Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ (1889)

ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ
(1889)
Του Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου

Με τη Σύμβαση της Χαλέπας (1878) παραχωρήθηκαν ορισμένα προνόμια στους χριστιανούς κατοίκους της Κρήτης, γεγονός που τους επέτρεψε κατά τη δεκαετία 1879-1889 να δράσουν πολιτικά και κοινωνικά με μεγαλύτερη άνεση σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς της πλήρους υποτέλειας και ανελευθερίας. Εκδόθηκαν εφημερίδες, ιδρύθηκαν φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι, λειτούργησε βουλή (Γενική Συνέλευση) και κατά συνέπεια ατύπως πολιτικά κόμματα. Αυτή η πρωτόγνωρη αλλά επίπλαστη ελευθερία δημιούργησε στον κρητικό λαό ένα κλίμα ευφορίας και ψευδαίσθηση ελευθερίας, που έφερε στην επιφάνεια το προαιώνιο ελάττωμα της φυλής, την πολιτική διχόνοια και διαίρεση. Δημιουργήθηκαν δυο πολιτικές παρατάξεις, οι Καραβανάδες και οι Ξυπόλυτοι. Οι πρώτοι εξέφραζαν τη συντηρητική παράταξη και οι δεύτεροι τη φιλελεύθερη. Τα πολιτικά πάθη κατά την περίοδο αυτή έφτασαν σε απίστευτο σημείο οξύτητας. Μια αναδίφηση των εφημερίδων της εποχής είναι αρκετή για να αντιληφθεί ο αναγνώστης του λόγου το αληθές. Άλλωστε αυτή η διαμάχη αποτέλεσε τη δικαιολογία και την πρόφαση για την τουρκική διοίκηση να ανακαλέσει τα προνόμια και να επιβάλει τον στρατιωτικό νόμο το 1889, χρονιά κατά την οποία τα πολιτικά πάθη μεταξύ των Χριστιανών είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους.  Συγκεκριμένα στις εκλογές του 1888, που έγιναν μέσα σε ένα όργιο νοθείας και μέσα σε ένα κλίμα απίστευτης οξύτητας, νικητές αναδείχτηκαν οι Ξυπόλητοι, γεγονός όμως που δεν αποδέχτηκαν οι Καραβανάδες, οι οποίοι αντέδρασαν εντελώς απροσδόκητα και αψυχολόγητα. Στη Γενική Συνέλευση της 6ης Μαΐου 1889 κατέθεσαν ψήφισμα με το οποίο κήρυσσαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, γεγονός που, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε την οργή του Γενικού Διοικητή Ν. Σαρτίνσκη, ο οποίος αμέσως διέλυσε τη Γεν. Συνέλευση και εξέδωσε ένταλμα να συλληφθούν τα ηγετικά στελέχη των Καραβανάδων, που είχαν ήδη καταφύγει στα βουνά όπου κήρυξαν νέα επανάσταση. Όμως οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες για να ευδοκιμήσει μια τέτοια προσπάθεια, δεδομένου ότι και η κυβέρνηση Τρικούπη ήταν αντίθετη και την αποκήρυξε. Η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, ανακάλεσε τον Σαρτίνσκη και έστειλε τον σκληροτράχηλο Σακήρ πασά να επαναφέρει την τάξη στο νησί. Αυτός κήρυξε αμέσως στρατιωτικό νόμο και εξαπέλυσε άγριο κυνηγητό στους πρωτεργάτες της επανάστασης. Ο Τουρκικός στρατός κατέλαβε τα επίκαιρα σημεία του νησιού, ο μουσουλμανικός όχλος επιδόθηκε και πάλι σε αγριότητες και τα στρατοδικεία λειτουργούσαν σε καθημερινή βάση και επέβαλαν ποινές κάθειρξης ή εξορίας σε όσους συλλαμβάνονταν. Αρχικά καταδιώχθηκαν οι Καραβανάδες, που ήταν και οι υπεύθυνοι για την εκτροπή, όμως σε λίγο η καταδίωξη στράφηκε και κατά των Ξυπόλυτων. Απαγορεύτηκε η έξοδος από την Κρήτη χωρίς ειδική άδεια, επειδή υπήρχε ο φόβος της δημιουργίας Κέντρου στην Αθήνα, το οποίο θα συντόνιζε τις προσπάθειες για την οργάνωση νέας επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά ικανός αριθμός βουλευτών και των δύο παρατάξεων κατάφερε να διαφύγει λάθρα στην Αθήνα.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Εμμανουήλ Γενεράλις, βουλευτής Αμαρίου με την παράταξη των Ξυπόλυτων[1], στου οποίου την ανέκδοτη αυτοβιογραφία οφείλουμε τις πληροφορίες για το παρόν δημοσίευμα. Ο Γενεράλις, λοιπόν, κατόρθωσε να εξασφαλίσει άδεια εξόδου, αφού έπεισε τον διοικητή Ρεθύμνης ότι διορίστηκε καθηγητής στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και έπρεπε να μεταβεί εκεί για να αναλάβει υπηρεσία. Παρά την άδεια ο Γενεράλις προ του κινδύνου να συλληφθεί υποχρεώθηκε να παραμείνει κρυμμένος επί 11 ώρες στην καμπίνα του πλοιάρχου μέχρι την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι των Χανίων. Έτσι, κατά τον Γενεράλι, κατόρθωσαν να διαφύγουν με διάφορους τρόπους 27 βουλευτές των Ξυπόλυτων, πέραν των Καραβανάδων των οποίων δεν αναφέρει τον αριθμό. Όλοι αυτοί με την άφιξή τους στην Αθήνα ελάμβαναν σύνταξη διακοσίων δραχμών «εις βάρος του δυστυχούς ισχνού ταμείου της Ελλάδος». Πέραν αυτών συγκεντρώθηκε στην Αθήνα  και ικανός αριθμός Κρητών επαναστατών από τις συναθροίσεις που διέλυε ο Σακήρ πασάς. Έτσι τον Οκτώβριο του 1889 βρίσκονταν στην Αθήνα εκτός από τους βουλευτές και περί τους διακόσιους οπλαρχηγούς, οι οποίοι διεκδικούσαν επίσης σύνταξη ως αντιπρόσωποι των επαναστατικών συναθροίσεων.
Οι Κρήτες βουλευτές συγκεντρώνονταν στο φιλόξενο σπίτι του Αντωνίου Ρικάκη[2], αλλά συνηθέστερα σύχναζαν στα Χαυτεία στο ζαχαροπλαστείο «Μίνως» και σε δύο-τρία καφενεία του κέντρου. Ο Γενεράλις αναφέρει ότι περνούσαν τον καιρό τους πολιτικολογούντες, ως άλλωστε σύνηθες εις τους Έλληνας, υβρίζοντες ή επαινούντες, αναλόγως των συμφερόντων, τον Τρικούπην ή Δηλιγιάννην. Παριστώμεν δε αηδές θέαμα δια τας εναντίον αλλήλων ύβρεις μας, καθ’ ας κατηρχόμεθα εις διατριβογραφίας εν αις ασυστόλως εδεικνύομεν τα άπλυτά μας εν Κρήτη και εβαπτίζομεν αλλήλους ελαφρά τη συνειδήσει προδότας.
Ενώ όλοι οι Κρήτες βουλευτές περνούσαν τον καιρό τους στα καφενεία πολιτικολογώντας και βρίζοντας αλλήλους παρουσιάζοντας μιαν αλγεινή εικόνα στους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες, οι οποίοι μάλιστα τους μισθοδοτούσαν, δύο μόνο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος Φούμης δεν φαίνονταν ποτέ στα καφενεία ούτε «φωνασκούσαν» στον Τύπο των Αθηνών.  Παρέμεναν στο «Ξενοδοχείο της Βενετίας» όπου διέμεναν και ασχολούνταν με την εκμάθηση της Γαλλικής γλώσσας και την ανάγνωση ωφέλιμων βιβλίων.
Μια μέρα ο Γενεράλις τους επισκέφθηκε στο ξενοδοχείο και τους ρώτησε γιατί δεν φαίνονται με τους άλλους Κρήτες. Τότε ο Βενιζέλος του απάντησε: Τί θέλετε; Ν’ αναμειχθώμεν και ημείς εις τους καυγάδες σας και τας αηδίας σας, δια τα οποία θα μας συχαθή, εάν δεν μας εσυχάθη ακόμη ο Ελληνικός λαός; Βλέπεις εκείνον τον σωρόν των Γαλλικών βιβλίων; Ένα τόμον διαβάζω την ημέραν και είμαι απηλλαγμένος και από τας ασχημίας τας ιδικάς σας, δια τας οποίας πας Κρης λυπείται και αισχύνεται. Μόνον αν πρόκειται να παρουσιασθώμεν εις τον Τρικούπην ή κανένα άλλον πολιτευόμενον, τότε να μας ζητήσετε.
Η απάντηση του Βενιζέλου έκανε μεγάλη εντύπωση στον Γενεράλι και τον οδήγησε να σκεφτεί και να αναθεωρήσει τη μέχρι τότε στάση του.
Αποφάσισε αντί να πολιτικολογεί από το πρωί μέχρι το βράδυ στα καφενεία να ασχοληθεί με κάτι ωφέλιμο. Έτσι περιορίστηκε στο δωμάτιό του και επιδόθηκε στη συγγραφή. Καρπός αυτής του της απόφασης ήταν δυο βιβλία: Η Γεωγραφία της Κρήτης και η Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, τα οποία αργότερα έκαναν επανειλημμένες εκδόσεις και χρησιμοποιήθηκαν ως σχολικά εγχειρίδια.
Σημειώνει τέλος ο Γενεράλις: Αμφότερα τα βιβλία ταύτα οφείλοντο εις την εργατικότητα του Βενιζέλου, ήτις εκέντρισε και την ιδικήν μου και μ’ έσωσε και από τας κρητικάς του 1889 και 1890 εν Αθήναις αηδίας.
            Η γνώμη του Γενεράλι αποκτά μεγαλύτερη αξία αν ληφθεί υπόψη ότι υπήρξε ένας από τους πλέον σφοδρούς πολέμιους του Βενιζέλου και είναι προς τιμήν του που στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν γράφει τα παραπάνω λόγια το 1934, αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Βενιζέλου έναντι όλων και το ξεχωριστό του χαρακτήρα του.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εν Χανίοις» τ. 5/2011)








[1] Εμμανουήλ Γ. Γενεράλις (1860-1943), επιφανὴς φιλόλογος με πολυσχιδή υπερπεντηκονταετή δράση. Γεννήθηκε στο Γερακάρι Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Τα στοιχειώδη γράμματα τα άκουσε στο χωριό του, τα δε γυμνασιακά στο Β΄ Γυμνάσιο Αθηνών. Ακολούθως γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας  ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1886.
Υπηρέτησε ως καθηγητής φιλόλογος διαδοχικά στα Γυμνάσια Ρεθύμνου, Νεαπόλεως, Ρεθύμνου και Χανίων. Γυμνασιάρχης στο Ρέθυμνο και στα Χανιά επί σειρά ετών. Ως Γενικός Επιθεωρητής της Παιδείας (1910-1911) καθιέρωσε στην Κρήτη το εξατάξιο Δημοτικό και Γυμνάσιο, σύστημα που πολύ αργότερα εφαρμόσθηκε στην άλλη Ελλάδα. Πληρεξούσιος Αμαρίου στη Γενική Συνέλευση των Κρητών το 1889 και το 1894.
Παράλληλα με την άσκηση του εκπαιδευτικού του έργου και την πολιτική του δραστηριότητα, ανέπτυξε και αξιόλογη πολιτιστική και κοινωνική δράση. Διετέλεσε πρόεδρος του Θεατρικού Συλλόγου Ρεθύμνης «Αι Μούσαι», γραμματέας του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνης, γραμματέας της Κεντρικής των Κρητών Επιτροπής στην Αθήνα (1895-1897), πρόεδρος του Γυμναστικού Συλλόγου Ρεθύμνης και του Φιλολογικού Συλλόγου Χανίων «Ο Χρυσόστομος», διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού των Χανίων «Χριστιανικόν Φως» και πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης.
Δημοσίευσε εκατοντάδες άρθρα ποικίλου περιεχομένου σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ και συνέγραψε και εξέδωσε δέκα αυτοτελή έργα, κυρίως εκπαιδευτικού περιεχομένου. Πέθανε στα Χανιά το 1943.
Για τον Εμμανουήλ Γενεράλι βλ. ενδεικτικά: α) Έμμ. Γ. Γενεράλις (Νεκρολογία), εφημ. Παρατηρητής Χανίων, φ. 369/21-1-1943. β) Σπύρου Απ. Μαρνιέρου, Εμμανουήλ Γ. Γενεράλις (1860-1943), Ελλωτία, 6 (1997), 335-340. γ) Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, Κρητολογικὰ Μελετήματα, Πανεπιστημιακὲς Έκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 2001, 327-333, δ) Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου, Στη Νεάπολη του 1886/1887, Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου, 1 (2010), 423-436.

[2] Για τον Αντώνιο Ρικάκη βλ. περιοδικό Άστυ (Αθηνών), 1/6-10-1885, όπου και προσωπογραφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου