Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΡΗΤΗΣ ΜΑΧΜΟΥΤ ΤΖΕΛΑΛΕΝΤΙΝ ΠΑΣΑ (1894).

 

Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου

  

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΡΗΤΗΣ

ΜΑΧΜΟΥΤ ΤΖΕΛΑΛΕΝΤΙΝ ΠΑΣΑ (1894).

 

Ποιος ήταν ο Μαχμούτ πασάς

Ο Μαχμούντ Τζελαλεντίν Πασάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1839. Ανήκε στην υψηλή κοινωνική τάξη των Οθωμανών, γι’ αυτό έλαβε καλή μόρφωση σε ιδιωτικά σχολεία. Εκτός από Τουρκικά γνώριζε Αραβικά, Περσικά και Γαλλικά. Στις βιογραφίες του χαρακτηρίζεται πολιτικός, καλλιγράφος, μουσικοσυνθέτης και ποιητής.


Επομένως θα ανέμενε κανείς, αυτός ο μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος,  να είναι ευγενικός και ήπιος χαρακτήρας, όμως οι Κρητικοί είχαν τη χειρότερη γνώμη γι’ αυτόν και ήταν πολύ μισητός από τους χριστιανούς της Κρήτης. Υπηρέτησε σε πολύ υψηλές θέσεις του Οθωμανικού κράτους, όπως υπουργός Εμπορίου και Δημοσίων Έργων, πέφτοντας όμως συχνά σε δυσμένεια. Στην Κρήτη ήλθε αρκετές φορές με διάφορες αποστολές. Πρώτη φορά ήρθε το 1867, μεσούσης της Μεγάλης Κρητικής Επανάσταση, συνοδεύοντας τον Μεγάλο Βεζύρη Μεχμέτ Ααλή Πασά, ως Γραμματέας του. Δεύτερη φορά ήλθε στην Κρήτη το 1877 με αποστολή να ηρεμήσει τα οξυμένα πνεύματα στο Νησί, που βρισκόταν και πάλι στα πρόθυρα νέας επανάστασης. Το 1889 ήλθε στη Κρήτη για τρίτη φορά με αποστολή να καταστείλει την εξέγερση των διχασμένων Κρητικών. Τέταρτη και τελευταία φορά ήλθε το 1891, όταν με φιρμάνι του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ διορίστηκε, από 1 Σεπτεμβρίου 1891 Γενικός Διοικητής Κρήτης και παρέμεινε σ’ αυτήν τη θέση μέχρι τον Αύγουστο του 1894.

Ο ίδιος θεωρούσε την τοποθέτησή του στην Κρήτη ως εξορία και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ανακληθεί στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια της θητείας του σ’ αυτήν τη θέση υπέβαλε πολλές παραιτήσεις, χωρίς καμιά να γίνει αποδεκτή. Μάλιστα σε μια που υπέβαλε τον Δεκέμβρη του 1893, επικαλέστηκε πρόβλημα υγείας στα μάτια του, αλλά ο Σουλτάνος αντί να τον ανακαλέσει του έστειλε, κατά μία εκδοχή, έναν οφθαλμίατρο κατά μίαν άλλη ένα ζεύγος γυαλιά. Ίσως αυτή η δυσμένεια εκ μέρους της Πύλης, να ήταν ο λόγος που η συσσωρευμένη του οργή ξεσπούσε πάνω στους χριστιανούς της Κρήτης, με αποκορύφωμα την εκτέλεση με απαγχονισμό πέντε Κρητικών τον Γενάρη του 1894[1].

Η Απόπειρα

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 16 Ιουλίου 1894 άγνωστοι αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον  Γενικό Διοικητή Κρήτης Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασά.


Αναλυτικά το περιστατικό έχει ως εξής: 
Ο Μαχμούτ διέμενε στη θερινή του κατοικία στη Χαλέπα Χανίων κοντά στα Ταμπακαριά, όπου είχε μεταφέρει και το γραφείο του. Αργά το βράδυ της 16ης προς 17η Ιουλίου ο Μαχμούτ βρισκόταν στο γραφείο του στο ισόγειο της κατοικίας και είχε συνάντηση με τον με τον Καδή (Ιεροδίκη) των Χανίων και ένα φίλο του Αρμένιο από την Προύσα της Τουρκίας. Το παράθυρο προς τον δρόμο ήταν ανοιχτό λόγω του καύσωνα. Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί από τον δρόμο και ο Μαχμούτ έγειρε αιμόφυρτος πάνω στο γραφείο του. Πάνω στον πανικό και την αναστάτωση που επικράτησε, ουδείς σκέφτηκε να σπεύσει προς αναζήτηση και σύλληψη των δραστών. Όταν αυτό έγινε ήταν πλέον αργά, οι δράστες είχαν εξαφανιστεί. Ο Μαχμούτ είχε τραυματιστεί στο μέτωπο, αλλά όχι πολύ σοβαρά. Το γεγονός κρατήθηκε μυστικό μέχρι την επομένη και μόνο στους Προξένους ανακοινώθηκε αμέσως, οι οποίοι έσπευσαν να επισκεφθούν τραυματία, αφού τηλεγράφησαν και ενημέρωσαν τις κυβερνήσεις τους σχετικά. Η πρόσκαιρη απόκρυψη της απόπειρας οφειλόταν στον φόβο εκδήλωσης ταραχών και πράξεων εκδίκησης εκ μέρους των Οθωμανών εις βάρος των Χριστιανών. Ο Μαχμούτ τηλεγράφησε αμέσως στην Πύλη ότι άγνωστοι επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν και ζήτησε να του επιτραπεί να αναχωρήσει από την Κρήτη για Κωνσταντινούπολη μόλις το επιτρέψει η υγεία του. Μόλις μια εβδομάδα αργότερα, τη Δευτέρα 24 Ιουλίου 1894, έφτασε στα Χανιά ο αντικαταστάτης του Τουρχάν Πασάς. Είναι πολύ πιθανό να είχε αποφασιστεί η αντικατάσταση του Μαχμούτ και απλώς συνέπεσε με την απόπειρα δολοφονίας του. Άλλωστε ήταν σε δυσμένεια και αυτό φαίνεται από το διάταγμα αντικατάστασής του, όπου χρησιμοποιείται ό όρος επαύθη αντί του συνήθους παρητήθη.  Ο Μαχμούτ αναχώρησε οικογενειακώς εσπευσμένα από την Κρήτη την επομένη της άφιξης του αντικαταστάτη του Τουρχάν Πασά, με το ίδιο πλοίο που ο τελευταίος έφτασε στα Χανιά.

Οι έρευνες και οι συλλήψεις

Όπως ήταν αναμενόμενο, το πρωτοφανές αυτό περιστατικό προκάλεσε αναστάτωση στην κοινή γνώμη των Χανίων και τη σφοδρή αντίδραση των Αρχών. Υπήρχε ο φόβος να ξεσπάσουν ταραχές με το μουσουλμανικό στοιχείο να καταφέρεται κατά του χριστιανικού, το οποίο θεωρούνταν υπεύθυνο για την απόπειρα. Η Αστυνομία και γενικότερα οι τουρκική διοίκηση δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η απόπειρα δολοφονίας του Γεν. Διοικητή ήταν έργο χριστιανών. Ούτε στιγμή δεν απασχόλησε τις Αρχές το επιχείρημα ότι οι χριστιανοί δεν είχαν συμφέρον να πράξουν κάτι τέτοιο αφού ήταν σίγουρο ότι οι υπόνοιες θα έπεφταν πάνω τους και θα υφίσταντο τις συνέπειες.

Η τακτική δικαιοσύνη παραμερίστηκε και τις ανακρίσεις ανέλαβε τετραμελής επιτροπή, που αποτελούσαν ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής, δηλαδή επρόκειτο για έκτακτο στρατοδικείο. Αμέσως άρχισαν συλλήψεις εκατοντάδων χριστιανών, ανδρών και γυναικών αδιακρίτως, κυρίως κατοίκων της Χαλέπας. Επειδή τα βυρσοδεψεία (ταμπακαριά) βρίσκονταν κοντά στην κατοικία του Μαχμούτ, συνελήφθησαν όλοι οι βυρσοδέψες το πρωί της Τρίτης (17/7) καθώς προσέρχονταν στη δουλειά τους. Ακολούθησε η σύλληψη και φυλάκιση των χριστιανών δημογερόντων της Χαλέπας και αρκετών χριστιανών της περιοχής με παράλληλη εξονυχιστική έρευνα των κατοικιών τους. Μεταξύ των άλλων κατοικιών διενεργήθηκε έρευνα  και στο σπίτι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πληρεξουσίου Χανίων, γεγονός που δυσαρέστησε και εξόργισε του χριστιανούς των Χανίων.

Στο σπίτι του Σοφοκλή Κουντάκη βρέθηκαν κρυμμένα όπλα, γεγονός που ήταν αρκετό για να οδηγηθεί όλη η οικογένεια στη φυλακή συμπεριλαμβανομένων των κοριτσιών και των μικρών παιδιών. Τον Σοφοκλή Κουντάκη ανέκρινε με άγριο ξυλοδαρμό ο ίδιος ο πρόεδρος του στρατοδικείου. Αφού δεν πέτυχε τίποτα διέταξε τους στρατιώτες να τον πάρουν και να τον οδηγήσουν δήθεν στην αγχόνη. Αφού και αυτό το τέχνασμα δεν έφερε αποτέλεσμα, τον επανάφεραν στη φυλακή.

Το ίδιο τέχνασμα εφαρμόστηκε και κατά του Χριστούλη Κτενιαδάκη, ο οποίος όμως πίστεψε ότι πάει για εκτέλεση και πάνω στην απελπισία του όρμησε σε έναν στρατιώτη και του απέσπασε το όπλο, το οποίο -δυστυχώς γι’ αυτόν- ήταν άδειο. Τότε οι στρατιώτες έπεσαν επάνω του και τον ξυλοκόπησαν τόσο άγρια, που τον άφησαν ημιθανή. Συνελήφθησαν επίσης όλα τα μέλη των οικογενειών Λαρεντζάκη και Παπαδάκη που απαγχονίσθηκαν αδίκως από τον Μαχμούτ τον Γενάρη του ίδιου έτους.


Μάλιστα ο πατέρας του απαγχονισθέντος Γ. Παπαδάκη ιερέας  Παπά-Πέτρος θεωρήθηκε ύποπτος επειδή μετά τον απαγχονισμό του γιου του, άφησε το χωριό του Λουτράκι Κυδωνίας και εγκαταστάθηκε στη Χαλέπα, όπου έγινε η απόπειρα.

Είναι προφανές ότι προκειμένου να αποσπάσουν ομολογίες χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα. Άγριοι βασανισμοί κατά πάντων, ανδρών και γυναικών και όχι μόνο των υπόπτων αλλά και των απλών μαρτύρων. Για να αντιληφθούν πληρέστερα οι αναγνώστες την αγριότητα της κατάστασης παραθέτω αυτολεξεί δύο αποσπάσματα από εφημερίδες των Αθηνών, τα οποία στηρίζονται σε επιστολές εκ Χανίων:

…Είνε δε φρικτά και αποτρόπαια τα βάσανα εις τα οποία τους υποβἀλλουσι. Τα της Ιεράς Εξετάσεως θα ωχρίων προ της αγριότητος τούτων. Τους τυραννούν διά να μαρτυρήσωσιν ό,τι δεν γνωρίζουσι. Αι ανηλεείς μαστιγώσεις είνε αι αβρότεραι θωπείαι διά τους δυστυχείς ανακρινομένους. Υποβάλλουν αυτούς εις φρικτά και άγρια βασανιστήρια απεριγράπτου θηριώδους επινοίας…

…Άνθρωποι ευυπόληπτοι, καταστηματάρχαι, κτηματίαι και γεωργοί, ως μάρτυρες και ύποπτοι συλληφθέντες, απολυόμενοι, -όσοι απολύονται- είνε ως τρελλοί, δι’ όσα είδον και έπαθον...

Η σύλληψη των δραστών

Πέρασε σχεδόν ένας μήνας από την ημέρα της απόπειρας και το αποτέλεσμα των συλλήψεων, ανακρίσεων και βασανισμών ήταν μηδενικό. Οι έρευνες είχαν φτάσει σε αδιέξοδο όταν στις 10 Αυγούστου κυκλοφόρησε η φήμη ότι συνελήφθησαν τρεις νεαροί ως δράστες της απόπειρας κατά του Μαχμούτ και ότι οι δύο ήταν από τον Αποκόρωνα και ο τρίτος από τη Χαλέπα. Πράγματι δυο τρεις μέρες μετά δημοσιεύθηκε σε εφημερίδες των Αθηνών η σύλληψη των δραστών με αναλυτικές πληροφορίες, που προέρχονταν από επιστολές εκ Χανίων. Σύμφωνα με αυτές οι τρεις νεαροί (κάτω των είκοσι ετών) κατοικούσαν στη Χαλέπα και μετά την απόπειρα αναχώρησαν από εκεί, κάτι που τους κατέστησε ύποπτους και άρχισε η αναζήτησή τους. Τελικά έφτασε στις Αρχές η πληροφορία ότι κρύβονταν στο χωριό Κεφαλάς Αποκορώνου, αλλά πριν τους συλλάβουν πρόλαβαν και αναχώρησαν από την Πλάκα Αποκορώνου με πλοιάριο ιδιοκτησίας κάποιου Όθωνα Αποκορωνιώτη. Αμέσως δόθηκε εντολή στο πολεμικό πλοίο «Ισμαήλ», που ναυλοχούσε στη Σούδα, να σπεύσει προς αναζήτησή τους. Σύντομα εντοπίστηκε το πλοιάριο να πλέει ανοιχτά της θέσης Σταυρός Ακρωτηρίου, οπότε και τούς συνέλαβαν μαζί με τον ιδιοκτήτη του πλοιαρίου και τον βοηθό του.. Επρόκειτο για νεαρά παιδιά, που ο μεγαλύτερος ήταν 18 ετών και τα ονόματά τους ήταν Ιωάννης Παπαδάκης ή Βολοσυράκης, Ηλίας Κουκλάκης και Ι. Γαλανάκης. Κλείστηκαν στις φυλακές και λίγες μέρες μετά έγινε γνωστό ότι ομολόγησαν. Ουδείς γνωρίζει αν η ομολογία ήταν αποτέλεσμα βασανισμού ή φόβου λόγω του νεαρού της ηλικίας.

Η δίκη και οι ποινές

Κάποια στιγμή έγινε η δίκη σε πρώτο βαθμό, πιθανόν τον Οκτώβριο, τόσο για τους τρεις κατηγορούμενους όσο και για τους δύο ναυτικούς, που τους βοήθησαν να αποδράσουν, αλλά δεν έχουμε πληροφορίες ούτε για το δικαστήριο ούτε για τις ποινές.  Έχουμε όμως πληροφορίες για τις δίκες σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο Χανίων. Το Εφετείο ήταν 5μελές με τρεις Χριστιανούς δικαστές και δύο Οθωμανούς. Προηγήθηκε η δίκη των δύο ναυτικών, η οποία έγινε στις αρχές Νοεμβρίου και καταδικάστηκαν, ο μεν πλοίαρχος Όθων Αποκορωνιώτης[2] σε φυλάκιση ενός έτους, ο δε ναύτης του σε φυλάκιση 6 μηνών.

Η δίκη των κατηγορουμένων για την απόπειρα δολοφονίας του Μαχμούτ Πασά έγινε στα μέσα Νοεμβρίου 1894. Η ανώτερη ποινή που προέβλεπε ο ποινικός νόμος εκείνης της εποχής, για απόπειρα δολοφονίας από πρόθεση ήταν 15 χρόνια κάθειρξη. Οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν: Στον τον Ηλία Κουκλάκη, ως φυσικό αυτουργό, 25 χρόνια και στους Ι. Γαλανάκη και Ι. Παπαδάκη, ως συνεργούς 15 και 10 χρόνια αντίστοιχα. Το δικαστήριο δικαιολόγησε την ποινή των 25 χρόνων, που ήταν πάνω από την προβλεπόμενη από τον νόμο, με το επιχείρημα ότι η απόπειρα στρεφόταν κατά κρατικού υπαλλήλου, ο οποίος βρισκόταν εν ώρα υπηρεσίας!

Η απόφαση προκάλεσε αγανάκτηση στους χριστιανούς των Χανίων και όχι μόνο. Η αγανάκτηση στρεφόταν κατά των τριών χριστιανών δικαστών, από τους οποίους ο χριστιανικός πληθυσμός περίμενε τουλάχιστον να τηρήσουν τον νόμο. Σε επιστολή εκ Χανίων δημοσιευμένη στην εφημερίδα Λευκά Όρη, που εκδιδόταν στην Αθήνα, εκφράζεται με σκληρά λόγια αυτή η αγανάκτηση κατά των χριστιανών δικαστών. Ιδού ένα απόσπασμα: …Άξιος ο μισθός των δικαστών, αι αραί δε των συγγενών των καταδικασθέντων να επιπέσωσιν επί της κεφαλής των δικαστών τούτων και επί των τέκνων των…

Βρισκόμαστε στο τέλος του 1894 και από το επόμενο έτος η Κρήτη εισέρχεται σε επαναστατική περίοδο (1895-1898), που καταλήγει στην Αυτονομία, οπότε βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι καταδικασθέντες απελευθερώθηκαν το αργότερο το 1898.

ΠΗΓΕΣ

·        Εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ» Αθηνών, 1894.

·        Εφημερίδα «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ» Αθηνών, 1894.

·        Εφημερίδα «ΛΕΥΚΑ ΟΡΗ» Αθηνών, 1894.



[1] Βλ. Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου, «Απαγχονισμοί στην Κρήτη το 1894, Χανια-Ρέθυμνο-Ηράκλειο», Χανιώτικα Νέα, 8-8-2025 και στο https://rethymniates.blogspot.com/2025/08/1894.html

[2] Δεν γνωρίζουμε αν το «Αποκορωνιώτης» δείχνει καταγωγή από τον Αποκόρωνα ή είναι επώνυμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου