούστου, οπότε με την ανακοίνωση του νέου Οργανισμού, που αναφέρθηκε πιο πάνω, το κλίμα φαίνεται να ομαλοποιείται για περίπου τρεις μήνες, αφού οι χριστιανοί, παρά το γεγονός ότι δεν απορρίπτουν τον νέο Οργανισμό, βλέπουν τη νέα κατάσταση μάλλον σαν ανακωχή για τη συλλογή του ελαιοκάρπου παρά σαν μόνιμη κατάσταση. Όμως οι Οθωμανοί  δεν αποδέχονται το νέο πολίτευμα, που γι’ αυτούς σημαίνει επιστροφή στο καθεστώς της Σύμβασης της Χαλέπας και πολλοί απ’ αυτούς αρνούνται να εγκαταλείψουν την πόλη και να επιστρέψουν στα χωριά τους, αλλά βγαίνουν μόνο για τη συλλογή του ελαιοκάρπου και επιστρέφουν στην πόλη. Έτσι το τέλος του 1896 βρίσκει τους μεν Οθωμανούς να απειλούν τις ζωές και τις περιουσίες των χριστιανών της πόλης, τους δε χριστιανούς των επαρχιών να προβληματίζονται για τη στάση που πρέπει να τηρήσουν, ώστε να μην στρέψουν εναντίον τους τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Τον Γενάρη του 1897 η κατάσταση εκτραχύνεται και πάλι. Το νέο πολίτευμα με τα προνόμια προς τους χριστιανούς και η κάθοδος του Τιμ. Βάσσου στην Κρήτη εξαγριώνουν τους Οθωμανούς που προσπαθούν με κάθε τρόπο να ματαιώσουν την εφαρμογή του νέου πολιτεύματος. Όσοι είχαν επιστρέψει στα χωριά τους γυρνούν πάλι και κλείνονται στην πόλη, όπου με τους μόνιμους κατοίκους και με την ανοχή του Τούρκου διοικητή προβαίνουν σε εμπρησμούς, λεηλασίες, ακόμη και κατεδαφίσεις χριστιανικών καταστημάτων και κατοικιών, ενώ απειλούν με σφαγή τον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης. Οι υποπρόξενοι και οι πρόκριτοι ζητούν την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων με την αποστολή πολεμικών πλοίων και απόβαση ευρωπαϊκού στρατού στο Ρέθυμνο. Αρχές του Φλεβάρη αρχίζει η μαζική αναχώρηση των χριστιανών της πόλης για την ελεύθερη Ελλάδα με συνέπεια να μείνουν οι χριστιανικές περιουσίες, αλλά ακόμη και η Επισκοπή, η Δημογεροντία και τα σχολεία, έρμαια  στα χέρια του αχαλίνωτου οθωμανικού όχλου, ο οποίος πλέον δεν περιορίζεται στην πόλη, αλλά εξορμά και καταστρέφει τα χριστιανικά σπίτια των γειτονικών χωριών.
Αρχές του Μάρτη του, σε εφαρμογή των αποφάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων, καταπλέει στο Ρέθυμνο το ρωσικό θωρηκτό Αυτοκράτωρ Νικόλαος και αποβιβάζει 300 Ρώσους πεζοναύτες υπό τον συνταγματάρχη Θεόδωρο Δε Χιόστακ (ή Σόστακ). Οι Ρώσοι αναλαμβάνουν την ευθύνη της επιτήρησης του διαμερίσματος (νομού) Ρεθύμνης, παρότι την ευθύνη της διατήρησης της τάξης τυπικά εξακολούθησε να έχει ο τουρκικός στρατός. Από τα μέσα του Μάη τα ρωσικά στρατεύματα αρχίζουν στρατιωτικούς περιπάτους προς τα γειτονικά χωριά για λόγους άσκησης αλλά και για να εξοικειώνονται οι ντόπιοι με την παρουσία τους. Μέχρι τα μέσα Ιουλίου πραγματοποιήθηκαν συνολικά επτά στρατιωτικοί περίπατοι[6] κατά τους οποίους οι Ρώσοι έγιναν ευνοϊκά δεκτοί από τον άμαχο πληθυσμό αλλά και από τους επαναστάτες.    
Παρόλα αυτά η τάξη δεν αποκαθίσταται. Οι ντόπιοι Οθωμανοί δεν αποδέχονται τη νέα κατάσταση και σε όλη τη διάρκεια του 1897 παρατηρούνται καταστροφές περιουσιών και αιματηρά επεισόδια μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Η κατάσταση του πληθυσμού και ιδιαίτερα του χριστιανικού, επιδεινώνεται με τον ερχομό του χειμώνα, δηλαδή από τα τέλη του 1897, επειδή η συστηματική καταστροφή των καλλιεργειών και η παρατεταμένη ανομβρία προκαλεί έλλειψη ακόμη και των βασικών ειδών διατροφής. 
Πράγματι ο ερχομός του 1898 βρίσκει τον χριστιανικό πληθυσμό σε κατάσταση οικονομικής εξαθλίωσης, η οποία αγγίζει τα όρια του λιμού[7]. Αναφορές με δραματικές εκκλήσεις για βοήθεια φτάνουν η μια μετά την άλλη από τα χωριά προς το Υποπροξενείο της Ρωσίας. Η Ρωσική κυβέρνηση ανταποκρίνεται με τη χορήγηση ανθρωπιστικής βοήθειας, η οποία συνίσταται σε χρήματα, αλεύρι, δημητριακά, σπόρους για καλλιέργεια και ξυλεία για ανακατασκευή ή επισκευή των κατεστραμμένων σπιτιών. Παράλληλα αρχίζει και πάλι η μαζική φυγή για την Αθήνα όλων εκείνων καταφέρνουν να εξασφαλίσουν τα ναύλα τους.
Στο πολιτικό επίπεδο η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη από εκείνη του 1897. Η τάξη έχει αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς η εξουσία περνά στα χέρια των Ρώσων ενώ τουρκική διοίκηση αποδυναμώνεται σταδιακά. Στις 10 Οκτωβρίου αποχωρεί ο τουρκικός στρατός από το Ρέθυμνο και στις 11 Δεκεμβρίου υψώνεται στο Διοικητήριο η σημαία της Κρητικής Πολιτείας. Στα τέλη του 1898 επιστρέφουν οι χριστιανοί που είχαν αναχωρήσει στην αρχή του χρόνου κάτω από την πίεση της ανέχειας, ενώ παράλληλα αρχίζει η αναχώρηση για την Τουρκία των ντόπιων οθωμανών, οι οποίοι βλέπουν ότι το μέλλον τους στην Κρήτη δεν διαγράφεται ευοίωνο.
Οι Ημερήσιες Διατάξεις
Το Συμβούλιο των Ναυάρχων στη συνεδρία της 18ης Οκτωβρίου 1898 καθόρισε τον τρόπο διακυβέρνησης της Κρήτης για το διάστημα που θα μεσολαβούσε από την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων μέχρι την εγκατάσταση της οριστικής διοίκησης του νησιού. Με τη σειρά του ο Ρώσος Ναύαρχος Σκρίδλωφ ανέθεσε τη διοίκηση του διαμερίσματος του Ρεθύμνου στον Συνταγματάρχη Θεόδωρο Δε Χιόστακ, ο οποίος είχε την απόλυτη εξουσία σε θέματα πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης. Ο Θ. Δε Χιόστακ άσκησε τη διοίκηση με Διατάγματα (Διατάξεις) από 23 Οκτωβρίου 1898 μέχρι 12 Ιουλίου 1899, οπότε παρέδωσε τη διοίκηση του νομού στον Αντώνιο Βορεάδη, πρώτο Νομάρχη Ρεθύμνης επί Κρητικής Πολιτείας.
Από τη μελέτη των Διατάξεων προκύπτει ότι ο Θ. Δε Χιόστακ άσκησε την εξουσία με υποδειγματικό τρόπο. Η διοίκησή του διακρίνεται για την αυστηρότητα, τη δικαιοσύνη, αλλά κυρίως για την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση των αποφάσεων. Στους εννέα μήνες της διακυβέρνησής του παράχθηκε έργο που υπό άλλες συνθήκες θα απαιτούσε χρόνια. Έθεσε τις βάσεις για το πέρασμα του τόπου και ιδιαίτερα της πόλης του Ρεθύμνου από το καθεστώς της οθωμανικής καθυστέρησης και υπανάπτυξης, στην προοπτική της ευρωπαϊκής πόλης. Στα μέτρα ανασυγκρότησης που έλαβε περιλαμβάνονται η διάνοιξη και κατασκευή δρόμων, η πλακόστρωση και η ονοματοθεσία των οδών της πόλης, το γκρέμισμά του τείχους, η αποκαθήλωση των οθωμανικών μπαλκονιών (κιόσκια) που έκλειναν τους δρόμους, η επέκταση του νεκροταφείου, η ανέγερση νέου επισκοπείου, η επισκευή του καθεδρικού ναού, η ανοικοδόμηση νοσοκομείου, η λειτουργία ταχυδρομείου, η κατασκευή και επισκευή γεφυρών κ.ά.
Συνολικά εκδόθηκαν 244 Διατάξεις, 20 Παραρτήματα και 9 πίνακες μηνιαίων Εσόδων και Εξόδων. Τυπώθηκαν στο τυπογραφείο του Στυλιανού Εμμ. Καλαϊτζάκη σε μηνιαία τεύχη, εκτός από το πρώτο που περιλάμβανε τους μήνες Οκτώβριο έως και Δεκέμβριο του 1898.
Το γεγονός ότι έχουν διασωθεί ελάχιστα αντίτυπα από την πρώτη έκδοση οδήγησε τους υπεύθυνους της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης στην απόφαση επανέκδοσής τους, προκειμένου να γίνουν γνωστές στο ευρύτερο κοινό.

Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου








[1] Εμμαν. Ζαμπετάκη, Οι Ρώσοι στην Κρήτη, Κρητικά Χρονικά 18 (1964), 54-106.
[2] Ο Ιωσήφ Κοβάλσκι υπηρέτησε στο Ρέθυμνο ως ανθυπολοχαγός του ρωσικού στρατού από 1898 ως το 1900. Παρέμεινε στο Ρέθυμνο, πολιτογραφήθηκε Έλληνας και νυμφεύθηκε τη Ρεθύμνια Μελπομένη Μουσούρου.
[3] Βλ. Θεοχάρη Δετοράκη «Η Τουρκοκρατία στην Κρήτη 1669-1898» στο Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, Κρήτη 1988, Σύνδεσμος ΤΕΔΚ Κρήτης, τόμ. Β΄, σσ. 411-417.
[4] Υποπρόξενος αυτήν την περίοδο ήταν ο Γεώργιος Ιωσ. Χατζηγρηγοράκης, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις του προς τον Πρόξενο της Ρωσίας στα Χανιά, υπερασπίστηκε με πάθος τα δίκαια των χριστιανών του νομού Ρεθύμνης.
[5] Η οδός δυτικά του Δημοτικού Κήπου φέρει το όνομά του.
[6] Για τους στρατιωτικούς περίπατους των Ρώσων βλ. Μιχ. Τρούλη, Το Ρέθυμνο του 1897, Κρητολογικά Γράμματα, 14 (1998), 112-128.
[7] Βλ. Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου, Η εξαθλίωση του χριστιανικού πληθυσμού του διαμερίσματος Ρεθύμνου κατά τα έτη 1896-1898 και η ρωσική ανθρωπιστική βοήθεια, Κρητολογικά Γράμματα, 14 (1898), σσ. 181-201.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου