Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΣΤΡΙΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΣΤΡΙΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

Του Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου

Ὁ Διονύσιος Καστρινογιαννάκης ἤ Καστρινογιάννης[1] ὑπῆρξε μιά ἀπό τίς πιό φωτεινές μορφές τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ἡ παρουσία του ὑπῆρξε ἔντονη ὄχι μόνο στά ἐκκλησιαστικά πράγματα τῆς Κρήτης, ἀλλά καί στούς ἀπελευθερωτικούς ἀγῶνες τῶν δύο τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ 19ου αἰῶνα, καί στά πολιτικά δρώμενα τῆς περιόδου τῆς Αὐτονομίας. Κατά συνέπεια εὔστοχα ἀποκλήθηκε στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πατρίδας.
Διονύσιος Καστρινογιαννάκης
Γεννήθηκε στο Ἡράκλειο τήν 18η Αὐγούστου 1856. Γιός τοῦ Γεωργίου Καστρινογιαννάκη καί τῆς Εὐσεβίας Τροχαλάκη (Νικολαΐδου) καί ἀδελφός τοῦ Μητροπολίτη Κρήτης Τιμόθεου Καστρινογιαννάκη[2], ὁ ὁποίος τόν πῆρε ὑπό την προστασία του ὅταν ὀρφάνεψε σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν. Σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Σταυροῦ στα Ἱεροσόλυμα καί στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐκάρη μοναχός καί χειροτονήθηκε διάκονος τήν 4η Δεκεμβρίου 1874 καί κατατάχθηκε στήν ἀδελφότητα τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἐκλέχθηκε ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου τόν Φεβρουάριο τοῦ 1881 σέ ἡλικία μόλις 25 ἐτῶν. Ὅμως ἡ ἀντίδραση τῆς τοπικῆς κοινωνίας καί ἡ ἄρνησή της νά δεχτεῖ ἕναν τόσο νέο ἐπίσκοπο[3] ὑποχρέωσε τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης νά τόν μεταθέσει τό 1882 στήν Ἐπισκοπή Χερρονήσου, τήν ὁποία ἐποίμανε μέχρι τό 1896, ὁπότε ἐπανῆλθε στήν ἀρχική του ἐπισκοπική ἕδρα στό Ρέθυμνο ὅπου καί παρέμεινε μέχρι τόν θάνατό του τήν 12η Ἰουνίου 1910.
Κατά τήν κρίσιμη καί ἀνώμαλη τριετία 1896-1898, ἐπροστάτευσε ποικιλοτρόπως τό ποίμνιό του σέ συνεργασία μέ τούς Ὑποπροξένους στό Ρέθυμνο καί κυρίως μέ αὐτόν τῆς ὁμόδοξης Ρωσίας[4]. Ἵδρυσε στό Ρέθυμνο μυστικό σύνδεσμο τοῦ ὁποίου ὁ σκοπός ἦταν ἡ ἕνωση τῆς Κρήτης με τήν Ἑλλάδα. Τό γεγονός αὐτό πληροφορήθηκε ἡ Ὑψηλή Πύλη ἡ ὁποία ἀξίωσε ἀπό το Πατριαρχεῖο τήν καθαίρεσή του. Βρισκόταν στήν Ἀθήνα γιά τόν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ του Μητροπολίτη Κρήτης Τιμοθέου, ὅταν μέ πατριαρχικό γράμμα[5] κλήθηκε σέ ἀπολογία καί ἀπαγορεύθηκε ἡ κάθοδός του στήν Κρήτη. Ὕστερα ἀπό διαμαρτυρία τῆς Γενικῆς Ἐπαναστατικῆς Συνέλευσης τῶν Κρητῶν ἀνακλήθηκε ἡ ἀπαγόρευση καθόδου του στήν Κρήτη, ὅμως ἡ Πύλη ἀπαίτησε καί πέτυχε τόν ἀποκλεισμό του ἀπό τή διαδοχή τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου[6]. Μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης, λόγω τῆς μεγάλης του μόρφωσης καί τῆς βαθειᾶς γνώσης τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ὑπῆρξε ὁ βασικός εἰσηγητής τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου εἶναι ἔργο δικό του. Ὑπῆρξε στενός φίλος τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου ἀλλά καί ὁ ἀγαπημένος ἱεράρχης τοῦ πρίγκιπα Γεωργίου κατά τά πρῶτα χρόνια τῆς Κρητικῆς Πολιτείας. Ὅμως ὁ εὐθύς του χαρακτήρας καί ἡ ἐπιμονή του νά ἐκφράζει μέ παρρησία τίς ἰδέες καί τίς ἀπόψεις του πάνω σέ ζητήματα τῆς πολιτείας καί νά ἐλέγχει τίς πράξεις ἀκόμη καί τοῦ ἀνώτατου ἄρχοντα, τόν ἔφερε γρήγορα σέ ἀντίθεση καί ρήξη  μέ τόν Ὑπατο Ἁρμοστή καί τό περιβάλλον του[7].
Τιμήθηκε ἀπό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση μέ τόν χρυσό Σταυρό τοῦ Σωτῆρος καί ἀπό τόν Αὐτοκράτορα τῆς Ρωσίας μέ τό παράσημο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου. Πέθανε ἀπό γαστρορραγία τίς πρῶτες πρωϊνές ὧρες τῆς Κυριακῆς 13 Ἰουνίου 1910 καί τάφηκε στόν περίβολο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ρεθύμνου.
Ἦταν μιά πληθωρική προσωπικότητα μέ σπάνια σωματικά, πνευματικά και καλλιτεχνικά χαρίσματα. Ἡ ἐξωτερική ἐμφάνισή του ἦταν ἐντυπωσιακή. Μεγαλοπρεπής, ψηλός, ὡραῖος, εὐρύστερνος, μέ μακρυά γενειάδα καί μέ ὀξύ καί αὐστηρό βλέμμα προκαλοῦσε ἀνάμικτα αἰσθήματα σεβασμοῦ καί θαυμασμοῦ. Συγκέντρωνε στό πρόσωπό του τέτοιο πλῆθος φυσικῶν καί ψυχικῶν προτερημάτων ὥστε ὁ συνδυασμός τους νά δίνει μιάν ἀπαράμιλλη ἡγετική προσωπικότητα. Φλογερός πατριώτης, ἱερωμένος ὑποδειγματικός, φιλόπονος, φιλεύσπλαχνος, ζωγράφος ἱκανότατος καί σχεδιαστής ἐπιδέξιος[8], ρήτορας εὐφραδέστατος, νομικός, θεολόγος, παιδαγωγός καί λογοτέχνης δοκιμότατος. Ὑπῆρξε ἄριστος χειριστής τῆς καθαρεύουσας καί τῆς δημοτικῆς γλώσσας τόσο στόν γραπτό ὅσο καί στόν προφορικό λόγο. Δείγματα αὐτῆς του τῆς ἱκανότητας βρίσκομε στούς σωζώμενους λόγους του, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν μικρό μέρος ἀπό τίς δεκάδες -ἄν ὄχι ἑκατοντάδες- πού συνολικά ἐκφώνησε. Οἱ λόγοι του διακρίνονται σέ ἐκκλησιατικούς, παραινετικούς, ἐπικήδειους, πολιτικούς, ἐπετειακούς, πανηγυρικούς κ.ἄ. Μέσα ἀπό τά κείμενα αὐτά ἀναδεικνύεται ἕνας ἀπαράμιλλος ἀγορητής, ἕνας ἐξαίσιος ρήτορας πού γοητεύει, συναρπάζει καί ἐμπνέει τό ἀκροατήριό του.
Κατά συνέπεια δέν πρέπει νά εἶναι ὑπερβολικός ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος πού τόν χαρακτηρίσε ὡς τόν πρῶτον ἐν τῷ Ἑλληνικῷ κόσμῳ τῆς σήμερον ῥήτορα[9]. Ἰδιαίτερα οἱ λόγοι του πού ἦταν στή γλώσσα τοῦ λαοῦ ἀνάβρυζαν από τήν πατριωτική του καρδιά ἄδολοι καί ἀνόθευτοι γι' αὐτό ἔβρισκαν πρόσφορο ἔδαφος στήν ψυχή τοῦ ἁπλοῦ ἀνθρώπου καί ἔφερναν ἀποτέλεσμα.
Τά δυό κείμενά του πού δημοσιεύονται ἐδῶ μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν ὡς ρητορικοί λόγοι μόνο καί μόνο ἐπειδή διαβάστηκαν σέ ἐπίσημες ἐπετείους μεγάλων ἱστορικῶν γεγονότων. Στην πραγματικότητα πρόκειται γιά ποιητικά κείμενα γεμάτα έμπνευση καί αἰσθαντικότητα, πού ἀρκοῦν μόνα αὐτά νά ἀναδείξουν τόν Διονύσιο σέ ποιητή μεγάλης ἐμβέλειας.
Τό πρῶτο κείμενο ἐκφωνήθηκε–ἀπαγγέλθηκε ἀπό τόν Διονύσιο τήν 8η Νοεμβρίου τοῦ 1900, ἡμέρα Τετάρτη, κατά τήν ὁποία γιορτάσθηκε στό Ρέθυμνο ἡ 34η ἐπέτειος τῆς ὁλοκαύτωσης τῆς μονῆς Ἀρκαδίου[10]. Ὁ ἑορτασμός ὀργανώθηκε ἀπό τόν Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Ρεθύμνης[11] καί ἔλαβε χώρα στήν αἴθουσα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν[12]. Ὁ "πανηγυρικός" αὐτός προκάλεσε τόσο μεγάλη αἴσθηση στό ἀκροατήριο καί στούς μεταγενέστερους ὥστε νά ἔχει μέχρι σήμερα δημοσιευθεῖ καί ἀναδημοσιευθεῖ συνολικά ἑπτά (7) φορές![13] Γιά να σχηματίσει ὁ ἀναγνώστης σαφή ἄποψη τῆς πατριωτικῆς καί λογοτεχνικῆς ἀξίας τοῦ ἐν λόγω κειμένου, μεταφέρω ἐδῶ αὐτολεξεί τή γνώμη τοῦ κριτικοῦ τῆς λογοτεχνίας Πέτρου Μαρκάκη:  ...Δέν ἔχει ρητορικά σχήματα, δέν εἶναι τό ἐγκώμιο μιᾶς ἐθνικῆς πράξης, οὔτε τό ἀριστοτεχνικό σύμπλεγμα πομπώδικων πανηγυρικῶν φράσεων·. εἶναι ἕνα ἀριστουργηματικό λαϊκό χρονικό πού ἀνιστορεῖ τίς ἀνείπωτες δραματικές ὧρες τῶν μέχρι ἐσχάτων ὑπερασπιστῶν τοῦ Ἀρκαδίου, ὄχι ὅπως μᾶς τίς παρέδοσε ἡ ἱστορία κι' ἡ στοματική παράδοση, ἀλλά ὅπως τίς ἔπλασε ἡ αἰσθαντική ψυχή τοῦ ἱεράρχη γιά ν' ἀναπλάσσει καί νά ξαναζωντανέψει στίς ψυχές ταν ἀκροατῶν του τήν ὑπέρτατη θυσία τῶν ὑπερασπιστῶν τοῦ μοναστηριοῦ. Ἔτσι μιλώντας γιά τ' Ἀρκάδι, δέν τό τοποθετεῖ μέσα στήν κοινωνία τῶν τόσων καί τόσων ἡρωϊκῶν πράξεων τοῦ Ἔθνους μας, ἀλλά τ' ἀπομονώνει καί τό ἐξαίρει σάν μιά αὐθόρμητη ὑπέρτατη ἀνθρώπινη θυσία γιά ἰδανικά, πού ἀπό τό συγκεκριμένο ἀνάγεται καί πλαταίνει στό καθολικό καί τό αἰώνιο. Ἀφήνει τήν ἐπίσημη κι' ἀπό καθ' ἕδρας θέση τοῦ ἐπίσημου ἀγορητή. Κατεβαίνει κάτω στό λαό, παίρνει τήν γλώσσα του, συμφύρεται κι' ἀφομοιώνεται μ' αὐτόν, κι' ὁ λόγος του γίνεται λόγος τοῦ λαοῦ, δημοτικό τραγούδι καί χρονογραφία πεζή ἀντάμα· ὅλος ὁ λόγος του δέν εἶναι παρά σύμπλεγμα δημοτικῶν δεκαπεντασύλλαβων. Δέν καταναλίσκεται ν' ἀναπτύσσει ἰδέες καί ὑψηλούς στοχασμούς. καταπιάνεται στή λεπτομέρεια καί στό συγκεκριμένο. Αὐτά τόν συγκινοῦν καί συνυφαίνουν τήν πιό συγκλονιστική δραματικότητα καί τήν πιό θερμή κι' ἄδολη ποίηση, ἔτσι πού ἡ θυσία τῶν ὑπερασπιστῶν τοῦ Ἀρκαδιοῦ, ὄχι μόνο νά ἐξιδανικεύεται, ἀλλά καί νά μετουσιώνεται σέ ἰδέα. Διαβάζοντας τό "Ἀρκάδι" δέν βλέπεις πουθενά τόν ἱεράρχη. Γιά νά ξαναζήσει μέσα στήν ψυχή του τήν θυσία τοῦ Ἀρκαδιοῦ γδύθηκε τά ράσα κι' ἔμεινε ἐλεύθερος κι' ἀδέσμευτος ἄνθρωπος πού δίνεται ἀνεπιφύλαχτα στίς αἰσθήσεις καί τήν φαντασία του, γιά νά βλέπει τή φύση ὅλη νά συμπαραστέκει, νά συμπολεμᾶ καί νά συνυποφέρει μέ τούς ἡρωϊκούς ὑπερασπιστές τοῦ Ἁρκαδιοῦ...[14]
Σύμφωνα μέ τόν δικό μας χωρισμό σέ στίχους, φτάνει τούς 591 καί εἶναι γραμμένο στή δημοτική γλώσσα μέ πολλούς ἰδιωματισμούς τοῦ Καστρινοῦ ἰδιώματος, προφανῶς λόγω τῆς Ἡρακλειώτικης καταγωγῆς του.
Εὔλογα θ' ἀναρωτηθεῖ ὁ ἀναγνώστης σέ τί χρησιμεύει μιά νέα δημοσίευση –ἡ ὄγδοη στή σειρά– τοῦ κειμένου πού μᾶς ἀπασχολεῖ; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στό γεγονός ὅτι καμιά ἀπό τίς προηγούμενες δέν ἦταν πλήρης. Θεωρήσαμε ὅτι ἕνα τέτοιο κείμενο, μετά ἀπό ἑκατό χρόνια, θά ἔπρεπε, ἐπιτέλους, νά δεῖ τό φῶς στήν πλήρη του μορφή.
 Ἡ πρώτη δημοσίευση[15] ἔγινε κατά τό ἴδιο ἔτος μέ τήν ἐκφώνηση σέ φυλλάδιο 15 σελίδων, πού ἐκδόθηκε μέ δαπάνες τοῦ Φιλεκπαιδευτικοῦ Συλλόγου Ρεθύμνης καί στό ὁποῖο προτάσσεται σύντομος πρόλογος τοῦ προέδρου τοῦ Συλλόγου Κων. Πετυχάκη καί ἀκολουθεῖ ὁ λόγος τοῦ Διονυσίου ὅπως αὐτός ἐκφωνήθηκε.
 Ἡ δεύτερη δημοσίευση γίνεται ἕνα χρόνο μετά στό ἡμερολόγιο τοῦ ἔτους 1902 τοῦ Κ.Φ. Σκόκου[16]. Ὁ λόγος δημοσιεύεται μέ τίτλο "Ἡ 8η Νοεμβρίου ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ἀρκαδίου Κρήτης" καί προτάσσεται σύντομο βιογραφικό[17] μέ τίτλο "Ὁ Ρεθύμνης Διονύσιος". Στό τέλος τοῦ λόγου ὑπάρχει ἡ ἔνδειξη "Ἐν Ρεθύμνῃ τῇ 8 Ἀπριλίου 1901, ὁ Ρεθύμνης Διονύσιος", γεγονός πού μαρτυρεῖ ὅτι τό ἔστειλε ὁ ἴδιος γιά δημοσίευση. Τό ἴδιο συμπέρασμα προκύπτει καί ἀπό φράση τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος πού συνοδεύει τό ποίημα, στήν ὁποία ἀναφέρεται ἐπί λέξει "...Διασκευασθέν δ' ἐπίτηδες καί συμπληρωθέν κατά τό πλεῖστον δι' ἀνεκδότων σελίδων ὑπό τοῦ σεβαστοῦ Ἱεράρχου χάριν τοῦ Ἡμερολογίου...". Τό κείμενο εἶναι σαφῶς ἐκτενέστερο ἀπό τό ἀρχικό, παρά τό γεγονός ὅτι δέν περιλαμβάνονται σ' αὐτό τό προοίμιο καί οἱ εἴκοσι τελευταῖοι στίχοι τῆς πρώτης δημοσίευσης. Εἶναι σαφές ὅτι ὁ ποιητής–ἱεράρχης, μετά τήν ἀπαγγελία καί πρώτη δημοσίευση τοῦ ποιήματος, τό θεώρησε ἐλλιπές καί προχώρησε στή συμπλήρωσή του καί, θέλοντας νά τό ἀπαλλάξει ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ πανηγυρικοῦ λόγου, ἀφαίρεσε τό προοίμιο πού ἀπευθύνεται στό ἀκροατήριο. Συγκεκριμένα, ἐνῶ τό ἀρχικό κείμενο πού ἐκφωνήθηκε τελειώνει μέ τήν ἀνατίναξη τῆς πυριτιδαποθήκης, στή δεύτερη δημοσίευση τό ποίημα συνεχίζεται μέ τήν περιγραφή τῆς εἰσόδου τῶν Τούρκων στή Μονή καί τή συνταρακτική ἀναπαράσταση τῶν σφαγῶν πού ἀκολούθησαν. Αὐτή ἡ δεύτερη ἐκδοχή τοῦ ποιήματος πέρασε ἀπαρατήρητη ἀπό ὅλους ὅσους ἀσχολήθηκαν μέ τόν Διονύσιο Καστρινογιαννάκη γι' αὐτό καί δέν ἀναφέρεται πουθενά στή βιβλιογραφία. Ὅσοι δημοσίευσαν μετέπειτα τό ποίημα ἀγνοοῦν τήν ἔκδοση αὐτή καί στηρίζονται ἀποκλειστικά στήν πρώτη.
Ἡ τρίτη δημοσίευση γίνεται λίγο μετά τόν θάνατό του ἀπό τόν Νουμᾶ[18], τό περιοδικό τῶν δημοτικιστῶν πού ἐξέδιδε στήν Ἀθήνα ὁ Δ.Π. Ταγκόπουλος. Τό κείμενο, πού εἶναι ἀναδημοσίευση τῆς πρώτης ἔκδοσης, συνοδεύεται ἀπό ἕνα μικρό εἰσαγωγικό σχόλιο. Καί μόνο τό γεγονός ὅτι δημοσιεύεται στήν πρώτη σελίδα ἑνός περιοδικοῦ τῆς ἐμβελείας τοῦ Νουμᾶ καί μάλιστα πλάι σέ ποίημα τοῦ Παλαμᾶ, εἶναι ἐνδεικτικό τῆς λογοτεχνικῆς του ἀξίας.
Ἡ τέταρτη δημοσίευση γίνεται στό ἐπετειακό φύλλο τῆς 8ης Νοεμβρίου 1932 τῆς Ρεθυμνιώτικης ἐφημερίδας Ὁ Τύπος τοῦ Μάνου Τσάκωνα, ὅπου δημοσιεύονται οἱ στἰχοι 1-369.
Ἡ πέμπτη δημοσίευση γίνεται ἀπό τόν Πέτρο Μαρκάκη σαράντα χρόνια ἀργότερα στό περιοδικό Ὁ Αἰῶνας μας[19]. Ὁ Π. Μαρκάκης ἀντιλαμβάνεται τήν ἀξία τοῦ ποιήματος καί –ὅπως ἀναφέρθηκε καί πιό πάνω– παραθέτει διθυραμβικά σχόλια γιά τόν ποιητή καί τό ποίημα, τό ὁποῖο συγκρίνει μέ τή Γυναίκα τῆς Ζάκυθος τοῦ Διονύσιου Σολωμοῦ.
Στή συνέχεια τό περιοδικό Κρητική Ἑστία[20] δημοσίευσε ἀπόσπασμα ἑκατό περίπου στίχων καί τέλος ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Ρεθύμνης καί Αὐλοποτά­μου Θεόδωρος Τζεδάκης ἀναδημοσίευσε[21] τό κείμενο τῆς πρώτης ἔκδοσης χωρίζοντάς το σέ δεκαπεντασύλλαβους στίχους.
Ή παρούσα δημοσίευση ἀποτελεῖ μιά προσπάθεια σύνθεσης καί τῶν δύο ἐκδοχῶν τοῦ ποιήματος, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά ἔχει μιά ὅσο τό δυνατόν πιό ὁλο­κληρωμένη εἰκόνα. Παρά τό γεγονός ὅτι τό ποίημα δέν ἔχει αὐστηρό μέτρο, ἔγινε προσπάθεια χωρισμοῦ του σέ δεκαπεντασύλλαβους στίχους γιά λόγους εὐκο­λίας στήν ἀνάγνωση, ὅμως ἡ ὀρθογραφία διατηρήθηκε ὡς ἔχει. Ἀριστερά στοιχίζεται τό κείμενο πού ἀπαντᾶται μόνο στήν πρώτη δημοσίευση καί φυσικά στίς αναδημοσιεύσεις πού στηρίζονται σ’ αύτήν (στίχοι 1-33 καί 348-369) . Τό κεί­μενο τό στοιχισμένο στήν πρώτη ἀριστερή ἐσοχή εἶναι αὐτό πού ὑπάρχει καί στήν πρώτη καί στή δεύτερη δημοσίευση (στίχοι 34-347). Καί τέλος στή δεύ­τερη ἐσοχή στοιχίζεται τό κείμενο πού ὑπάρχει μόνο στή δεύτερη δημοσίευση καί ἀναδημοσιεύεται γιά πρώτη φορά ἐδώ (στίχοι 370-591).
[Άρκάδι]
Πῶς ἤθελα σέ τέθοιο πανηγύρι ν’ ἀκούω χτύπους τῶν καρδιῶ!
νά βλέπω εἰς τά πρόσωπα μεγάλη ἀγωνία
νά φαίνεται πῶς ’κείνους πού γιορτάζομε πονεῖ πολύ ἡ ψυχή μας!
πῶς ’κείνω ἡ ἐνθύμησις ’ς ἄλλους καιρούς μᾶς φέρνει!
5          πῶς ζοῦμε ’κεῖ πού ζήσανε! πῶς ἔχει ἡ καρδιά μας
τό ἴδιο αἷμα ποὔδιδε σέ κείνους τόση γιά τήν πατρίδ’ ἀγάπη!
’Ήθελα νά μοῦ ’δίδετε σεῖς τά φτερά τοῦ λόγου,
Η 1η δημοσίευση του ποιήματος.
ν’ ἀνυψωθῶ ψηλά ἐκεῖ, πολύ ψηλά,
νά στρέψω εἰς τά ’πίσω, ’πίσω τριάντα τρία χρόνια,
10        νά φανταστῶ πραγματικά τή φοβερή τήν ὥρα,
πού σμίξανε τά δυό στοιχειά, ἡ φλόγα καί ὁ Τοῦρκος,
κι' ἀπό τήν ἔσμιξι αὐτή ἐβγήκανε κουφάρια,
ὁλόμαυρ' ἀποκάουδα,
χωρίς ψυχή, χωρίς ζωή, χωρίς καρδιά καί γλῶσσα.
15       Πῶς θά μπορέσω, πέτε μου, καλόγερος ὡς εἶμ' ἐγώ,   
μέ βάσανα καί θλῖψες ποτισμένος,
ὁπούζησα σέ κυπαρισσιῶ τό μαυρισμένο ἴσκιο,
κι' ἀνέπνεα τοῦ λιβανιοῦ τή μυρισμένη ἄχνη,
πῶς θά μπορέσω νά σᾶς βρῶ πράσινης δάφνης κλάδους
20       καί τῶ βαγιῶ τούς ζηλευτούς καί χρυσωμένους κλώνους,      
καί στέφανα τόσα πολλά νά πλέξω ἀπό δαῦτα,
γιά κεφαλές, πού ἄγιασε τοῦ μπαρουθιοῦ ἡ φλόγα;
Ἄχ! τιμή μοῦ κάμετε πολλή, καί μέ πολλή στενοχώρια
ἐπῆρα τήν ἀπόφασι νά πλέξω τά στεφάνια.
25        __Πῶς θά γενοῦν; Πῶς θά μοῦ βγοῦν, κ' ἐγώ δέν καλοξέρω.
__Μά δέν φοβοῦμαι.
__Ἔχει τ’ Ἀρκάδι δύναμι, τόση φωθιά καί δόξα,
ποῦ νά μπορέσῃ καί νεκρούς νά συγκινήσ' ἀκόμα!
Δέ δυσκολεύομαι λοιπόν. Θά κάμω τό σταυρό μου,
Το Ημερολόγιο Σκόκου,
στο οποίο δημοσιεύθηκε
για 2η φορά το ποίημα.
30       θά μοῦ δανείσῃ τά φτερά τό ὄνομα Ἀρκάδι,                 
δάφνη θά βρῶ, βαγές θά κόψω ἄφθονες,
καί θά σκεπάσω μέ αὐτά τῆς τέχνης μου τή γδύμια.
Ἀκοῦτε βροῦχο φοβερό μέσα 'ς τά ριζοβούνια;
βροντές ψηλά 'ς τόν οὐρανό, καί κάτω χαμηλά στή γῆ,
35              τές μπαλλωθιές τῶν κανονιῶ                                            
ἀνάμικτες μέ τές φωνές τές ἄγριες τῶν Τούρκων,
ποῦ λαβωμένοι πέφτουνε 'ς τό ματωμένο χῶμα;
__Θωρεῖτε μαῦρο τόν καπνό, τό φοβερό σκοτάδι,
καί τή βροχή πού χύνουνε ὁλάνοικτες τοῦ οὐρανοῦ οἱ φλέγες;
40              __Θωρεῖτε μιά πού κάθεται σέ θρόν' ἀπό τουφέκια,           
ἀκουμπισμένο σέ νεκρῶ κορμιά καί αἱματοβαμμένο;
κ' ἔχει κορμί της τόν καπνό, τή φλόγα γιά πορφύρα,
κι' ἀντί λαλιᾶς τό φοβερό τοῦ τουφεκιοῦ τόν βρόντο;
__Ἐκεῖ κοιλοπονᾶ  μέ βογγητό ἡ ζηλεμένη Δόξα,
45              κι' ἕνα παιδί γεννᾶ αἰώνιο, ἀθάνατο, 'ς τόν κόσμο ξακουσμένο.
__Παιδί; __Ὅχι παιδί! Ἕν' ὄνομα: __Γεννᾶται τό Ἀρκάδι.
Ναί. σά σήμερα γεννήθηκε τό τιμημέν' Ἀρκάδι.
__Πρωτύτερα δέν ἤτανε παρά φωλιά μονάχη,
ἀγρίω μαύρω κοτσυφῶ, πού ψάλλανε ἀτέλειωτα 'ς τόν Πλάστη,
50              καί ἥσυχα κι' ἀτάραχα περνοῦσαν τή ζωή τως.     
Καί ἄν καμμιά φορά παλαίβανε, παλαίβανε μέ τά στοιχειά μονάχα,
τά πάθη ποὔχ' ἡ σάρκα.
καί μόνη δόξα εἴχανε τσ' ἀναισθησιᾶς τή δόξα.
Τί ἤτανε ἐτότεσά τό ὄνομα Ἀρκάδι;
55              __Ἕν' ὄνομα ἀδιάφορο, χωρίς ψυχή, χωρίς ζωή. __Μά τώρα;       
__Ἀρκάδι λές κι' αἰσθάνεσαι τό νοῦ σου νά σαλεύῃ,
νά ζωντανεύῃ ἡ ψυχή, τό αἷμα σου νά βράζῃ,
κ' αἰσθήματα διάφορα νά σοῦ γεννᾷ ἡ καρδιά σου.
Ἀρκάδι λές κ' εὐθύς πετᾶτ' ὁ νοῦς
60              'ς τή σκοτεινή, τή τρομερή ἡμέρα τοῦ Νοέμβρη                
ἐκείνη, πού πλακώσανε οἱ Τοῦρκοι 'ς τό Ἀρκάδι.
__Κ' ἡ φαντασία σ' ὁδηγᾷ 'ς τόν ἁγιασμένο τόπο.
Μέσα προβαίρνεις 'ς τήν αὐλή, καί πρῶτα πρῶτα βλέπεις,
μπροστά σου, μές 'ς τά μάτια σου, μιά μάννα κακομοίρα.
65             Ἔχει ἀνέπλεκα μαλλιά, στεγνό-στεγνό τό προσωπο,          
κι' ἀπό τῆς πείνας τή φωθιά
καί τή λαχτάρα τοῦ νεροῦ μαυραποξηραμένη.
'Σ τά γόνατά της κάθεται. Μπροστά της ξαπλωμένα,
δυό ἀγγελούδια ἄπτερα τά δυό της τά παιδάκια,
70              ἔχουν ζωή χωρίς πνοή καί ὄψι νεκρωμένη.                                              
__Ἀνοίγουν τά ματάκια τως, 'ς τή μάννα τως τά στρέφουν,
καί μέ τό βλέμμα τως αὐτό τό πόνο τως τό φοβερό
μέ στόμ' ἀπό ἀδυναμιά κλειστό 'ς τή μάννα τως ξηγοῦνε.
Κ' ἡ μάννα μένει ἄφωνη. Αὐτή, αὐτή πού
75              εἶχε δώσει τή ζωή, 'ς τά κρίνα 'κεῖνα τά μικρά,     
καί τώρα; νά τως ἔφευγ’ ἡ ζωή 'ς τήν ἀγκαλιά της μέσα!
Νά μή μπορῇ 'ς τό βλέμμα τως ἐκεῖνο τοῦ θανάτου,
νά χύσῃ, ὅση τῆς μένει μέσα της ζωῆς ἀκόμ' ἀχτῖνα!
Νά τά θωρῇ νά φεύγουνε κι' αὐτή νά μένῃ πίσω! ...
80              Μά νά! Μπροστά της βρίσκεται τοῦ Χάρου τό μαχαίρι.    
Μέ μιά σπαθιά 'νούς στρατιώτη Τούρκου χάνει τό φῶς,
ἡ κεφαλή της κλίνει,
καί πέφτει πάνω 'ς τά κορμιά τῶν δυό της τῶν ἀγγέλω,
__ἀνοίγουν τά ματάκια τως πού τἄχε βρέξει αἷμα
85              __ἀνοίγουν τά χειλάκια τως καί γλύφουν τή ρανίδα,
πού εἶχε στάξ' ἐπάνω τως
ἀπό τό αἷμα τό γλυκύ τῆς σκοτωμένης μάννας.
Μά κεινηνά τήν ὥρα
βρίσκουν τήν πόρτα ἀνοιχτή, καί φεύγουν οἱ ψυχές τως.
90              __Πετοῦν, πετοῦν καί σμίγουνε μέ τήν ψυχή τῆς μάννας.   
Θωρεῖς παρέκει δυό κορμιά, μιά νέα κι' ἕνα νέο,
ἕνα ζευγάρι ὤμορφο, ἕνα βιτσᾶτο νέο
μέ πρόσωπο σάν τοῦ παιδιοῦ, δροσᾶτο σάν τό ρόδο,
μέ μάθια πού σπιθοβολοῦν, χείλια πού δέν μπορέσαν
95              ἡ δίψα κ' ἡ ἀναφαγιά τό χρῶμα τως ν' ἀλλάξουν, 
καί φαίνονταν νά λαχταροῦν ἄλλω χειλιῶ τή σμίξι.
μιά κόρη πού δέ λέγεται,
ξανθομαλλοῦσα, κάτασπρη, λιγνή καί μαυρομάτα
μέ μάγουλα σάν τή φωθιά, μέ χείλια σάν τή φλόγα.
100            Γονατιστός μπροστά 'ς τήν πολεμήθρα προσμένει ὁ νιός. 
Δίπλα του ἡ κόρη βιαστική γεμίζει τό τουφέκι.
Καί τοῦ τό δίδει. Μέ χαρά ἐκεῖνος τό ἁρπάζει,.
σιμώνει εἰς τό ἄνοιγμα τοῦ τοίχου γιά νά παίξῃ[22].
καί σφαῖρα μιά τοῦ ἔρχεται 'ς τό ὤμορφο κεφάλι,
105            καί ρίχνει ἄφωνο νεκρό 'ς τῆς νέας τήν ἀγκάλη    
τό νιό πού λάτρευεν αὐτή, ποὔτονε φῶς γιά 'κείνη,
ἐλπίδα μόνη καί ζωή, πνοή καί κόσμος ὅλος.
Δέν ἦτο θάνατος γι' αὐτή! Τό σῶμα της ἀντέχει.
Μά μέσα κεῖ ποῦ σμίγουνε τό σῶμα κ' ἡ ψυχή μας,
110             καί πάει, φέρνει ἡ ψυχή τό σῶμα ὅπου θελήσῃ,   
ἀναμεσῶς ἐκεῖ ἐσφήνωσε τοῦ μαύρου Χάρου ἡ πνοή,
κι' ἐνέκρωσέ της τή ζωή, χωρίς νά τήν ἐπάρῃ.
Ἦτο τρελή, καί μ' ἄγριο καί φοβερό τό βλέμμα,
ὅλους γυρεύει τούς νεκρούς,
115            καί φαίνεται σάν νά ζητᾷ 'ς τούς λαβωμένους μέσα,
'κεῖνο πού δέχθηκε νεκρό 'ς τήν ἀγκαλιά της μέσα.
Τριγύρω της πολλούς νεκρούς οἱ σφαῖρες χάμαι ρίχνουν,
κι' αὐτή γερή ἀκούραστη γυρίζει, ἀδιάφορη πρός τά λοιπά,
τό ἔργο της ξακολουθᾶ μέ σαλεμένα φρένα.
120            Τί γίνηκε; Σκοτώθηκε 'ς τό τέλος; Ποιός ξεύρει; 
__Ἕνας καί μόνος __  ὁ Θεός τήν τύχη της ἠξεύρει.
Ἐδῶ γυναῖκες ἄμοιρες, πού χθές ἀκόμη ἦσαν
εὐτυχισμένες μέ χαρά 'ς τ’ ἀνδρῶς τως τήν ἀγκάλη
καί μέ κλειστά τά μάθια τως θαρροῦσαν πώς εὑρίσκονται
125            'ς ἀληθινό τοῦ Παραδείσου ἴσκιο                           .
καί σήμερα; Φαρδύ πλατύ θωροῦνε ξαπλωμένο
χάμαι τόν ἄνδρα, ποὔχανε καμάρι καί ζωή.
Τόν ἐθωροῦν' ἀπό μακρά, χωρίς κοντά νά πᾶνε.
μοιρολογοῦνε, κλαίουνε, καί λησμονοῦν 'ς τήν ὥρα
130            τό θάνατο, πού ξάπλωσε τά μαῦρα τά φτερά του   
μέσα κι' ἀπόξω τ' Ἀρκαδιοῦ.
Ἐκεῖ θωρεῖς τοῦ γέρου τό ζαρωμένο πρόσωπο,
ποῦ τόσα εἶδε χρόνια
καί ἔζησε χωρίς ποτέ θανάτου φόβο νἄχῃ,
135            ποὖχεν ἐγγόνια καί παιδιά, παιδιά τῶν ἐγγονιῶ του,          
καί ἤλπιζε πώς ἥσυχος μιά μέρα, θ' ἀντίκρυζε τό θάνατο,
καί πώς ἐπάνω εἰς τά δάκρυα τῶν τόσων ἀπογόνων,
ἀπάλαφρα, ἀπάλαφρα θά 'πέτα ἡ ψυχή του.
__Καί τώρα;
140            Νά μένῃ ἔρημος ἐκεῖ σφιγκτά σφιγκτά δεμένος     
μέ ἁλυσίδες τές βαργιές τοῦ γέρω πολυχρόνη!
Νά βλέπῃ νά σπαράσσουνε, νά ξεψυχοῦν τριγύρω
οἱ ἀδελφοί του, καί τά παιδιά,
ποῦ γέννησε κι' ἀνάθρεψε μέ βάσανα καί πόνους,
145            νά πολεμοῦνε παρεκεῖ, καί νἆναι σκοτωμένα        
τά περισσότερ' ἀπ' αὐτά, χωρίς νά ξεύρῃ πόσα.
ν' ἀκούῃ τή φωνή τῶν θεργιωμένω Τούρκω
κάθε στιγμή καί πιό κοντά,
καί νά αἰσθάνεται ὁλονέν τριγύρω στό λαιμό του
150            τά χέργια τῶν τυράννω του νά τόν ἐσφίγγουνε σφικτά,      
καί τήν κρυάδα τοῦ σπαθιοῦ νά τοῦ καρφώνῃ 'ς τό λαιμό.
νά πνίγεται, νά μή μπορῇ φωνή νά βγάλῃ ὄξω!
νά ἀνασαίνῃ μιά στιγμή καί πάλι νά ἀρχίζουν
τά ἴδια βάσανα αὐτά, ὁ ἴδιος ὁ ἀγώνας. 
155            Ἀκοῦς φωνές μικρῶ παιδιῶ ποὖν' ἡ χαρά ζωή τως,
                  νά τρέμουν, νά σπαράσσουνε, νά βλέπουν σκοτωμένους,              
τή μάννα τως νά σέρνῃ τά μαλλιά της, νά δέρνεται, νά γδέρνεται,
νά βγάνῃ μ' ἄγρια φωνή τόν πόνο τῆς καρδιᾶς της.
Κι' αὐτά μέ δάκρυ' ἄφθονα θερμά νά πολεμοῦν νά σβύσουνε τή φλόγα,
160            πού ἐφλόγιζε τά σωτικά τῆς δύσμοιρης τῆς μάννας!
Καί ἀντί νά σβύσουν τή φωθιά, νά τήν ἀνάβουν πλειό πολύ,
καί νά τήν κάνουν νά πονῇ ἀδιάκοπα, ἀγιάτρευτα,
χωρίς παρηγοριά καμμιά, τήν ἔρημη τή μάννα!...
Τέθοιες παρόμοιες σκηνές, φόβου, τρομάρας, πόνου,
165            βάλετε ὅσες θέλετε μέσα 'ς τό νοῦ σας ὅλοι,         
καί τήν εἰκόνα θἄχετε τοῦ Ἀρκαδιοῦ ἐκείνης τῆς ἡμέρας.
Μέσα 'ς ἐκείνη τή φρικτή καί τρομερή ἀντάρα,
ὅπου μουγκρίζ' ὁ κεραυνός ψηλά ψηλά 'ς τοῦ οὐρανοῦ τά βάθη,
κι' ἡ ἀστραπή φεγγοβολᾷ, καί τό σκοτάδι σχίζει,
170            καί κάτω χαμηλά 'ς τή γῆ βροντάει τό κανόνι,      
κ' ἐσύριζεν ὁ ἄνεμος, συρίζουνε οἱ σφαῖρες,
ἕνας σάν φάντασμα γοργός, σάν τόν καπνό πυκνός καί μαυρισμένος,
μέσα διατρέχει τήν αὐλή, τήν αἱματοβαμμένη.
διασκελίζει τἄψυχα κορμιά, πού ἦσαν ξαπλωμένα
175            καί μ' ἀνοικτά τά μάτια τως ξανοίγανε τόν οὐρανό, ὁποὔτρεχ' ἡ ψυχή τως.
Σάν τό καλάμι ἔτρεμε, ἐθώριε δίχως νά θωρῇ,
πορπάθιε χωρίς τή θέλησί του.              
Δέν ἦτο φάντασμα αὐτός.
Ἦτο τοῦ Ἀρκαδιοῦ ὁ 'γούμενος. __Ὁ Γαβριήλης ἦτο.
180             Κ' ἐκεῖ πού περιδιάβαινε, ἐκεῖ περπατοῦσε,
ὁ ἕνας τοῦ ἐφώναζε: __Χαθήκαμε πατέρα!
Ἡ ἄλλη: __Ἔχασα τό παιδί μου!
__Τόν ἄνδρα μου σκοτώσανε, ἡγούμενε, οἱ σκύλοι.
__Ἄχ ποὖνε ὁ πατέρας μου; Τοῦ φώναζε μιά κόρη.
185            __Ἄχ! ξεψυχᾷ, καλόγερε, γιά δές ἐδῶ τό φῶς τῶν ἀμμαθιῶ μου.   
Ἀντιλαλοῦσ' ἡ ἄλλη.
Κι' ὁ 'γούμενος χωρίς μιλιά, χωρίς ψυχή, χωρίς τό νοῦ του νἄχῃ,
τό ζάλο[23] του δέν κόντευε, μονό 'τρεχεν ἀκούραστος,
ξεψυχισμένους, ζωντανούς, νεκρούς καί λαβωμένους,
190            πατῶντας, διασκελίζοντας, κι' ὅλο ὀμπρός περνῶντας.    
Ἦτο ἡ τρίτη ἡ φορά, ἡ τρίτη λιτανεία.
Τώρα περνᾷ ὀμπρός ἀπό τήν ἅγια πόρτα τσ' ἐκκλησιᾶς,
ὅπου σέ τόσα χρόνια,
μονάχη μέ τόν Πλάστην της μιλοῦσε ἡ ψυχή του.
195            Στέκεται, καί πρός στιγμή γυρίζ' ὁ νοῦς του πίσω.
Δακρύζουνε τά μάθια του, σκύφτει ἡ κεφαλή του,
καί δίχως νά θέλῃ μηδ' αὐτός, ἡ χέρα του σαλεύει,
καί τό σταυρό του κάνει τρίς, καί στρέφεται ὀπίσω.
Τρέχει καί βγαίνει σάν πουλί 'ς τό ἔρμο τό κελί του,
200            πετᾷ τό χαμαήλι του,                                             
ἁρπάζει τήν πιστόλα του καί βγαίνει 'ς τόν ἐξώστη,
βγαίνει ψηλά γιά νά τόν δοῦν,
πυροβολᾷ γιά ν' ἀκουσθῇ καί μιά κραυγή γρηκέται:
__Σ' τόν οὐρανό τ' Ἀρκάδι μου. Καί πέφτει σκοτωμένος.
205           Ἔφυγε τό ταχύτερο 'ς τόν ἄλλο κόσμο τρέχει,
Η τρίτη δημοσίευση.
γιά ναὕρῃ τόπο 'πάνω κεῖ νά βάλῃ τό Ἀρκάδι.
Κι' ὁ θάνατος βροντολογᾷ. Κάθε πνοή του ρίχνει
'ς τήν ὁλοπόρφυρη τή γῆ, τήν αἱματοβαμμένη,
κορμιά, πού θά ζηλεύανε, ἄν τἄβλεπαν ἀγγέλοι.
210            κορμιά, ποῦ ἔπλασ' ὁ Θεός τήν Κρήτη νά στολίσῃ .
κορμιά, πού τῶς ἐταίριαζε ’ς ἄλλη ἀγκάλη ὕπνος.
Σύννεφα βγαίνει ὁ καπνός, οἱ σφαῖρες κάνουν θραῦσι,
Λίγο ἀκόμη καί σωρός τό Μοναστῆρι πέφτει.

Χαρά! χαρά! πώς φαίνεσαι 'ς τά πρόσωπα τῶ Τούρκω!
215            Αἴ! Τί νά φαντάζεται ὁ νοῦς τῶν ἄγριω θηρίω;     
__Λιγάκι ἀκόμη -καί πέρα τά τουφέκια-
καί 'ς τήν ἀγκάλη παίρνομε
τά ἀγγελόμορφα κορμιά, πού κλείνει τό Ἀρκάδι.
Αὐτά 'ς τό νοῦ τως 'σώργιαζαν,
220            καί περισσότερ' ἄναβε τό μῖσος 'ς τήν καρδιά τως,
κι' ἐφλόγιζε τό στῆθος τως ὁ πόθος, ἡ λαχτάρα.
Κι' ὅσο περνοῦσ' ἡ ὥρα
καί τό τουφέκι λιγοστάς ἐβρόνταν ἀπό μέσα
κ' ἐφαίνονταν, πώς σώθηκαν τῶ χριστιανῶ οἱ τουρκοφάγες μπάλες,
225            μεθύσανε οἱ ἄπιστοι, ὁ νοῦς τως πέρνει ἀέρα        
κ' ἡ φαντασία τως γεννᾷ,
πώς παραδίδονται 'ς αὐτούς τοῦ Γολγοθᾶ οἱ δοῦλοι.
Φωνάζουνε Ἀλλάχ-Ἀλλάχ κι' ὁ κόσμος ὅλος τρέμει.
Γύρω τριγύρω τά βουνά σπαράσσουν καί μουγκρίζουν,
230            καί τοῦ θανάτου ἡ φωνή, τοῦ κανονιοῦ ὁ βρόντος,
'ς τήν πλάσιν ὅλη διαλαλεῖ, πώς ἔφτασε τό τέλος.
Μαζεύονται μέσ' στήν αὐλή ὅλοι μικροί μεγάλοι,
ὅσους ἀφῆκε ζωντανούς τοῦ Τούρκου τό τουφέκι.
__ Σωθῆκαν τά φυσέκια μας. Τί προτιμᾶτε; Πέτε:
235            __ Τό θάνατο μέ τήν τιμή, ἤ θάνατο χωρίς τιμή;    
Ρωτᾷ ἕνας πού ἀρχηγός τως φαίνεται:.__Μιλεῖτε.
__Μπαροῦτι ἔχομε πολύ, ψηλά ψηλά νά βγοῦμε
καί χάμαι εἰς τή γῆ βαθειά νά σπρώξωμε τούς Τούρκους.
__ Μιλεῖτε! Πῶς σωπαίνετε; Σᾶς τρόμαξεν ὁ Χάρος;
240            __Ἐφοβηθήκετε ἐσεῖς;                                           
__Ἐσεῖς, πού τόσες ὥρες βλέπετε τά νύχια του νά σέρνουν
μέσ' ἀπό ζωντανά κορμιά ψυχές ζωή γεμάτες;
Γιά δέτε! Τί ἐλπίζουνε!
Καί ὅμως! ὡς εἶδ' ὁ νοῦς ἐλπίδα νά προβαίρνῃ,
245            καί ἄρχισ' ἡ καρδιά λιγάκι ν' ἀνεπαίρνῃ,
πάλ' ἡ ἀγάπη τῆς ζωῆς ἐγύρισεν ὀπίσω,
καί τοῦ θανάτου ἡ θωριά ἀγρίεψε καί πάλι.
Δειλιάσανε οἱ ἐμισοί, 'πεθύμησαν νά ζήσουν,
καί τήν ἐλπίδα τως αὐτή, τόν πόθο τῆς καρδιᾶς τως,
250            ἡ γλῶσσα τως δέν 'μολογᾷ, τό 'μολογᾷ ἡ μορφή τως.       
__Δέν ἀποκρίνεστε λοιπόν;  Ρωτᾷ καί πάλι 'κεῖνος.
τότες ὅσ' ἀπό σᾶς θελήσουνε μέ τιμημένα τά φτερά νά πεταχθῇ ἡ ψυχή τως,
__Ἐμπρός! Ἀκολουθᾶτε μου.
__Ἐκεῖ μπροστά 'ς τήν Καστρινή τήν Πόρτα,
255            ἐκεῖ πού μαζευτήκανε οἱ Τοῦρκοι γιά νά μποῦνε   
'ς τήν ἁγιασμένη μας Μονή, ἐκεῖ 'ναι ἀποθήκη.
__Ἐκεῖ 'χομε καί μαζευτό βαρέλλια τό μπαροῦτι.
__Ἐκεῖ ἀκολουθᾶτε μου.
__Οἱ ἄλλοι σεῖς 'πομείνετε 'κεῖ μέσα μαζωμένοι
260            'ς τά νοτικά κελλιά καί ὁ Θεός μαζί σας.              
__Ἐμεῖς 'ς Αὐτόν ντελόγῳ[24] πᾶμε
καί σεῖς πομείνετε λιγάκι πάρα πίσω.
__Ἀδέλφια, συγχωρᾶτε μας.
__Ἐλᾶτ', ἐλᾶτ' ἀδέλφια καί πατέρες μας, γυναῖκες , θυγατέρες μας,
265            ἐλᾶτ' ἐδά 'ς τά ὕστερα γλυκά νά φιληθοῦμε.           
Καί ἕνας ἦχος τοῦ φιλιοῦ ἀκούεται ντελόγῳ..
ἦχος βαρύς, ἦχος πυκνός, ὁποῦ 'σχιζε τήν πέτρα.
ἦχος πού ἔσχιζε κάθε καρδιᾶς τά μαύρα φυλλοκάρδια.
Κ' οἱ ἀναστεναγμοί, τά δάκρυα, ὁ πόνος τῶν καρδιῶ τως,
270            ἦσαν βασανιστήρια γιά 'κείνους πιό μεγάλα,         
ἀπ' ὅσα τούς τυλίξανε ὡς κείνηνα τήν ὥρα.
Καί ἐπερνοῦσαν οἱ στιγμές,
κι' ἀτέλειωτος ὁ ἀποχαιρετισμός ἐφαίνουνταν ἀκόμη.
__Ἐλᾶτε πιά. Μέ τή φωνή τρεμουλιαστή φωνάζ' ὁ ἀρχηγός τως.
275            Μπαίνει ὄμπρός_ ὀπίσω του ἐπιάσαν τό μαντήλι,
νέοι καί νιές ἀγκαλιαστοί,
σἄν νά πηγαίνουν 'ς τόν παστό, ἐπιάσανε διακόσοι.
Ἀτάραχοι καί γελαστοί,
ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, κόρες, ἀγόρια κι' ὅσοι
280            γιά ἄλλη ἔσμιξι, λογοστεμένοι ἦσαν,                      
καί ὅσοι εἶχαν τήν καρδιά ἐρωτοκτυπημένη,
καί ἐφοβοῦνταν χωρισμό μέ ἀτιμίας τόν καρπό,
ὅλοι αὐτοί προτίμησαν τήν ἕνωσι αἰώνια νά κάμουν,
καί τή ζωή ν' άλλάξουνε, ν' ἀφήσουνε τόν κόσμο,
285            καί σ' ἄλλο κόσμο ζωντανό μ' ἀσπροφορμένη τή ψυχή,    
ἀθώα, τιμημένη, νά πεταχτοῦν, νά πᾶνε.
Εἶχαν ἀρχίσει νά πατοῦν τό δοξασμέν’ Ἀρκάδι
τῶν ἄπιστων τά τρομερά, καταραμένα πόδια.
Δυό φοβερά ἀνοίγματα 'ς τούς τοίχους εἶχαν ἀνοίξει,
290            κ' ἐκεῖθε μέσα μπαίνανε τοῦ Χάρου τά ἀδόντια     
γιά ν' ἀποφάγουν, ζωντανούς ὅσους ή μπάλλ' ἀφῆκε.
Σιμώνουνε πολλοί πολλοί,
μ' ἀπό τό ἄνοιγμα αὐτό ὅλοι νά μποῦν δέν ἠμποροῦν,
γι' αὐτό ἄλλοι τως μπαίνουν ἀπό 'κεῖ κι' ἄλλοι χιλιάδες πολεμοῦν
295            σκαλώνοντας εἰς τό τοιχιό τῆς ἀποθήκης κείνης                                      
πρῶτοι αὐτοί τόν πόδα τως μέσ' στή Μονή νά βάλουν.
Καί μηδέ βάζουνε 'ς τό νοῦ,
τί θάνατος παράξενος ἐκεῖ τούς περιμένει!
Μέσα κι' ἀπόξω, 'ς τή στεγή 'κείνης τῆς ἀποθήκης
300            γονατιστοί προσεύχονται καί κάμνουν τό σταυρό τως,      
ὅσοι σταυρό θά κάμουνε τόν ἄσαρκο ἀέρα.
Τριγύρω τως φωνή καμμιά
τήν προσευχή τως τή γλυκειά δέ βγαίνει νά ταράξῃ.
Μόν' ἡ βροχή ξακολουθᾷ, σάν δάκρυα τοῦ οὐρανοῦ,
305            τά στειρεμένα μάθια τως λιγάκι νά δροσίζει.         
Δέν ἔχουν πρᾶγμ' ἀνθρώπινο οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι.
Πρίχου μισσέψῃ ἡ ψυχή, ἐνέκρωσε τό σῶμα, ἔκοψε τά δεσμά της,
καί μιά ἰδέα μοναχή σ' ἐκείνους κυριεύει:
νά φύγουν τό ταχύτερο τήν ἀτιμιά τοῦ κόσμου!
310            Νά σώσουν τήν τιμή τως,                                     
καί μέ τό θάνατο αὐτό, νά συγκινήσουν δυνατούς,
νά μαλακώσουν τές καρδιές τῶν Εὐρωπαίω τές σκληρές
καί 'ς τήν πατρίδα τως ζωή ἐλεύθερη νά δώσουν,
καί τήν ἁγία τοῦ Χριστοῦ πίστι ν' ἀνεσηκώσουν.
315            Τριγύρ’ ὁ κόσμος σκοτεινός. Τή μαύρη της σκέπη           
εἶχε ξαπλώσει εἰς τή γῆ ἀπό πολληώρα ἡ νύχτα.
Ὁ ἥλιος δέν ἠθέλησε νά φέξῃ τόση μεγάλη φρίκη.
Ὁ οὐρανός δέν ἔπαυε ὅλο βροντές νά βγάνῃ,
μηδέ νά ρίχνῃ ἀστραπές, καί τή βροχή ποτάμια.
320            Μόνο ὁ βρόντος μιά στιγμή τοῦ κανονιοῦ 'χε παύσει,       
καί ὅλοι ἦσαν ἕτοιμοι νά πέσουν στά ψοφίμια.
Ἐστέκανε καί βλέπανε.
Τό νόημα προσμένουν τήν ἔφοδο νά κάμουν.
Καί περιμένουν ἄφωνοι!...
325            Μά ξάφνου πίσω στρέφονται, ἄλλοι ξαπλώνουν κάτω,     
κι' ἄλλοι ὅσ' ἦσαν πλειό μακρά τρέχουν κι' ἀκόμη τρέχουν.
Κρότος μεγάλος, φοβερός, μέ μιά ἀδήγητη βοή
κι' ἕνα σεισμό, πού ἔτρεμεν ἡ γῆ κ' οἱ βράχοι γύρω,
κ' οἱ φλόγες'ς τἄνω πηδηκτές, καί μιά φωθιά μεγάλη,
330            μέ πέτρες, χώματα πολλά, καπνό καί σώματα κομμάθια γενομένα,
λαιμούς, κεφάλια χωριστά, χέρια, ποδάρια, στήθια,
μέ μιά φωνή τρομάρας καί τοῦ φόβου, χιλιάδ' ἀνθρώπω ζωντανῶ,
πού σκέπαζαν τοῦ Ἀρκαδιοῦ ὁλόγυρα τόν κάμπο,
βγῆκαν μέ δύναμι 'περθαύμαστη,
335            κοντά εἰς τοῦ μοναστηριοῦ τήν Καστρινή τήν Πόρτα,      
καί μέ τή δύναμι αὐτή ἡ φλόγα τό μπαρούτι,
σπρώχνουν ψηλά 'ς τόν οὐρανό, ψυχές ἁγιασμένες,
σκορπίζουνε ἁγιάζοντα τή γῆ τ' ἄγια κομμάθια
πού χιλιομοίρασε τό κάθε σῶμα χριστιανοῦ, πού βρίσκονταν 'κεῖ μέσα.
340            Καί μέ τούς τοίχους τούς χονδρούς, σκεπάζει, πνίγει, πέμπει
'ς τόν Ἄδη κάτω, 'ς τή μαύρη, τήν αἰώνια, τήν κόλασι τή φοβερή,
ἐκείνους πού τολμήσανε
'ς τούς ἄγιους τοίχους τῆς Μονῆς τόσο κοντά νά πᾶνε.
Καί μέσα 'ς τό καμίνι,
345            μέσ' ἀποῦ βγῆκεν ἡ φωθιά καί ἔκαμε κομμάθια                
τά ἁγιασμένα σώματα κ' ἐπέταξέν τα ὄξω
ἐκεῖ πομείνανε μοναχές οἱ καρδοῦλες τως μέ τἅγιο τως αἷμα.
Ἀκοῦτε; Βράζει τό αἷμα τἅγιο τό χιλιομυρισμένο.
Τό αἷμα, πού ἐχύθηκε 'ς τό ἄγιο τό καμίνι,
350      μέσ' ἀπό τόσα σώματα, κι' ἀπό καρδιές μεγάλες,        
ὅποῦ 'καψεν ἡ δύναμι τόσης φωθιᾶς καί φλόγας.
Βράζει! Θωρεῖτε; Χοχλακᾷ[25], φουσκώνει ξεχειλίζει,
ἀφρίζει, βγαίνει ὁ ἀφρός ἀπάνω 'πό τά τείχη.
Ἀσπρίζει, λάμπει, κ' ἕνα φῶς ἀχτίνες γύρω ρίχτει.
355      Δέτε. Τί εἶν' αὐτό; Ἕνα προβαίρνει σῶμα.      
Εἶναι γυναῖκ' ὁλόλευκη, ὡραία, ὑπεθαύμαστη,
μέ πρόσωπο νεανικό, με τή μορφή γνωστή μας.
Ποιά εἶναι ἐκείνη; Ποιός εἶναι αὐτός; Τό σῶμα ποιᾶς νά εἶναι;
Ἀκούετε; Ναί. ἀκούσετε μιά θεία μελωδία,
360      πού ψάλλουνε στόν οὐρανό μέ μιά χαρά μεγάλη          
οἱ ἄγιες ψυχές ἐκείνω, πού καῆκαν!
Ἀπό τό αἷμα τό θερμό, πού χύσαμε 'ς τ’ Ἀρκάδι,
προβαίρνει, λάμπ' ἡ Λευθεριά καί τό σκοτάδι σβύνει,
πού ξάπλωνε 'ς τήν Κρήτη μας ἡ Συντροφιά τοῦ Ἅδη,
365      καί μέ μορφή ἀγαπητή θά φέρῃ τήν εἰρήνη,                
μορφή, πού 'νειρευτήκαμε τόσους καί τόσους χρόνους,
ὁποῦ γι' αὐτή ἐσύραμε βάσανα πίκρες πόνους.
Με τόν Ὑγιό τοῦ Βασιλιᾶ, τοῦ ἔθνους τό καμάρι,
τό Γιῶργο μας, ἡ Λευθεριά τήν Κρήτη μας θά πάρῃ.
370                        Σβύν' ἡ φωθιά ὁλότελα, καί τό σκοτάδι σμίγει      
μέ τόν καπνό, τό σύννεφο πού σκέπασε τ' Ἀρκάδι.
Μές 'ς τό σκοτάδι κεινονά ποιός θά σιμώσῃ, πέτε;
Οἱ Τοῦρκοι τρέμουν σάν σκυλιά. δέν 'ποκοτοῦν νά στρέψουνε ὁπίσω.
Φοβοῦνται μπάς ἀπό μεσῆς τῆς συννεφιᾶς ἐκείνης
375                        προβάλῃ φοβερή φωθιά ς' ἄν ἕν' ἀστροπελέκι      
καί τούς ἐκάψῃ μονομιᾶς ὡς ἤκαψε τούς ἄλλους.
Μέ τῆς λαχτάρας, τῆς βροχῆς, τῆς παγωνιᾶς, τῆς φρίκης
τό τούρτουρο ὁλονυχτίς ὁλόρθοι καρτεροῦνε
νά δοῦν νά βγαίνῃ 'κεῖ ψηλά ’ς τσ’ Ἀνατολῆς τό μέρος,
380                        ’ς τοῦ Ψηλορείτη τή κορφή, τό λαμπερό ἀστέρι,
τό ἄστρο ὁ αὐγερινός πού ’ς τἄλλα ἄστρα λέει,
νά φύγουνε ν’ ἀποκρυφτοῦν γιατί θέ νά προβάλῃ,
ὁ βασιλιᾶς ὁ φωτερός, τῆς φέξης τό καμίνι.
Σιγά, σιγά γυρίζ' ἡ γῆ. Τή μαύρη φορεσιά της
385                        μ' ἄλλη ἀλλάσσει νυφική, ἡλιόφαντη, χιονάτη,      
καί περιμένει νά δεχτῇ ’ς τήν ἀγκαλιά της μέσα
ἐκεῖνο πού τά σπλάγχνα της ζωογονεῖ καί τρέφει.
Μέσ' ἀπό κλίνη κόκκινη σηκώνεται ἀπάνω
πορτοκαλένιος, φλογερός τοῦ ἡλιου μας ὁ δίσκος.
390                        Μά ὡς προβάλλει 'ς τή λευκή τοῦ Ψηλορείτη κορυφή,      
κι' εἶδεν ἐκεῖθε τ' Ἀρκαδιοῦ νεκρόσπαρτο τόν κάμπο
καί τή νυφούλα του τή γῆ τήν πολυμυρισμένη,
νἄχη πλημμύρα αἵματος, κι' ἀντίς λουλούδια σάρκες,
σέρνει μπροστάς του μονομιᾶς τή μαύρη του κουκούλα,
395                        καί βάζ' ὀμπρός του σύννεφα καί χάνεται 'κεῖ μέσα.         
Ὅσά 'δε τόν τρομάξανε. ὅσα θωρεῖ τόν τρέμουν.
ἄν ἠμποροῦσε θά ἔπερνε τό φῶς του πάλι πίσω.
Μά δυστυχία! Δέν ἠμπορεῖ. κ' ἡ λίγη φέξη φτάνει,
νά δώσῃ θάρρος 'ς τά θεριά νά ξετελέψουν μέ σπαθί,
400                        ὅσα ἡ μπάλλα κ' ἡ φωθιά ἀπείρακτά 'χε ἀφήσῃ.    
Καπνίζ' ἀκόμη ἡ φωθιά κ' οἱ Τοῦρκοι παίρνουν θάρρος,
ἀφήνουν ἔρημες εὐθύς τές σκοτεινές χωσές τως,
καί τρέχουν ὅλοι ’ς τ’ Ἀρκαδιοῦ τόν πορφυρένιο κάμπο.
Βλέπουν παντοῦ νά σπαρταροῦν κορμιά κομμαθιασμένα
405                        ἐδῶ ποδάρι ἐμισό. ἐκεῖ χεριῶ κομμάθια     .
παρέκει κεφαλή μισή, κι' ἀλλοῦ λαιμούς καί στήθια,
με τή καπνίλα τῆς φωθιᾶς καί μέ πημένο αἷμα,
ἀνάμικτα τῆς νιᾶς, τοῦ νιοῦ, τῆς γρᾶς, τα ἀνδρός κιτρινισμένες σάρκες.
ἕνα κορμί σπαρταριστό, χιονόλευκο μιᾶς κόρης,
410                        μ' ἕνα κεφάλι μαλλιαρό, γεροντικό κεφάλι. 
στήθια ἀλλοῦ μισά ἀσπρότριχα, πολυταγαριασμένα,
μέ χέρια ’νούς παιδιοῦ, μέ κόρης τό κεφάλι.
Καί μέσα ’ς τῶ νεκρῶ τό ἄφωνο στρωσίδι
ἀκούγονται δυό κλάματα, μικρῶ παιδιῶ φωνάκια.
415                        Μέσα ’ς τές σάρκες τές ψητές, μέσα ’ς τό μαῦρο αἷμα      
μιά κίνηση ἀπάλαφρη κάμνει τούς Τούρκους νά σταθοῦν
καί μιά μαθιά νά ρίξουν πέρα ἐκεῖ πού δυό παιδιά,
δυό κεφαλάκια σύναιμα δείχνουν σημαδι τῆς ζωῆς,
μέσα ’ς τή κρύα ἀγκαλιά τοῦ χνωτισμένου χάρου.
420                        Ὅσο κι' ἄν ἤσανε θεριά οἱ Τοῦρκοι πού περνοῦσαν,
εἶχαν καρδιά και σωτικά, καί λύπη αἰσθανθῆκαν.
Σιμώνουνε καί ζωντανά
 σηκώνουνε τά δυό κορμιά τῶ δυό μικρῶ πλασμάτω,
πού θαῦμα πῶς γλυτώσανε χωρίς κακό νά πάθουν, μέσα σ' ἐκείνη τή φωθιά,
425                        μέσα σέ τέθοιο τιναγμό, μέσα σέ τόση θραύση.
Σ' τό τέλος μπαίνουν μέ ὁρμή ’ς τό ἁγιασμένο Ἀρκάδι.
Τή νίκη δέν τή πήρανε.
Ποτέ ποτέ, δέν λέγεται τή νίκη πῶς κερδίζει,
ἐκεῖνος ποὔχει ’ς τήν καρδιά τόν τρόμο τοῦ ἐχθροῦ του,
430                        καί τόν φοβᾶται καί νεκρό, μή σηκωθῇ ἀπάνω      .
μηδέ σιμώνει ὁ κόρακας ’ς τοῦ ζωντανοῦ τό κρέας,
μόνο πετᾷ καί κάθεται ’ς τό ψοφισμένο λέχι,
καί τρώει, τρώει ἄφοβα τό βρωμεσμένο κρέας.
Φωνή καμμιά τήν ἐρημιά δέ διαταράσσ' ἐκείνη.
435                        εἰς τά κελιά τῶ δυό πλευρῶ πρός τό Βορρᾶ καί Νότο       
λουφάξανε οἱ ζωντανοί ’ς ἄν τά μικρά πουλάκια
πού τρέχουνε καί κρύβγουνται
μέσ' ’ς τές φτεροῦγες τῆς κλωσσοῦς ὄντες περνᾷ γεράκι.
Μέσα ’ς τήν τράπεζα ἐκεῖ, ὅπου φορές ἀμέτρητες
440                        χορταίνανε τή πεῖνα τως περνῶντες οἱ διαβάτες,  
τρεῖς δωδεκάδες βρίσκουνταν τουφέκια στειρεμένα
καί τά κρατοῦσαν μέ θυμό, μ' ἀπελπισιά, μέ πόνο,
ἰσάριθμοι λιοντόκαρδοι καμαρωμένοι ἄνδρες
κ' ἕνα παιδί μέσα σ' αὐτούς τρεμουλιοσαστισμένο.
445                        Δώδεκα χρόνια ζούσενε τό ἔρημο ’ς τό κόσμο,     
κ' ἐκόντεψε νά νεκρωθῇ ’ς τοῦ φόβου τήν ἀγκάλη.
Ἐφθάσανε ἀγλακηχτοί[26] ’ς τῆς Τράπεζας τή Πόρτα,
τοῦ μαύρου Χάρου τά κουπιά, ἀγριεμέν' οἱ Τοῦρκοι.
Θωροῦν τουφέκια καί θαρροῦν πῶς εἶναι γεμισμένα.
450                        δειλιάζουνε καί πολεμοῦν μέ λόγια νά τά πάρουν   .
ὑπόσχονται, ὁρκίζονται ’ς τοῦ Βασιλιᾶ τήν κεφαλή
πώς, σάν δώσουν τά τουφέκια,
δέν ἔχουνε νά φοβηθοῦν καί ’ς τή ζωή θά μείνουν.
Ὄντες ’ς τό μαῦρο πέλαγος βουλιάξ' ἕνα καράβι,
455                        ὅσοι βρεθοῦνε μέσα 'κεῖ ἁρπάζουν ἕνα ξύλο         
καί μέ αὐτό φαντάζονται πώς στήν ξηρά θά πλεύσουν.
μά μονομιᾶς εὑρίσκονται εἰς τῶ ψαριῶ τά δόντια.
Τόν ὅρκο ἐπιστέψανε,
κ' ἐθάρρεψαν πώς τῆς ζωῆς τούς φώτισ' ἡ ἀχτίνα.
460                        Δίδουν τουφέκια κι' ἄρματα, κι' ἀνοίγουνε τή πόρτα.        
Ὁρμοῦνε μέ θυμό πολύ ’ς τήν Τράπεζα οἱ Τοῦρκοι,
καί τρεῖς τως ἕνα πιάνουνε, οἱ δυό χέρια καί πόδια
κι' ὁ τρίτος σάζει τό λαιμό γιά νά 'βρῃ τή σφαγή του.
Τήν ὥρα κείνη τό παιδί ποκάτω ’ς τό τραπέζι ἐχώσθηκε
465                        _τό θάνατο πού θέριζ' ἀπό πάνω,ἐλπίζοντας πώς θἄφευγε_
θωρεῖ το ἕνας μέ σπαθί, καί θέλει νά τό σώσῃ.
Σκύφτει, τό σαίρνει, μά αὐτό τό ἔδεσεν ὁ φόβος
καί πίσω σαίρνεται εὐθύς μέ δύναμι περίσσα.
φωνάζει __μή με σφάξετε·. ἐκεῖνος σέρνει ἀκόμα,
470                        καί γιά νά δείξῃ πώς πονεῖ τό δύστυχο παιδάκι,
σηκώνει τό μανίκι του λίγο ψηλά καί δείχνει
’ς τό τρομασμένο τό παιδί
ἕνα σταυρό ὁλόμαυρο ’ς τή σάρκα τοῦ χεριοῦ του.
Καί τό σημάδι ἤφταξε, τῆς πίστης τό σημάδι,
475                        πίστη νά σπείρῃ ’ς τήν καρδιά πού ἤκαιγεν ὁ φόβος,        
καί μονομιᾶς ἐβλάστησε τσ' ἐλπίδας τό λουλούδι,
μιά πού τά ζέστανε τά δυό τσ' ἀγάπης ἡ θερμάστρα.
Τό γλύτωσε τό ἄμοιρο. Δέν τώβρηκεν ὁ Χάρος,
ὁ χάρος πού ἐθέριζε μέ κοφτερά δρεπάνια
480                        κουφάρια, πού ’ποξήραναν τόσω μερῶ ἡ πείνα,   
τρομάρες καί τά βάσανα κ' οἱ λογισμοί κ' οἱ φόβοι,
τοῦ μπαρουθιοῦ τό κάπνισμα, τσ' ἐκδίκησης ἡ φλόγα.

Ἀπάνω στά τραπέζια
κρατῶντας τά κεφάλια τως, τά χέρια καί τά πόδια,
485                        ἐξαπλωμένους εἴχανε καί τούς τριάντα ἕξη           
φωνές φρικτές γεμίζανε τό θόλο,
φωνές πού βγάνανε
ἀπό λαιμό σφιγμένο ἀνθρῶποι πού παλαίβανε
μέ τοῦ θανάτου τἄγρια καί τρομερά μαχαίρια.
490                        Κ' ἐσφάζανε οἱ ἄπιστοι.                            
Κ' ἐγρῆκας[27] τό μαχαίρι νά κόβγῃ φλέγες συριχτές,
νά μπήγηται ’ς τή σάρκα,
νά φτάνῃ ὡς τό κόκκαλο, νά τρίζῃ νά τό σκίζῃ.
Κ' ἔβγαινε αἷμα τσιρηχτό καί μαύριζε τούς τοίχους
495                        καί ἤβαφε τ' ἄγρια πρόσωπα τῶ θεριεμένω Τούρκω.        
Κ' ἐφώναζαν οἱ δύστυχοι·
Καί τσ' ἄγριες φωνές τως ἤρχουνταν κ' ἤσβυναν εὐθύς
τοῦ λάρυγγα τό μοῦγκρος, καί των αἱμάτω ποὔβγαιναν
μέ δύναμι μεγάλη ἡ τρομερή ρουχάλα.
500                        Σπαράσσανε τά σώματα μέ κεφαλή γυρμένη,        
ἀχώριστή ἀπό κορμί πού δέν μποροῦσε πλέον
νά διαφεντέψῃ ὡς τό πρίν.
Κοκκίνησε ἡ Τράπεζα. Τό αἷμα πέρασε βαθειά
κ' ἐποτισε τά κίτρινα τῶ τραπεζῶ σανίδια.
505                        Ἦταν φριχτό τό θέαμα.                            
Ἀπάνω ’ς πλακόστρωμα τοῦ στενομάκρου θόλου
τριάντα ἕξ ὁλόγδυμνα ἀνθρώπινα κουφάρια
μέ μιά λουρίδα κόκκινη τριγύρω ’ς τό λαιμό τως,
μέ κεφαλή πού κρέμουνταν μέ μιά λουρίδα δέρμα,
510                        ἀπό τό σῶμα τἄψυχο,                               
κ' εἶχε τά μάθια θαμπερά καί κάτασπρη τή γλῶσσα
κ' ἐπρόβαιρνεν ἀπό σφιχτό καί νεκρωμένο στόμα.
Ἔξω καί μέσα ’ς τήν αὐλή ἄν τύχῃ καί προβάλῃ,
κιανείς τρεμουλιαστός καί φοβισμένος ἄνδρας,
515                        πέφτει ντελόγῳ κάτω,                               
’ς τοῦ μαχαιριοῦ τή μπηχταρά, ’ς τοῦ τουφεκιοῦ τή μπάλλα.  
Σ' ἕνα κελί σκοτώνουνε γυναῖκες τρεῖς καί δυό παιδιά,
καί ἕνα γεροντάκι καλόγερο μέ κάτασπρα μαλλιά καί ζαρωμένη σάρκα.
Τόν γδύνουνε καί καθιστό μέ τά ποδάρια ὄξω,
520                        τόνε καθίζουνε γδυμνό ’ς τό παραθύρι πάνω·       
κι' εἶχε τά χέρι' ἀκουμπιστά ’ς τή σιδερένια βίτσα,
καί τή κομμένη κεφαλή ’ς τά χέρια του γερμένη.
Ἐσφάξανε, σκοτώσανε, ἐπνίξανε, χορτάσανε ’ς τό τέλος.
Καί τοῦ αἱμάτου ὁ θυμός, τούς ἔκοψε τή δίψα.
525                        Θελήσανε κι' ἀλλησλοῆς[28] τή δυστυχιά νά δοῦνε.  
Διαταγή διαλάλησαν. __Σταθήκανε.__ Καί ἕνας τως φωνάζει
’ς ἐκείνους, ποὔσανε κλειστοί ’ς τά νοτικά κελλάκια.
__Κανείς σας μή κουζουλαθῇ νά παίξῃ πιά τουφέκι.
__Ἐτέλειωσε τό σφάξιμο. τά ὅπλα παραδώσετε
530                        κι' ὁρκίζομαι ’ς τή κεφαλή τοῦ πολυχρονισμένου
τοῦ Βασιλιᾶ μας τοῦ Γαζῆ, πώς κανενούς κεφάλι
δέν ἔχει γιά νά φοβηθῇ, δέν ἔχει γιά νά πάθῃ.
__Ἐκούσανε. __ Σκεφθήκανε.__ Τά ὅπλα παραδίδουν.
Κι' ὅλοι ὅσοι βρισκούντανε ’κεῖ μέσα ’ποκλεισμένοι,
535                        ὅλοι παραδοθήκανε, κι' ἀνάμεσα σέ δυό σειρές     
νιζάμι[29] ὡπλισμένω, συρτοί χωρίς νά περπατοῦν,
πατῶντες πάνω σέ κορμιά κατακομμαθιασμένα,
βλέποντας ὁ ἕνας τό παιδί,
κι' ἄλλη σφαγμένο τόν πατέρα, τόν ἄνδρα της αὐτή,
540                        κι' ἐκείνη τό μπιστικό της νέο, νἆναι γδυμνός       
μέ ἀνοιγμένες τές πληγές, δίχως ζωή τό σῶμα,
ἐβγῆκαν ἔξω τῆς Μονῆς καί κλείοντας τά μάθια τως,
πού δέν μποροῦσαν νά θωροῦν γύρω τριγύρω ’ς τή Μονή,
στρωμένο μ' ἄψυχα κορμιά, τοῦ Χάρου τό Τραπέζι,
545                        ἐβάδισαν σιγά σιγά,                                   
ὥς που τούς φέρνουν ἄθελα ’ς τό Ρέθεμνος, ’ς τήν πόλι,
τήν ὥρα πού βασίλευε ὁ ἥλιος τῆς ἡμέρας
ὄντες γεορτάζῃ ἡ ἐκκλησιά τό Στρατηλάτη τοῦ Θεοῦ[30],
κεῖνο πού πέμπει ἡ Ζωή τόν θάνατον νά σπέρνῃ
550                        ’ς τοῦ ψεύτη κόσμου τόν ἀγρό.                 
Ἐσφάλιξεν ἡ ’μέρα, ἐσφάλιξε κ' ἡ ἄλλη.
Ἐκεῖ τριγύρω ’ς τ’ Ἀρκαδιοῦ τό νεκρωμένο κάμπο,
μαυρίλα πλάκωσε πολλή, καί σύννεφα κοράκοι
τές σάρκες τρῶνε τῶ νεκρῶ __ καί γίνονται τῶ ζωντανῶ
555                        τῶ μαυρισμένω τῶ πουλιῶ τά σωτικά οἱ τάφοι,    
ἐκείνω πού ἁγιάσανε μ' ἀληθινή θυσία,
οἱ μυρισμένες οἱ ψυχές, τό ἄσαρκο τό πνεῦμα.
Ἄνθρωπος δέν ἀποκοτᾷ ἐκεῖ νά διαφυλάξῃ.

Περάσανε τρεῖς μέραις.
560                        Καί τότες κατεβήκανε οἱ χριστιανοί ’ς τ’ Ἀρκάδι.             
Ὅσ' εἴχανε φίλους καί παιδιά ἤ συγγενεῖς 'κεῖ μέσα,
ἤλθανε γιά νά ἕβρουνε καθένας τό δικό του,
καί λίγη γῆ νά σκάψουνε, ἀνάπαψι νά δώσουν
’ς τό νεκρωμένο τό κορμί τοῦ μάρτυρα ἐκείνου.
565                        Θώριες νά σκύφτῃ ’ς τούς νεκρούς τῶ ζωντανῶ τό σῶμα.
Νανεγυρεύουν τἄψυχα κ' αἱματωμένα μέλη.
Νά πολεμοῦν 'ποφόρεσι, ἀπό κανέν σημάδι
ν' ἀνεγνωρίσουν τό νεκρό τ' ἀγαπημένου ἀνθρώπου,
νά δέρνουνε τήν κεφαλή, νά κοπανίζουν τά μεριά,
570                        νά τρέχουνε τά δάκρυα, ν' ἀναστενάζουν κλαίοντες          
καί ν' ἀνεστολοχοῦνται[31].

Σ' τήν τράπεζα πολλοί νομᾶτοι μπαίνουν.
θωροῦν μέ φρίκη φοβερή τἀδέλφια τως σφαγμένα.
Καί δέν ἠξεύρω πῶς, γιατί,
575                        ἀντί νά θάψουν τούς νεκρούς, τούς σταίσανε ὁλόρθους.  
Κ' ἑμοιάζανε μέ ζωντανούς, μέ κεφαλές γερμένες.
Χρόνοι περάσανε πολλοί, κι' ὁλόρθοι στέκανε ἐκεῖ,
τά γαριασμένα ἄλυωτα, τά τρομερά κουφάρια.
Κ' ἐπεριμέναν ἄφωνα ἐκδίκησι νά δοῦνε.
580                        __Κ' εὑρέθηκ' ἕνας Χριστιανός, τῶ Τούρκω ψυχοπαίδι,    
κ' ἐπαρακίνησε πολύ
τούς καλογέρους τῆς Μονῆς, λάκκους βαθειούς ν' ἀνοίξουν,
και μέσα κεῖ νά ρίξουνε τά ἄλυωτα κουφάρια.
Καί σήμερα;
585                        Τοῖχοι μέ λάκκους τῶν μπαλλῶν, χωρίς στεγή, χωρίς ἀνθρώπους μέσα,  
κι' ἀπόξ' ἀπόξω τῆς Μονῆς, τό χτίρι ἑνός μύλου,
γεμάτο κόκκαλα γδυμνά, μ' ἕνα στεφάνι δάφνης,
μέ τή σημαία της Μονῆς, τή δοξασμένη κείνη,
μᾶς ἐνθυμίζου πάντοτε πώς τά ρημάδια τῶ χτιριῶ,
590                        καί τ’ ἁγιασμένα λείψανα πού βρίσκουνται ’ς τό μύλο,     
εἶναι τοῦ πατριωτισμοῦ καρποί, τς’ ἐλευθεριᾶς οἱ σπόροι.

† Ὁ Ρεθύμνης ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ

·

Τό δεύτερο ποιητικό κείμενο τοῦ Διονυσίου Καστρινογιαννάκη πού δημοσιεύεται ἐδῶ, ἀπαγγέλθηκε ἀπό τόν ἴδιο τήν 25η Μαρτίου 1909 στόν μητροπολιτικό ναό τῆς πόλης τοῦ Ρεθύμνου στά πλαίσια τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐπετείου τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας. Τό ποίημα αὐτό ἄν και μικρότερο σέ ἔκταση ἀπό τό προηγούμενο, δέν ὑστερεί καθόλου σέ λογοτεχνική ἀξία. Ἐκφράζει παραστατικά τόν πόθο γιά ἕνωση μέ τή μητέρα Ἑλλαδα ὄχι μόνο τῶν ἀλύτρωτων περιοχῶν, ἀλλά και ἐκείνων πού -ὅπως ἡ Κρήτη- ἔχουν ἤδη ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν δυνάστη και βρίσκονται ὑπό καθεστώς αὐτονομίας. Τό κείμενο αὐτό εἶναι ἐντελώς ἄγνωστο καί ἀναδημοσιεύεται γιά πρώτη φορά μετά τήν πρώτη του δημοσίευση στο φύλλο τῆς 7ης Ἀπριλίου 1909 τῆς ἐφημερίδας Ἕνωσις[32]. Ἡ προσπάθεια χωρισμοῦ τοῦ κειμένου σέ δεκαπεντασύλλαβους στίχους ὀφειλεται στόν συντάκτη αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου.

[25η Μαρτίου]

Αἰῶνες μέσα σέ σκλαβιά, τό ἔθνος μας κοιμοῦνταν,
ὕπνο βαρύ, ἀξύπνητο, τοῦ θανατᾶ τόν ὕπνο.
Μιά μέρα ἐξημέρωσεν ἡ σημερνή ἡμέρα.
Ὁ ἥλιος της ἐξύπνησε τό κοιμισμένο ἔθνος,
5          καί λεοντάρι ἄγριο, την ἀλυσίδα σπάζει.         
Κάνει ἀπ' αὐτή τά ὅπλα του, κάνει βουνά λημέρια,
καί κάθε τρύπα καί λαγκό τοῦ χάρου κάνει στόμα,
καί Λευθεριᾶς ξεπόρισμα.
Κι’ ἐκεῖ ὁ χάρος ἔτρωγε τόν τύραννο τοῦ ἔθνους,
10        κι' ἐκεῖθεν ἐξεπόριζε τῆς Λευθεριᾶς τ' ἀέρι.    
Καί λιγοστεύγει ὁ ἐχθρός, κι' ἡ Λευθεριά ξαπλώνει,
ὥσπου καί πάλι πρόβαλε, ἐλευθεριά γεμάτη,
τοῦ τιμημένου ἔθνους μας ἡ δοξασμένη μάνα.
Ἡ μάννα ὁλομόναχη–
15        Ἑλεύθερη ἡ μάνα, καί σκλάβα κάθε κόρη της.     
κι' ἡ Κρήτη τό στολίδι της κι' αὐτή χωρίς τή μάνα.
Κι' ἔκαιγ' ὁ πόνος καί τσή δυό νά σμίξουνε ὁμάδι.
Παλαίβγ' ἡ Κρήτη τόν ἐχθρό ὁλόκληρο αἰῶνα,
κι' ἔχυσεν αἷμα ἄφθονο κι' ἔχασε πλοῦτος ἄλλο,
20        κι' ἠγόρασε μυριάκριβα τή Λευθεριά ἡ Κρήτη.    
Καί σήμερα ἐλεύθερη, σμιχτή με τήν Ἑλλαδα,
ἡ Κρήτη μας περήφανη,
μ' ἀσφαλισμένη τή ζωή, μέ βέβαιο τό μέλλο,
ὁμάδι στρέφουνε τό νοῦ ’ς τήν περασμένη δόξα,
25        τσή χρόνους ποὔδωκαν ζωή ’ς τό ναρκωμένο ἔθνος,     
ἡ ἐθνική μας ἀνδρειά, ἡ πίστη ’ς τό θεό μας,
τό θάρρος ’ς τάς δυνάμεις μας ’ς τοῦ γένους μας τή φλόγα:
Στρέφουν ἐκεῖ κι' οἱ δυό τό νοῦ.
Θωρεῖ ἡ μάννα 'κστατική τή μπλάβη της σημαία,
30        νά τήν ὑψών' ὁ Γερμανός, ’ς  τσ' Ἁγίας Λαύρας τό ναό,  
νά μεγαλώνῃ μονομιᾶς
κι’ ὁ ἴσκιος της ὁ δροσερός, νά σκιάζῃ χώραις καί νησιά,
καί νά δροσίζει σύνορα ’ς τήν Ἀλεξάνδρεια κάτω,
καί πάν' ἀπό τήν Πόλι,
35        καί να 'γκολπόνεται βουνά, πού ἄλλοι σήμερα κρατούν, 
καί κάθε της κυματισμός καί κάθε φύσημά της,
ν' ἀνάβγῃ φλόγες καί καπνούς, ’ς τσή χώραις πού διαβαίνει.
Θωρεῖ ἡ μάνα σήμερα σάν ὄνειρα ἐκεῖνα,
Ποὖσαν ἐλπίδες ζωντανές σ' τά στήθια τῶ παιδιῶ της,
40        σ' τσή χρόνους κείνους τσή ζωῆς, τσή ἐθνικῆς ζωῆς μας, 
καί νά 'ξηγήσῃ δέ μπορεῖ πῶς ξάπλων' ἡ σημαία,
σέ τόσους τόπους μακρυνούς...
Τό λογισμό της τόν θωρεῖ τσή μάνας της ἡ Κρήτη.
Εἶνε, τσή λέει, χώραις σου..Εἶνε δικά σου μάνα.
45        ―Γύρισε πίσω μάνα μου σέ κείνου σά τσή χρόνους.
―Ἀέρα πᾶρ' Ἑλληνικό, παραίτα ξέν' ἀέρι.
―Βάλε καί πάλι ’ς τή ψυχή τή φέξη ποῦχαν κεῖνοι,
καί τήν καρδιά Σου γέμισε μέ τή μεγάλ' ἐλπίδα,
πώς κι' ἄλλη μέρα θέ νά 'ρθῇ πού
κι' ἀλλο χέρι θά βρεθῇ σάν τῶν Πατρῶν τοῦ Γερμανοῦ,                                 
καί θά κρατήσῃ ὔψηλά τήν ἐθνική σημαία,
50        γιά νά σκιασθοῦν ς' τόν ἤσκιο της τά ἔρμα τά παιδιά σου.

Το φύλλο στο οποίο δημοσιεύθηκε το ποίημα.



(Δημοσιεύθηκε στο: Χαριστήριος τόμος Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Τιμοθέου, Ηράκλειον 2001, σ.σ. 389-416).




[1]Γιά τόν Διονύσιο Καστρινογιαννάκη, Ἐπίσκοπο Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου (1881-1882 και 1896-1910) καί Χερρονήσου (1882-1896), βλέπε ένδεικτικά: --Ἐφημ. Δρᾶσις Ρεθύμνου, φ. 9 (20-6-1910), ὅπου δημοσιεύονται ἐπικήδειοι ἀπό τούς Μάρκο Δασκαλάκι καί Μιχ. Πρεβελάκι (ὅλο το φύλλο εἶναι ἀφιερωμένο στόν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου). --Ἐλευθερίου Βενιζέλου (ἀνωνύμως), Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος, ἐφημ. Κῆρυξ Χανίων, φ.163 (15-6-1910). [--Ἐμμανουήλ Γενεράλη, Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος, Ἀσπίς Χανίων, 11 (1910), σ.  6. --Μάρκου Δασκαλάκι, Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος, Ἐκκλησιαστικός Φάρος, 6 (1910), σσ. 51-55. --Πέτρου Μανουσάκη, Ἐπικήδειος εἰς τόν νεκρόν τοῦ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονυσίου, ἐφημ. Δρᾶσις Ρεθύμνου, φ. 10 (29-6-1910) καί 11 (14-7-1910). --Πέτρου Μαρκάκη, Ἕνα σπουδαῖο λογοτεχνικό κείμενο τοῦ Ἐπισκόπου Διονυσίου Καστρινογιαννάκη, Ὁ Αἰῶνας μας, 4 (1949), σσ. 106-109. --Ἀνδρέα Νανάκη, Τό Ἐπισκοπικό ζήτημα 1880-1882 καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, Κατερίνη 1992, σσ.128-149.  --Τ. Ξανθουδίδη, Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος Κατστρινογιαννάκης (δακτυλογραφημένο βιογραφκό σημείωμα πιθανῶς ἀδημοσίευτο). --Ὁ Ρεθύμνης Διονύσιος, Ἐθνικόν Ἡμερολόγιον 1902  Κων.Φ.Σκόκου, σσ. 305-319. --Γ. Σταυρακάκη,  Ὁ ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος, Κρητική Ἑστία, 189 (1968), σσ. 543-551.  --Θεοδώρου Τζεδάκη, Διονυσίου Καστρινογιάννη, ἐπισκόπου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, Λόγος ἐπί τῇ ἀνακομιδῇ τῶν λειψάνων τοῦ ἀδελφοῦ αύτοῦ μητροπολίτου Κρήτης Τιμοθέου, Νέα Χριστιανική Κρήτη,  2 (1989) σσ.  177-196. --Τοῦ ἴδιου, Λόγος τοῦ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονυσίου Καστρινογιάννη εἰς τήν ὁλοκαύτωσιν τοῦ Ἀρκαδίου, Νέα Χριστιανική Κρήτη, 3 (1990), σσ. 9-24. --Τοῦ ἴδιου, Λόγος ἕτερος τοῦ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονυσίου Καστρινογιάννη εἰς τήν ὁλοκαύτωσιν τοῦ Ἀρκαδίου, Νέα Χριστιανική Κρήτη, 4 (1990), σσ. 175-191.
[2]Γιά τόν Τιμόθεο Καστρινογιαννάκη βλ.  Ἀνδρέα Νανάκη, ὅ.π., σσ.151-161.
[3]Ἀ.Νανάκη, ὅ., σσ. 133-149.
[4]Βλ. σχετικά Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου, Ἡ ἐξαθλίωση τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τοῦ διαμερίσματος Ρεθύμνου κατά τά ἔτη 1896-1898 καί ἡ ρωσική ἀνθρωπιστική βοήθεια, Κρητολογικά Γράμματα, 14(1898), σσ. 181-201.
[5]Ἀριθμ. πρωτ. 2490 τῆς 3 Ἰουνίου 1897.
[6]Ἡμερολόγιον Σκόκου, .π., σ. 306.
[7]Γιά τίς σχέσεις του μέ τόν πρίγκιπα Γεώργιο βλέπε Διονύσιος Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου πιστότατος τῇ Α.Β.Ὑψηλότητι τῷ Πρίκγιπι Γεωργίῳ τῆςἙλλάδος τέως Ὑπάτῳ Ἁρμοστῇ Ἐν Κρήτῃ ἔργοις δεικνύμενος, Ἐν Ἱεραπέτρῳ 1906. Γιά τό ἴδιο θέμα βλ. ἐπίσης, [Ὁ] Ἁρμοστής καί  ὁ Ἐπίσκοπος, ἐφημ.. Ἀθῆναι, φ.143 (13-3-1907).
[8]Ἔργα τῶν χεριῶν του εἶναι οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς Ἀρκαδίου, ἀλλά καί τά σχέδια τοῦ ἴδιου τέμπλου, τοῦ ἡγουμενείου καί τοῦ ξενῶνα τῆς Μονῆς, καθώς καί τοῦ ἐπισκοπικοῦ μεγάρου στό Ρέθυμνο.
[9]ὅ.π., σημ. 1.
[10]Ἡ ἐπέτειος τῆς ὁλοκαύτωσης τῆς μονῆς Ἀρκαδίου ἄρχισε νά τιμᾶται στήν Κρήτη καί εἰδικότερα στό Ρέθυμνο, ἀπό τό ἔτος 1884, δηλαδή  δεκαοκτώ χρόνια μετά τό ὁλοκαύτωμα. Ἡ μέχρι τότε ἀπουσία ἑορτασμοῦ προφανῶς ὀοφειλόταν στό γεγονός ὅτι ἡ Τουρκική Διοίκηση δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ ἐκδηλώσεις μνήμης γιά γεγονότα πού στρέφονταν ἐναντίον της. Γιά τούς λαμπρούς ἑορτασμούς τῶν ἐτῶν 1884 καί 1885 βλ. ἐφημ. Ἀρκάδιον, φ. 10-11-1884 καί 23-11-1885 καί Γιάννη Παπιομύτογλου, Ὁ Θεατρικός Σύλλογος Ρεθύμνης "Αἱ Μοῦσαι" 1884-1886, Προμηθεύς ὁ Πυρφόρος, 40 (1984), 377-385. 
[11]Σωματεῖο μέ ὑπερεικοσαετῆ πλούσια καί πολυσχιδῆ δράση. Γιά τόν Φ.Σ.Ρ. βλ. Μιχ. Γ. Πρεβελάκι, Κωνσταντῖνος Πετυχάκης, ἐφημ. Κρητική Ἐπιθεώρησις, φ. 9-5-1939 καί Γιάννη Παπιομύτογλου, Ὁ Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ρεθύμνης, Δούρειος  Ιππος τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, 16 (1987).
[12]Ἡ αἴθουσα βρισκόταν νότια τοῦ ναοῦ τῶν Εἰσοδίων καί μέ τόν ἴδιο προσανατολισμό πρός αύτόν. Ἦταν γνωστή σάν αἴθουσα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἤ αἴθουσα τῆς Δημοτικῆς Σχολῆς καί γιά ἕνα διάστημα –ἐπί Κρητικῆς Πολιτείας–  ὡς αἴθουσα τοῦ Πρίγκηπος Γεωργίου. Γι' αὐτήν βλέπε: --Ἐμμανουήλ Λουρωτοῦ, Τό Δημοτικόν Σχολεῖον Ρεθύμνης πρό τοῦ 1884, Προμηθεύς ὁ Πυρφόρος, 60 (1927). --Ν.Β.Δρανδάκη, Ἡ αἴθουσα τῶν 3 Ἱεραρχῶν, ἐφημ. Κρητική Ἐπιθεώρησις, φ. 5-2-1947. --Γιάννη Παπιομύτογλου, Ἡ αἴθουσα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Ἐνοριακή Παρουσία, 2 (1998), 8-10.
[13]Περιέργως ἡ ἐφημερίδα Ἀναγέννησις, ἡ μόνη πού ἐκδιδόταν τότε στό Ρέθυμνο, ὄχι μόνο δέν ἀναδημοσιεύει τόν λόγο, ἀλλά στήν περιγραφή τῆς ἐκδήλωσης περιορίζεται νά σημειώσει: Ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κ. Διονύσιος ἀπηγγειλεν ἐνώπιον πολυπληθοῦς καί ἐκ καλοῦ κόσμου ἀκροατηρίου ἐκτενές ποίημα ἀναφερόμενον εἰς τήν ὁλοκαύτωσιν τοῦ Ἀρκαδίου.
[14]Π. Μαρκάκη, ὅ.π., σημ. 1.
[15]Ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ Φιλεκπαιδευτικοῦ Συλλόγου Ρεθύμνης, 8η Νοεμβρίου 1900, ἐπετείῳ τῆςὁλοκαυτώσεως τοῦ Ἀρκαδίου, Λόγος τῆς Αύτοῦ Θεοφιλίας τοῦ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Κυρίου Κυρίου Διονυσίου, Ἐν Χανίοις, ἐκ τοῦ τυπογραφείου "Ἡ Πρόοδος" Ε.Δ.Φραντζεσκάκη, 1900.
[16]Ἡμερολόγιον Σκόκου, ὅ.π., σημ. 1.
[17]Πιθανότατα γραμμένο ἀπό τόν ἴδιο τόν Διονύσιο.
[18]Στήν ἐπέτειο τοῦ Ἀρκαδιοῦ, λόγος τῆς Αὐτοῦ Θεοφιλίας τοῦ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Κυρίου Κυρίου Διονυσίου, Νουμάς, 398 (27 τοῦ Θεριστή 1910), σσ.1-3.
[19]Π.Μαρκάκη, ὅ.π., σημ.1.
[20] Τεῦχος 79/90 (1958), σσ. 29-30.
[21] Θεοδώρου Τζεδάκη, Λόγος τοῦ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονυσίου Καστρινογιαννάκη εἰς τήν ὁλοκαύτωσιν τοῦ Ἀρκαδίου, Νέα Χριστιανική Κρήτη, 3 (1990), σσ. 9-24.
[22] Παίζω στο κρητικό ιδίωμα σημαίνει και πυροβολώ.
[23] Ζάλο = βήμα.
[24] Ντελόγω = ἀμέσως
[25] Χοχλακῶ = κοχλάζω.
[26] Ἐφθάσανε ἀγλακηχτοί = Φτάσανε τρέχοντας.
[27] Ἐγρῆκας = ἄκουες.
[28] Ἀλλησλοῆς = διαφορετικά, ἀλλιώτικα.
[29] Νιζάμης = στρατιώτης.
[30] Έννοεῖ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ.
[31] Ἀναστολουχῶ = κλαίω μέ ἀναφιλητά
[32]Ἕνωσις κυκλοφόρησε στό Ρέθυμνο ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1908 μέχρι τόν Ἰούλιο τοῦ 1909 ἀπό τούς Βασίλειο Σ. Καλαϊτζάκη (ἐκδότη), Μενέλαο Μ. Παπαδάκι (ὑπεύθυνο συντάκτη) καί Νικόλαο Ἐ. Ἀστρινό (διευθυντή). Δέν σώζεται σέ καμιά βιβλιοθήκη καί ἐντοπίσθηκε πρόσφατα στήν κατοχή ἰδιώτη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου