Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΟ 1894

 Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου 

ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΟ 1894

Χανιά – Ρέθυμνο – Ηράκλειο

Το 1894, με το ξεκίνημα του νέου χρόνου και αφού είχαν περάσει οι γιορτές του δωδεκαημέρου, συνέβη ένα γεγονός που συντάραξε τους Κρητικούς. Τα ξημερώματα της 8ης Ιανουαρίου, ημέρα Δευτέρα, ταυτόχρονα και στις τρεις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, απαγχονίστηκαν πέντε άνθρωποι. Δύο στα Χανιά, δύο στο Ρέθυμνο και ένας στο Ηράκλειο. Οι εκτελέσεις έγιναν με σουλτανικό διάταγμα, το οποίο σίγουρα προκλήθηκε ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διοικητή Κρήτης Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασά. Το γεγονός προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο χριστιανικό στοιχείο της Κρήτης επειδή η θανατική ποινή δεν είχε εκτελεστεί για πολλά χρόνια και στην ουσία είχε σιωπηρώς καταργηθεί. Από το τέλος της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) και καθ’ όλη την περίοδο της Σύμβασης της Χαλέπας (1878-1889), οι Γενικοί Διοικητές Κρήτης (κυρίως χριστιανοί) δεν αποφάσισαν την εκτέλεση κάποιου θανατοποινίτη, παρότι υπήρξαν αρκετές θανατικές καταδίκες.

To

Μαχμούτ Τζελαλεντιν Πασάς
1889 με μια τελείως αψυχολόγητη ενέργεια η συντηρητική παράταξη της Κρήτης (οι λεγόμενοι Καραβανάδες), που έχασαν τις εκλογές στις 2 Απριλίου κήρυξαν την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα στις 6 Μαΐου. Την πράξη αυτή αποκήρυξε η Ελληνική Κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη, ενώ η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε το γεγονός και ανακάλεσε όλα τα προνόμια που παραχωρούσε στους Κρητικούς η Σύμβαση της Χαλέπας και ανάμεσα σ’ αυτά αυτό που προέβλεπε τον ορισμό χριστιανού στη θέση του Γενικού Διοικητή Κρήτης.

Έτσι ενώ είχε προηγηθεί από το 1877 μια σειρά χριστιανών διοικητών, από το 1889 αρχίζει ο διορισμός Τούρκων διοικητών με τρίτον στη σειρά τον Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασά, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του Γενικού Διοικητή από το 1891 έως τον Αύγουστο του 1894, οπότε αναχώρησε από την Κρήτη εσπευσμένα λόγω απόπειρας δολοφονίας και τραυματισμού του, γεγονός που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν πολύ μισητός στους χριστιανούς της Κρήτης.

Η είδηση των απαγχονισμών στην εφ. Μεσόγειος
Οι πηγές για τη σύνταξη του παρόντος κειμένου είναι κυρίως Αθηναϊκές εφημερίδες, που δημοσίευαν, δίκην ανταποκρίσεων, επιστολές από την Κρήτη με ανώνυμους αποστολείς. Στην Κρήτη, από το 1889, είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία εφημερίδων με εξαίρεση τις εφημερίδες «Μεσόγειος» στα Χανιά και «Ηράκλειον» στο Ηράκλειο, οι οποίες όπως ήταν φυσικό, απέφευγαν τη δημοσίευση κειμένων και ειδήσεων ενοχλητικών για το καθεστώς. Έτσι βλέπουμε η «Μεσόγειος» ένα τόσο συνταρακτικό γεγονός της εκτέλεσης πέντε ανθρώπων, να το προσπερνάει με ένα μονόστηλο μόλις 30 λέξεων.
Στο ίδιο φύλλο (8/1/1894) η «Μεσόγειος» δημοσιεύει την είδηση της απονομής χάρης σε τέσσερις καταδίκους από τον Νομό Ηρακλείου, προφανώς για να ελαττώσει την αλγεινή εντύπωση που προκάλεσαν οι απαγχονισμοί.

Αντίθετα η εφημερίδα «Ηράκλειον» κάνει εκτεταμένη αναφορά στο γεγονός  του απαγχονισμού στο Ηράκλειο, απ’ όπου αντλούμε τις πληροφορίες που δημοσιεύουμε εδώ.

Στα Χανιά

Η Porta Retemniota των Βενετών ή Καλέ Καπισί των
Οθωμανών, όπως τη σχεδίασε ο G. Gerola (Monumenti
Veneti... vol. 1, p. 461).
Τη Δευτέρα το πρωί της 8ης Ιανουαρίου 1894 οι Χανιώτες βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Έξω από την κεντρική πύλη της πόλης (Καλέ Καπισί) κρέμονταν δύο (ένας από κάθε πλευρά) απαγχονισμένοι. Όλες οι Αθηναϊκές εφημερίδες που δημοσίευσαν την είδηση του απαγχονισμού («Ακρόπολις», «Εθνική Σημαία», «Παλλιγγενεσία») γράφουν επί λέξει ότι ο απαγχονισμός έγινε «…ἐν ἑκατέρα τῶν θυρῶν της πόλεως…» και δημιουργείται η εντύπωση ότι έγιναν απαγχονισμοί και στις δύο βασικές πύλες της πόλης, Καλέ Καπισί και Κουμ Καπί. Το θέμα αποσαφηνίζεται από το εξής απόσπασμα της εφημερίδας «Εθνική Σημαία»: «…μετεφέρθησαν εἰς Καλεκαπησί ἔνθα εἶχε στηθεί ἀγχόνη καί ἀπηγχόνησαν αὐτούς τόν μέν ἕνα ἔξωθεν τοῦ ἑνός καλεκαπισιού τόν δέ ἔξωθεν τοῦ ἑτέρου».  Άρα εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης υπήρχαν δύο μικρότερες βοηθητικές πυλίδες που η εφημερίδα ονομάζει καλεκαπισιά.

Οι εκτελέσεις δεν είχαν προαναγγελθεί και γι’ αυτό προκάλεσαν πολύ μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη στους χριστιανούς της πόλης. Λέγεται ότι την προηγουμένη των εκτελέσεων ο ίδιος ο Γενικός Διοικητής Κρήτης ο Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασάς επισκέφθηκε τον τόπο της εκτέλεσης και έδωσε σχετικές οδηγίες. Επίσης ο ίδιος στις τρεις η ώρα τα ξημερώματα της Δευτέρας, ηγούμενος τμήματος τακτικού στρατού και έφιππων χωροφυλάκων, παρέλαβε από τις φυλακές τους φυλακισμένους Γεώργιο Παπαδάκη και Ιωάννη Λαρεντζάκη και τους οδήγησε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου παρακολούθησε τον απαγχονισμό. Λέγεται ότι ο ίδιος ο υπασπιστής του Μαχμούτ ανέλαβε ρόλο δημίου και πέρασε τη θηλιά στους λαιμούς των μελλοθάνατων και τους απαγχόνισε χωρίς να τους ανεβάσει σε κάποιο κάθισμα και να το τραβήξει απότομα επιφέροντας σύντομο θάνατο, αλλά τους ανέβασε σιγά-σιγά και βασανιστικά τραβώντας το σχοινί, με όσους Οθωμανούς παραβρέθηκαν να λοιδορούν και να υβρίζουν τους δυστυχείς Λαρεντζάκη και Παπαδάκη.

Οι Λαρεντζάκης και Παπαδάκης κατάγονταν από το χωριό Λουτράκι Κυδωνίας και είχαν καταδικαστεί σε θάνατο κατηγορούμενοι για τον φόνο ενός Οθωμανού ονόματι Τεφίκ Μπάτρης ή Μπετράκης ή Μπατράκης, αδελφού του Ανακριτή Ρεθύμνης. Υπήρχε μάλιστα η πεποίθηση στους Χανιώτες ότι αυτή η συγγένεια ήταν η αιτία των απαγχονισμών επειδή ο Ανακριτής Ρεθύμνης είχε στενές σχέσεις με υψηλά πρόσωπα στην Κωνσταντινούπολη και προκάλεσε τους απαγχονισμούς.

Οι δύο κατηγορούμενοι παρά τα φρικτά βασανιστήρια, ουδέποτε παραδέχτηκαν ότι αυτοί δολοφόνησαν τον Μπάτρη και φώναζαν ότι είναι αθώοι. Ακόμη και το δικαστήριο που τούς δίκασε με πρόεδρο τον Ν. Στρατουδάκη και δύο Οθωμανούς δικαστές, δεν πείσθηκε για την ενοχή τους, αλλά η Γεν. Διοίκηση απαίτησε την καταδίκη τους, όπερ και εγένετο. Είχε προηγηθεί καταγγελία κατά του του τρίτου αδελφού Μπάτρη, ότι πλήρωσε δολοφόνους να σκοτώσουν τον αδελφό του για κληρονομικές διαφορές, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο η καταγγελία δεν είχε καμιά τύχη.

Οι απαγχονισθέντες παρέμειναν κρεμασμένοι  στην αγχόνη μέχρι το μεσημέρι, οπότε τους παρέλαβαν Χανιώτες χριστιανοί και τους μετέφεραν στον ναό του Αγίου Λουκά. Εκεί πλήθος αγανακτισμένων χριστιανών των Χανίων τους συντρόφευε μέχρι να έλθουν οι συγγενείς και συγχωριανοί τους να τους παραλάβουν. Όμως ο Τουρκικός στρατός είχε αποκλείσει όλες τις διόδους προς την πόλη και ήταν αδύνατη η προσέγγιση οποιουδήποτε. Η Διοίκηση ειδοποίησε ότι οι συγγενείς δεν πρόκειται να έλθουν και ζήτησε να ενταφιάσουν τους νεκρούς άμεσα, διαφορετικά θα τους έριχνε στη θάλασσα. Προ αυτού του ενδεχομένου οι χριστιανοί ενταφίασαν τους νεκρούς στο νεκροταφείο της πόλης.

Την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 1894 τελέσθηκε στα Χανιά το μνημόσυνο των δύο απαγχονισθέντων Λαρεντζάκη και Παπαδάκη. Στο μνημόσυνο χοροστάτησε ο επίσκοπος Κυδωνίας Νικηφόρος παρά το γεγονός ότι του είχε διαμηνυθεί από τον Μαχμούτ να μην παραστεί. Το μνημόσυνο παρακολούθησε ἄπειρον πλῆθος ἐν δικαίᾳ ἐξάψει διατελοῦν. Τους συγγενείς και συγχωριανούς από το χωριό Λουτράκι στρατιωτική δύναμη εμπόδισε να παρευρεθούν.

Στο Ρέθυμνο

Το πρωί της 8ης Ιανουαρίου 1894 οι χωρικοί που έρχονταν από τα ανατολικά και δυτικά χωριά του Ρεθύμνου, βρήκαν κλειστές τις αντίστοιχες πύλες (την Πύλη της Άμμου στα ανατολικά και την Μαρμαρόπορτα στα δυτικά), γεγονός που τους οδηγούσε υποχρεωτικά στην Μεγάλη Πόρτα που αποτελούσε την κεντρική είσοδο της πόλης. Εκεί κατέφθαναν και οι χωρικοί που έρχονταν από τον Άη Βασίλη και από τα χωριά νότια του Ρεθύμνου, προκειμένου να μπουν στο Ρέθυμνο για τις δουλειές τους. Έτσι όλοι αυτοί, καθώς και όσοι έβγαιναν από την πόλη, βρέθηκαν μπροστά σε ένα φρικτό θέαμα. Δύο άνθρωποι κρέμονταν απαγχονισμένοι, με καρφιτσωμένη στο στήθος την απόφαση εκτέλεσης γραμμένη ελληνικά και τουρκικά, στον γνωστό πλάτανο που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν ως αγχόνη και τον οποίο ο αείμνηστος γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκις αποκαλεί «… ἡ παρά τον Ναόν των τεσσάρων Νεομαρτύρων κατηραμένη πλάτανος».

Η φωτογραφία είναι της δεκαετίας του 1880. Στο κέντρο 
ο μιναρές της Βαλιδέ Σουλτάνας, μέρος του χερσαίου
τείχουςτης πόλης και ο πλάτανος.

Επί Ενετοκρατίας οι απαγχονισμοί στο Ρέθυμνο γίνονταν στον λόφο του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος για τον λόγο αυτόν, τότε λεγόταν Φουρκοκέφαλο (φούρκα=κρεμάλα, αγχόνη).

Όπως και στα Χανιά, το γεγονός προκάλεσε αίσθηση και οδυνηρή έκπληξη στους χριστιανούς, επειδή είχαν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από την τελευταία εκτέλεση. Με φρίκη και συγκίνηση ατένιζαν τους κρεμασμένους σε αντίθεση με τους Τούρκους που δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η μυστικότητα που υπήρξε γύρω από το θέμα, καθώς κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό. Ακόμη και ο εφημέριος της πόλης παπά Γεώργιος πού κλήθηκε να εξομολογήσει και κοινωνήσει τον δυστυχή Φουντουλάκη, μετά την εκτέλεση των ιερών του καθηκόντων, κρατήθηκε στο Διοικητήριο μέχρι που έγιναν οι απαγχονισμοί για να μη διαρρεύσει στην πόλη το μυστικό της εκτέλεσης.

Οι απαγχονισμένοι ήταν ο 24χρονος χριστιανός Εμμανουήλ Φουντουλάκης ή Φουντούλης από το χωριό Ρούστικα και ο 20χρονος μουσουλμάνος Ομέρ Κανελλάκης, από το χωριό Αμπελάκι. Είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, ο πρώτος για τον φόνο του Μεχμέτ Φουρναράκη, κρεοπώλη από την Παλαίλιμνο στις 3 Ιουλίου του 1893 και ο δεύτερος για τον φόνο του εξηντάχρονου ιερέα των Μελάμπων Νικολάου Αυγουστάκη στις 22 του ίδιου μήνα.

Για την ενοχή του Φουντουλάκη δεν υπήρχαν αποδείξεις ούτε ομολογία του ίδιου. Εκείνο που κατά τις Τουρκικές Αρχές της πόλης ενοχοποιούσε τον Φουντουλάκη ήταν ότι πωλούσαν ζώα μαζί με τον Κανελλάκη και νυχτώθηκαν στο Ατσιπόπουλο, όπου αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν. Ο Τούρκος ζωέμπορος έμεινε με τα ζώα του έξω από το χωριό, ενώ ο Φουντουλάκης πήγε στο χωριό για να κοιμηθεί. Το πρωί ο Φουρναράκης βρέθηκε σκοτωμένος και οι υποψίες έπεσαν στον Φουντουλάκη, ο οποίος συνελήφθη.

Αεροφωτογραφία του 1940 όπου διακρίνονται: 1. ο πλάτανος, 
2. ο παλαιός ναός των 4 Μαρτύρων, 3. τα χασαπιά, 4. το Τζαμί
της Βαλιδέ Σουλτάνας και 5. το Γυμνάσιο Θηλέων.

Για την υπόθεση του φόνου του Μελαμπιανού  ιερέα έγινε γνωστό ότι ο Κανελάκης μαζί με τον  50χρονο Αχμέτ Μαχμουτάκη από τη Γενή Αμαρίου, σε ενέδρα έξω από το χωριό Καρέ σκότωσαν τον ιερέα και τραυμάτισαν σοβαρά τον ανιψιό του Αλέξανδρο Μελιδονιώτη, μάλιστα ως απόδειξη του φόνου έκοψαν το αυτί του παπα Νικολή Αυγουστάκη. Οι ανακρίσεις κατέληξαν ότι ο φονιάς ήταν ο Κανελλάκης και ο Μαχμουτάκης ήταν συνεργός,

Το δικαστήριο, που έγινε στις 21 Αυγούστου καταδίκασε  τον μεν Κανελάκη σε θάνατο τον δε Μαχμουτάκη σε 15 χρόνια φυλάκιση. Η εφημερίδα «Εθνική Σημαία» σε ανταπόκρισή της από το Ρέθυμνο υποστηρίζει ότι και ο νεαρός Κανελλάκης ήταν αθώος και πραγματικός ένοχος  ήταν ο Μαχμουτάκης, ευνοούμενος του υποδιοικητή Ρεθύμνης.

Λέγεται ότι ο Κανελλάκης ήταν από χριστιανή μητέρα, γεγονός που οδήγησε τους Οθωμανούς να πανηγυρίζουν λέγοντας ότι, στους πέντε συνολικά απαγχονισθέντες στην Κρήτη, αυτοί έχασαν μόνο μισόν Τούρκον ενώ οι γκιαούριδες τεσσερισήμισι.

Περί το μεσημέρι τους κατέβασαν από τις κρεμάλες και επέτρεψαν στους συγγενείς του Φουντουλάκη, που είχαν ειδοποιηθεί, να τον παραλάβουν και να τον θάψουν στο νεκροταφείο της πόλης. Από εκεί, μετά την νεκρώσιμη ακολουθία, οι συγγενείς παρέλαβαν τον νεκρό με σκοπό να τον μεταφέρουν στα Ρούστικα για να ταφεί με τους προγόνους του. Αλλά ενώ είχε απομακρυνθεί ο νεκρός και η συνοδεία του περίπου ένα χιλιόμετρο, κατέφθασε στρατός και χωροφύλακες και τους υποχρέωσαν βιαίως να επιστρέψουν στο νεκροταφείο όπου και τον ενταφίασαν την επομένη παρουσία πλήθους αγανακτισμένων Ρεθεμνιωτών.

Όλες οι παραπάνω πληροφορίες έχουν αντληθεί από διάφορες πηγές που σε γενικές γραμμές ταυτίζονται. Υπάρχει όμως και μια άλλη πηγή, που λόγω της συντομίας της την παραθέτουμε αυτούσια. Είναι η έκθεση του Γεωργίου Χατζηγρηγοράκη, Υποπροξένου της Ρωσίας στο Ρέθυμνο προς τον Πρόξενο της Ρωσίας στα Χανιά, όπου λακωνικά και με αυστηρά υπηρεσιακή γλώσσα περιγράφει τα γεγονότα:

Έν Ρεθύμνῃ τῇ 10 Ιανουαρίου 1894

Ἐξοχώτατε,

Λαμβάνω την τιμήν νά ἀναφέρω πρός Ὑμᾶς ὅτι,

……………………………………………………………………………………………………………

Την 7ην πρός 8ην ἐνεστῶτος μηνός μετά τό  μεσονύκτιον ἀπηγχονίσθησαν ἐνταῦθα ὁ Φουντουλάκης, χριστιανός, ὅστις ἀδίκως ἄνευ μαρτυριῶν κατ’ αὐτοῦ, ἄνευ ἰδικῆς του καταθέσεως (σ.σ. ενν. ομολογίας) καί ἄνευ ἰσχυρῶν τεκμηρίων εἶχε καταδικασθῆ εἰς θάνατον παρά τοῦ ἐνταῦθα κακουργοδικείου διά τόν φόνον τοῦ Ὀθωμανοῦ φουρνάρη εἰς Ἀτσιπόπουλον καί ὁ Κανελλάκης, Τοῦρκος, ὅστις εἶχε καταδικασθῆ μετά πολλῶν ὅμως τεκμηρίων καί  ἰδικῆς του καταθέσεως διά τόν φόνον τοῦ ἐκ Μελάμπων Ἁγίου Βασιλείου ἱερέως. Φρίκη καί ἀγανάκτησις μεγίστη καί γενική κατήφεια παρουσιάζεται ένταῦθα εἰς πάντων τῶν χριστιανῶν τά πρόσωπα, αναλογιζομένων ὅτι ἀφοῦ ἅπαξ ἤρξατο ἡ ἀγχόνη λειτουργοῦσα καί  εἰς χεῖρας ἀδιστάκτως μεροληπτοῦσας ἀφεθεῖσα, θά  έπιφέρῃ μεγίστην καταστροφήν ὑπό τό  πρόσχημα τῆς δικαιοσύνης εἰς τό χριστιανικόν στοιχεῖον καί πάντες ἐν μιᾷ φωνῇ θρηνῶσι τόν  ἀδίκως καταδικασθέντα χριστιανόν Φουντουλάκην καί τήν τύχην πολλῶν χριστιανῶν οἵτινες θά  πάθωσιν εἰς τό μἐλλον.

Ταπεινός Ὑμῶν θεράπων

Γεώρ. Ἰω. Χατζηγρηγοράκης

 

Στο Ηράκλειο

Και στο Ηράκλειο έγινε ένας απαγχονισμός και, όπως και στις άλλες δυο πόλεις, την ίδια μέρα και ώρα. Και εδώ τηρήθηκε πλήρης μυστικότητα και έτσι όσοι Ηρακλειώτες ξύπνησαν πολύ πρωί και περνούσαν από την πλατεία Διοικητηρίου (σημερινό πάρκο Θεοτοκόπουλου) πηγαίνοντας στις δουλειές τους, ξαφνικά βρίσκονταν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ένας νέος άνδρας κρεμόταν  κρεμόταν, πολύ πρόσφατα απαγχονισμένος, από τον γέρικο πλάτανο, υπήρχε μπροστά στο Διοικητήριο. Στο στήθος του ήταν καρφιτσωμένο χαρτί, που έγραφε στην Ελληνική και Τουρκική γλώσσα:

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΛΙΜΠΑΚΗΣ

Καταγόμενος ἐξ Ἐπάνω Χωρίου τῆς ἐπαρχίας Ἱεραπέτρου, κατηγορηθείς ἐπί τῷ φόνῳ τοῦ πάππου αὐτοῦ Ἰωάννου Μαρκουλάκη, δικασθείς δέ δημοσίᾳ ἐνώπιον τοῦ Κακουργιοδικείου Χανίων και καταδικασθείς εἰς τήν ποινήν τοῦ θανάτου ὑπέστη ταύτην κατά τόν νόμον συνεπείᾳ τοῦ σχετκοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Διατάγματος.  
                      

Το Διοικητήριο Ηρακλείου μπροστά στο οποίο έγινε ο απαγχονισμός.
Η εφημερίδα «Ηράκλειον» αναφέρει ότι λίγη ώρα πριν τον απαγχονισμό τον μελλοθάνατο επισκέφτηκε ο ιερέας του μητροπολιτικού ναού πατήρ Τίτος, προκειμένου να τον εξομολογήσει και να τον κοινωνήσει. Ο ιερέας προσπάθησε να του αποκρύψει τον λόγο της κοινωνίας και εξομολόγησης μέσα στη νύχτα, όμως ο Μολιμπάκης κατάλαβε, αλλά παρέμεινε ψύχραιμος. Αμέσως μόλις αποχώρησε ο ιερέας, ο κατάδικος οδηγήθηκε στην αγχόνη, που είχε ετοιμαστεί στον πλάτανο μπροστά από το Διοικητήριο. Κάτω από τον πλάτανο υπήρχε ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι ένα κάθισμα, στο οποίο υποχρεώθηκε ο κατάδικος να ανέβει. Ο δήμιος τράβηξε απότομα το κάθισμα και ο θάνατος επήλθε ακαριαία. Ο νεκρός παρέμεινε κρεμασμένος μέχρι το μεσημέρι, οπότε παραδόθηκε από τις τουρκικές αρχές στις χριστιανικές εκκλησιαστικές αρχές του Ηρακλείου, προκειμένου να ενταφιαστεί. Πράγματι μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου, το οποίο η εφημερίδα χαρακτηρίζει νέον έξω της Καινούργιας Πόρτας.

Ο Ιωάννης Μολιμπάκης κατά τον θάνατό του ήταν 28 ετών και καταγόταν από το Πάνω Χωριό Ιερἀπετρας. Λίγο μετά τη γέννησή του η μητέρα του πέθανε και την ανατροφή του ανέλαβε ο Ιωάννης Μαρκουλάκης, παππούς του από την πλευρά της μητέρας του. Για τον πατέρα του δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ο παππούς του τον ανέθρεψε με επιμέλεια και στοργή και όταν έφτασε σε κατάλληλη ηλικία τον πάντρεψε το 1887 με μια χωριανή του, παραχωρώντας του μέρος της περιουσίας του. Μετά τον γάμο κατοίκησαν μαζί, δηλαδή ο παππούς με τη γυναίκα του και οι νιόπαντροι. Στην αρχή τα δυο ζευγάρια ζούσαν αρμονικά, αργότερα όμως οι γέροντες άρχισαν να παραπονούνται ότι δεν είχαν την απαραίτητη φροντίδα εκ μέρους του νεαρού ζεύγους. Οι σχέσεις των δύο ζευγαριών επιδεινώνονταν συνεχώς και τελικά οι γέροντες εγκαταστάθηκαν σε χωριστό οίκημα, όπου μετά από λίγο πέθανε η σύζυγος του παππού. Τα παράπονα του παππού εντάθηκαν μετά τον θάνατο της γυναίκας του, και άρχισε να απειλεί ότι θα αποκληρώσει τον εγγονό του. Η απειλή εν μέρει πραγματοποιήθηκε όταν πούλησε το σπίτι που έμενε το νεαρό ζεύγος και απείλησε τον εγγονό ότι θα τον αποκληρώσει και από την υπόλοιπη περιουσία. Αυτό εξόργισε τον νέο τόσο πολύ που τον οδήγησε στη σκέψη και στην απόφαση να σκοτώσει τον παππού του. Έτσι μια νύχτα του 1888 πραγματοποίησε την απόφασή του. Συνελήφθη ως κύριος ύποπτος και παρά την αρχική του άρνηση, τελικά ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο δολοφόνος και το Κακουργιοδικείο Χανίων των καταδίκασε σε θάνατο.

Επίλογος

Εύλογα οι αναγνώστες θα αναρωτηθούν γιατί έγιναν αυτοί οι απαγχονισμοί και μάλιστα τόσο ξαφνικά και απροειδοποίητα. Η πιο λογική εξήγηση είναι ότι ο Μαχμούτ, βλέποντας ότι οι Κρητικοί είναι σε συνεχή αναβρασμό μετά το 1889, και θέλοντας να προλάβει όποια επαναστατική κίνηση, προχώρησε σε αυτήν την πράξη για εκφοβισμό και για να τους κλονίσει το ηθικό.

Βέβαια όχι μόνο δεν πέτυχε τον σκοπό του, αλλά αντιθέτως τους εξόργισε και χαλύβδωσε το επαναστατικό τους φρόνημα, γεγονός που οδήγησε σύντομα στην επανάσταση του 1895-1898, η οποία προσφυώς ονομάστηκε τυχερή, επειδή οδήγησε στην Αυτονομία της Κρήτης και αργότερα στην Ένωσή της με την Ελλάδα.

_____________________

ΠΗΓΕΣ

·        Αρχείο Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης (1893 & 1894).

·        Γρυντάκης Γιάννης, Το Ρέθυμνο μεταξύ δύο επαναστάσεων 1890-1894, Αθήνα 2001.

·        Εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» Αθηνών, φ. 14/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ» Ηρακλείου, φ. 13/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ» Χανίων, φ. 8/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ» Αθηνών, φ. 14 & 18/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ» Αθηνών, φ. 15 & 23/1/1894, 2 & 28/2/1894.

·        Εφημερίδα «ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ» Αθηνών, φ. 16/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ» Ρεθύμνου, φ. 5/12/1934.

·        Κρήτη το Αφιέρωμα, τομ. 14, σ.41.


Τρίτη 1 Απριλίου 2025

ΣΤΕΛΛΑ-ΡΟΖΙΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

IN MEMORIAM: ΣΤΕΛΛΑ-ΡΟΖΙΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Αφορμή για το παρόν δημοσίευμα ήταν το πολύ ωραίο (ως συνήθως) κείμενο του Γιώργου Φρυγανάκη για την αείμνηστη Ρεθεμνιώτισσα ποιήτρια Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου στο φύλλο των « Ρεθ. Νέων» της Παρασκευής 21-3-2025.

Η Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου (1920-2012) υπήρξε μια δόκιμη συγγραφέας με πολλά έργα τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο. Στον ηλεκτρονικό κατάλογο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης έχουν καταχωριστεί είκοσι δύο (22) βιβλία της, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπάρχουν και κάποια που δεν έχουν περιληφθεί στον κατάλογο.

Δεν γράφω αυτό το σημείωμα για να κάνω λογοτεχνική κριτική στη Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου, αλλά για να κάνω γνωστό ένα άγνωστο περιστατικό που δείχνει τον γενναιόδωρο χαρακτήρα της και την αγάπη της για το βιβλίο, αλλά και τον πολιτισμό γενικότερα.

Πριν είκοσι χρόνια, το 2005, όταν ήμουν διευθυντής στη Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου, μου τηλεφώνησε από το Παρίσι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου μας και από πολλά χρόνια συμπολίτης μας Χρήστος Χατζηιωσήφ, για να μου πει ότι εντόπισε σε παλαιοβιβλιοπωλείο του Παρισιού ένα παλαίτυπο βιβλίο τυπωμένο στη Ρώμη το 1519 από τον Ρεθεμνιώτη τυπογράφο Ζαχαρία Καλλιέργη. Θεώρησε πολύ σωστά ότι η θέση του συγκεκριμένου βιβλίου ήταν στη Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου και μου ζήτησε να εξετάσω το ενδεχόμενο να το αγοράσει η Βιβλιοθήκη, αφού λάβω υπόψη ότι η τιμή του ήταν 10.000 ευρώ!

Η Βιβλιοθήκη τέτοια δυνατότητα δεν είχε, οπότε έκανα έκκληση μέσω του τύπου προς τους Ρεθεμνιώτες να συμβάλουν για τη συγκέντρωση του ποσού. Αρκετοί συμπολίτες ανταποκρίθηκαν και συγκεντρώθηκε σχεδόν αμέσως το ήμισυ του ποσού, δηλαδή 5000. Σ’ αυτήν τη φάση μου τηλεφώνησε η αείμνηστη Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου και με ρώτησε τί ποσό έχει συγκεντρωθεί; Όταν την πληροφόρησα ότι έχουν συγκεντρωθεί περίπου 5000 ευρώ τότε μου δήλωσε ότι αναλαμβάνει να καταβάλει εξολοκλήρου το υπόλοιπο ποσό των 5000 ευρώ. Πράγματι το κατέθεσε αμέσως και έτσι συμπληρώθηκε το απαιτούμενο ποσό των 10000 ευρώ και το βιβλίο αγοράστηκε και έκτοτε κοσμεί τις συλλογές της  της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης.

Πρόκειται για το βιβλίο: «Αποφθέγματα φιλοσόφων και στρατηγών, ρητόρων τε και ποιητών συλλεγέντα παρά Αρσενίου Αρχιεπισκόπου Μονεμβασίας»,  το οποίο εκδόθηκε στη Ρώμη από τον Ζαχαρία Καλλιέργη το 1519.

Σημαντική συμβολή στη συγκέντρωση του ποσού είχαν και δυο σημαντικοί Ρεθεμνιώτες (αείμνηστοι πλέον), ο Γιάννης Χαλκιαδάκης, εκδότης των «Ρεθ. Νέων» και ο γιατρός Γιώργης Αγγελιδάκης που κατέθεσαν 1000 ευρώ ο καθένας.

Αυτά για την ιστορία.

Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου

(Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα της 26-3-2025)

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

ΤΡΕΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941)

Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου

 

ΤΡΕΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941)


    Όταν το 2020 έκανα έρευνα για τους δημάρχους του Ρεθύμνου και ειδικά για τον Τίτο Πετυχάκη, εντόπισα στο αρχείο του Δήμου Ρεθύμνης τρία περιστατικά αντίστασης και δολιοφθοράς κατά των Γερμανών κατακτητών, κατά τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, τα οποία είναι εντελώς άγνωστα και δεν αναφέρονται στην τοπική βιβλιογραφία της Αντίστασης και της Κατοχής. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω γι’ αυτά για να γίνουν γνωστά, αλλά και για να τιμηθεί η μνήμη των άγνωστων πρωταγωνιστών.


Λίγα ιστορικά

Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο διαρκεί από 20 μέχρι 29 Μαΐου 1941. Οι Γερμανοί, μετά από πρωτόγνωρη και μη αναμενόμενη αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού καταλαμβάνουν την πόλη. Στη θέση του Δημάρχου Ρεθύμνης βρίσκεται ο Τίτος Πετυχάκης, ο οποίος είχε εκλεγεί δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές του 1934. Μετά από λίγες ημέρες, συγκεκριμένα στις 12 Ιουνίου, απολύθηκε από τη θέση του δημάρχου, επειδή κρίθηκε μη συνεργάσιμος από τις Γερμανικές Αρχές Κατοχής. Μαζί του απομακρύνθηκε και όλο το εκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο. Στη θέση του δημάρχου τοποθετήθηκε ο δικηγόρος Στυλιανός Μαρκιανός, ο οποίος πλαισιωνόταν από μια διορισμένη εξαμελή επιτροπή, που ονομαζόταν Διοικούσα Επιτροπή Δήμου Ρεθύμνης και λειτουργούσε σαν Δημοτικό Συμβούλιο.


Η κλοπή του φακού

Τότε λειτουργούσε στο Ρέθυμνο, από τον κινηματογραφικό επιχειρηματία Παντελή Καπετανάκη, ο

Η είσοδος του κινηματογράφου "Εσπερος".
Βρισκόταν επί της λεωφόρου Κουντουριώτη
ανατολικά του 2ου Δημ. Σχολείου (Καμαράκι).

θερινός κινηματογράφος «Έσπερος», ο οποίος είχε ξεκινήσει τη λειτουργία του το καλοκαίρι του 1936 και θεωρούνταν από τους καλύτερους της εποχής του. Οι Γερμανοί κατακτητές προχώρησαν αμέσως σε επίταξή του, προκειμένου να ψυχαγωγείται εκεί ο στρατός κατοχής με προπαγανδιστικές ταινίες.

Στο χρονικό διάστημα από τη νύχτα της 20ης μέχρι την εσπέρα της 24ης Ιουλίου 1941, οπότε έπρεπε να λειτουργήσει ο κινηματογράφος, κάποιος αφαίρεσε τον φακό από τη μηχανή προβολής. Ήταν μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, πράξη αντίστασης και δολιοφθοράς στην Κρήτη, την οποία οι Γερμανικές Αρχές χαρακτήρισαν ως «σαμποτάζ το οποίο διέπραξαν αναρχικοί άνθρωποι». Ο πρωταγωνιστής αυτής της παράτολμης πράξης παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος, αφού ούτε ο ίδιος μετά την απελευθέρωση αποκάλυψε ποτέ ότι αυτός ήταν πίσω από αυτήν τη παράτολμη ενέργεια και έτσι δεν κατέστη δυνατόν να τιμηθεί για την ηρωική πράξη του.

Αναλογιζόμενοι τα σκληρά αντίποινα των Γερμανών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής με εκτελέσεις, βασανισμούς και εγκλεισμούς σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, η αντίδραση της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης του Ρεθύμνου στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν σχετικά ήπια:

·   Επιβολή προστίμου 600.000 δραχμών «εις άπαντας τους κατοίκους του Δήμου» με προθεσμία πληρωμής μέχρι 10 Αυγούστου 1941. Ο Δήμος Ρεθύμνης καθίσταται υπεύθυνος τόσο για τη σύνταξη του σχετικού καταλόγου των υπόχρεων όσο και για την είσπραξη του αναλογούντος στον καθένα ποσού.

·       Απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 6 το απόγευμα.

·       Άρση των μέτρων εφόσον συλληφθεί ο δράστης και παραδοθεί ο φακός.

Ο Τίτος Πετυχάκης παρά το γεγονός ότι από τις 11 Ιουνίου 1941 δεν ήταν πια δήμαρχος, αφού είχε απολυθεί από τους Γερμανούς, ένιωσε την ηθική υποχρέωση και την ευθύνη του ηγέτη να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τους συνδημότες του. Έτσι στις 8 Αυγούστου απέστειλε προς τη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση Ρεθύμνης μια μακροσκελή επιστολή πέντε σελίδων, όπου με διάφορα επιχειρήματα προσπαθούσε να απαλλάξει τους Ρεθεμνιώτες από την εφαρμογή της επαπειλούμενης ποινής. Η επιστολή δεν φαίνεται να είχε κάποιο αποτέλεσμα αφού η ποινή εκτελέστηκε μέχρι κεραίας.

Ο διορισμένος Δήμαρχος με τη διορισμένη Διοικούσα Επιτροπή έσπευσαν να καταρτίσουν τον

Ένα τμήμα του καταλόγου των
δημοτών με το ποσό που ο
καθέναςόφειλε να καταβἀλει

κατάλογο με τα ονόματα των δημοτών με το ποσό που ο καθένας όφειλε να καταβάλει. Όμως ο κατάλογος, που υποβλήθηκε στη Νομαρχία για έγκριση, επιστράφηκε στον Δήμο επειδή υπήρξαν πολλές διαμαρτυρίες για αδικίες και ζητήθηκε η σύνταξη νέου καταλόγου. Τελικά καταρτίστηκε νέος κατάλογος με 533 άτομα, τα οποία είχαν, κατά τεκμήριο, τη δυνατότητα να πληρώσουν κάποια χρήματα, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Από τον κατάλογο εξαιρέθηκαν όσοι αποδεδειγμένα είχαν αδυναμία καταβολής οποιουδήποτε ποσού και οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Έτσι η ομάδα των δημοτών που σύμφωνα με τα τοπικά κριτήρια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πλούσιοι, ορίστηκε να καταβάλουν ποσό 8000 δραχμών. Οι επόμενες τρεις κατηγορίες  ήταν των 4000, των 1250 και τέλος των 300 δραχμών. Στην πρώτη κατηγορία μπήκαν 16 άτομα, στη δεύτερη 46, στη Τρίτη 153 και στην τέταρτη οι υπόλοιποι. Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η βαρύτητα του προστίμου, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε την αγοραστική αξία της δραχμής τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεδομένης της συνεχούς αύξησης του πληθωρισμού. Πάντως το πρόστιμο θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλο και δυσβάστακτο, αν λάβουμε υπόψη μας ότι βρισκόμαστε στην αρχή της Κατοχής και ο πληθωρισμός δεν είχε πάρει ακόμη μεγάλες διαστάσεις και η οικονομική κατάσταση του πληθυσμού δεν ήταν καλή.

Μέσα στην προθεσμία που είχαν θέσει οι Γερμανικές Αρχές συγκεντρώθηκε ποσό που υπολειπόταν κατά 46.250 δρχ. από το συνολικό πρόστιμο των 600.000. Το ελλείπον ποσό καλύφθηκε από το αποθεματικό του προϋπολογισμού του Δήμου. Έτσι το πρόστιμο καταβλήθηκε στο ακέραιο, αφού ούτε ο δράστης συνελήφθη ούτε ο φακός παραδόθηκε, χωρίς άλλες συνέπειες για τους Ρεθεμνιώτες.


Η κλοπή τηλεφώνου

Από τα τέλη Αυγούστου του 1941 ο Στυλιανός Μαρκιανός διορίζεται Νομάρχης Ρεθύμνης και στη θέση του Δημάρχου Ρεθύμνης διορίζεται ο Εμμανουήλ Γοβατζιδάκης.

Γνωστοποίησις των Γερμανικών Αρχών

Ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το θέμα της κλοπής του φακού προέκυψε ένα άλλο παρεμφερές θέμα, το οποίο δυστυχώς είχε τραγική κατάληξη. Οι πληροφορίες για το συγκεκριμένο περιστατικό, που θα αναφερθεί στη συνέχεια, είναι λίγες και προέρχονται από ένα έγγραφο με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1941, του διορισμένου Δημάρχου Ρεθύμνης Εμμανουήλ Γοβατζιδάκη.

Συγκεκριμένα κατά το πρώτο 20ήμερο του Αυγούστου του 1941 κλάπηκε από ένα Γερμανικό στρατόπεδο (δεν αναφέρεται ποιο) μια συσκευή τηλεφώνου. Οι Γερμανοί θεώρησαν ως δράστη τον Γεώργιο Παντελάκη από το χωριό Ρουμελή Μυλοποτάμου. Με συνοπτικές διαδικασίες πέρασε από Γερμανικό στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή εκτελέστηκε άμεσα και ο ατυχής Παντελάκης έπεσε νεκρός από τα πυρά του Γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος στην 21η Αυγούστου 1941. Μετά την εκτέλεση του Γεώργιου Παντελάκη, οι Γερμανοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν αυτός ο δράστης της κλοπής, αλλά ο αδελφός του, του οποίου συνέλαβαν τη σύζυγο και τη μητέρα, προκειμένου αυτός να παραδοθεί. Η πράξη χαρακτηρίζεται ως σαμποτάζ και επισημαίνεται ότι κινδυνεύουν όχι μόνο οι δράστες, αλλά και όλοι οι κάτοικοι της Κοινότητας Ρουμελή. Περισσότερες πληροφορίες για το περιστατικό δεν έχουμε. Επίσης δεν γνωρίζουμε την τύχη του φερόμενου ως δράστη, καθώς και της συζύγου και της μητέρας του. Πάντως η πράξη είχε καθαρά αντιστασιακό και συμβολικό χαρακτήρα, αφού μια τηλεφωνική συσκευή -και μάλιστα εκείνη την εποχή- δεν είχε καμιά απολύτως χρησιμότητα για τον δράστη, ενώ αντιθέτως τον εξέθετε σε θανάσιμο κίνδυνο.

Δεν γνωρίζω αν το περιστατικό είναι γνωστό στους κατοίκους  του Ρουμελή.


Τραυματισμός Γερμανού στρατιώτη

Την νύχτα της 18ης προς 19η Δεκεμβρίου 1941, άγνωστος τραυμάτισε με μαχαίρι στον λαιμό Γερμανό στρατιώτη που φρουρούσε το Γερμανικό Νοσοκομείο Ρεθύμνης. Το Γερμανικό Νοσοκομείο στεγαζόταν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου, που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς. Μάλιστα το κτίριο του Ορφανοτροφείου συνέχισε να λειτουργεί ως νοσοκομείο για μερικά χρόνια μετά την Κατοχή, μέχρι την ίδρυση του σημερινού νοσοκομείου το 1954.

Το Ορφανοτροφείο επί Κατοχής.

Το περιστατικό ήταν πολύ σοβαρό και ανάλογη ήταν η αντίδραση των Γερμανικών Αρχών Κατοχής:

·       «Συνελήφθησαν μέγας αριθμός ομήρων εκ του πληθυσμού, οίτινες θα παραμείνουσι μέχρι συλλήψεως του ή των δραστών».

·       Απαγορεύθηκε η κυκλοφορία των πολιτών μετά τις 5.30΄ το απόγευμα μέχρι να συλληφθεί ο δράστης. Μάλιστα επισημαίνεται ότι « Πας όστις ήθελε συλληφθή μετά την ανωτέρω ώραν κυκλοφορών ανά την πόλιν, άνευ ισχυούσης αδείας, θα υπολογίζει εις επιβολήν αυστηράς τιμωρίας.

·       «Ο πληθυσμός εντέλλεται, προς ίδιον αυτού συμφέρον, να συμβάλη εις την σύλληψιν του ή των δραστών».

Την επομένη 20-12-1941 ο διορισμένος από τους Γερμανούς Δήμαρχος Εμμανουήλ Γοβατζιδάκης μαζί με τη διορισμένη Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου, η οποία αντικατέστησε το εκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο, αποφάσισαν να προκηρύξουν αμοιβή 100.000 δραχμών σε όποιον συλλάβει ή υποδείξει τον δράστη ή τους δράστες του τραυματισμού του Γερμανού στρατιώτη.

Αναφορικά με τους συλληφθέντες ομήρους να διευκρινιστεί ότι δεν αναφέρεται ο αριθμός τους. Πάντως το σχετικό έγγραφο αναφέρει ότι ήταν «μέγας αριθμός» και είναι σίγουρο ότι τους έκλεισαν «στα σύρματα», δηλαδή σε περιφραγμένο με συρματόπλεγμα χώρο στο γήπεδο της Σοχώρας.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου, «…αριθμός αιχμαλώτων απέδρασεν εκ του Στρατοπέδου αιχμαλώτων, ων την απόδρασιν επεβοήθησεν το κοινόν» και προειδοποιούνται οι Ρεθεμνιώτες να καταγγείλουν ή να συλλάβουν όποιον δραπέτη πέσει στην αντίληψή τους. Επίσης απειλούνται οι πολίτες του Ρεθύμνου ότι τους περιμένει αυστηρή τιμωρία αν αποκρύψουν κάποιον δραπέτη ή βοηθήσουν και άλλους να δραπετεύσουν. Παράλληλα γίνονται έρευνες για να βρεθεί ο δράστης του τραυματισμού του Γερμανού στρατιώτη με ανακρίσεις των εργαζόμενων στο νοσοκομείο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δεν έχουμε πλήρη εικόνα των γεγονότων, αλλά από τις αποσπασματικές πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας, φαίνεται ότι ο δράστης δεν ανευρέθηκε. Επίσης δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η τύχη των συλληφθέντων ομήρων, ούτε όσων απέδρασαν.

Για το δίμηνο Γενάρη – Φλεβάρη 1942 μέχρι τις 12 Μαρτίου δεν έχουμε κάποια πληροφορία για το θέμα. Ίσως υπάρχουν πληροφορίες στο αρχείο του Δήμου, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν. Από πρακτικό της Διοικούσας Επιτροπής του Δήμου πληροφορούμαστε ότι επιβλήθηκε και πάλι, σε όλους συλλήβδην στους πολίτες του Ρεθύμνου, πρόστιμο 600.000 δραχμών για τον τραυματισμό του Γερμανού στρατιώτη, όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση της κλοπής του φακού. Όμως αυτή τη φορά το πρόστιμο δεν κατανεμήθηκε στους πολίτες βάσει καταλόγου και με βάση τις οικονομικές τους δυνατότητες, αλλά επιλέχθηκε ο ακόλουθος τρόπος κατανομής του. Επειδή επρόκειτο προσεχώς να διανεμηθεί στους κατοίκους ζάχαρη από τη Νομαρχία Ρεθύμνης, αποφασίστηκε να παρακρατηθεί από κάθε δημότη ζάχαρη αξίας πέντε δραχμών με βάση το βιβλιάριο τροφίμων κάθε οικογένειας. Έτσι εξασφαλιζόταν η είσπραξη του προστίμου, όμως αυτό βάρυνε εξίσου πλούσιους και φτωχούς.

Μέχρι εδώ φτάνουν οι πληροφορίες μας για το θέμα. Ίσως υπάρχουν περισσότερες στο κατάστιχο με τα πρακτικά της Διοικούσας Επιτροπής του Δήμου 1941-1942, το οποίο είδα το 2020, αλλά σήμερα, παρότι αναζητήθηκε, δεν ανευρίσκεται[1].

(Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Ρεθ. Νέα την 13-3-2025)

[1] Θέλω να επιστήσω την προσοχή του Δημάρχου στη φροντίδα και φύλαξη του παλαιού αρχείου του Δήμου, το οποίο έχει λίγα, αλλά πολύτιμα τεκμήρια για την πόλη. Νομίζω ότι η καταλληλότερη λύση θα ήταν η ψηφιοποίησή τους, γεγονός που θα τα διαφυλάξει, από κακοπροαίρετους και θα τα κάνει προσβάσιμα στην ιστορική έρευνα.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΡΕΘΥΜΝΗΣ

Ομιλία του Γιάννη Παπιομύτογλου στην παρουσίαση του βιβλίο της Μαριέττας Ασημομύτη-Εκκεκάκη για το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνης (Στις 26/1/2025, στην αίθουσα του Λυκείου)


Το γυναικείο κίνημα, που ξεκίνησε στον δυτικό κόσμο από τις αρχές του 19ου αιώνα, έφτασε στην Ελλάδα στα τέλη του ίδιου αιώνα. Κύριος εκπρόσωπος του φεμινιστικού κινήματος στη χώρα μας ήταν η συμπατριώτισσά μας Καλλιρρόη Παρρέν-Σιγανού, που το 1887 έβγαλε το πρώτο φεμινιστικό έντυπο στην Ελλάδα με τον τίτλο «Εφημερίς των Κυριών», που κυκλοφόρησε για τριάντα ολόκληρα χρόνια και έκλεισε το 1917.

Μη φανταστείτε ότι ο φεμινισμός στην Ελλάδα εκείνης της εποχής έχει καμιά σχέση με τον φεμινισμό του σήμερα ή με το τότε γυναικείο κίνημα στην Αγγλία και την Αμερική με τις σουφραζέτες και τις δυναμικές τους κινητοποιήσεις. Τα ήθη της συντηρητικής Ελληνικής κοινωνίας δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Ο φεμινισμός που εξέφραζε η Καλλιρρόη Παρρέν είχε να κάνει κυρίως με την προβολή του δικαιώματος των γυναικών στη γνώση και το δικαίωμά τους να ασκούν κάποιο επάγγελμα για βιοπορισμό. Γι’ αυτό, μέσω του περιοδικού της, έδινε στις αναγνώστριές της μαθήματα οικιακής οικονομίας, καλής συμπεριφοράς και εθιμοτυπίας. Παρ’ όλα αυτά οι ιδέες της θεωρήθηκαν ριζοσπαστικές και είχε σφοδρές αντιδράσεις από μερίδα του Τύπου της εποχής.

Έγινε αυτή η εισαγωγή με ειδική αναφορά στην Καλλιρρόη Παρρέν, επειδή η Παρρέν, ως ιδρύτρια και πρόεδρος του  κεντρικού Λυκείου των Ελληνίδων στην Αθήνα, αλλά και ως Ρεθεμνιώτισσα, πρέπει να είχε ενεργό συμμετοχή και στην ίδρυση, το 1917, του παραρτήματος του Λυκείου των Ελληνίδων στο Ρέθυμνο.

Αν μου ζητούσε κάποιος να αξιολογήσω ποιό είναι, διαχρονικά, το σημαντικότερο Ρεθεμνιώτικο σωματείο, ανεπιφύλαχτα θα του έλεγα ότι είναι το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνης. Το μόνο σωματείο το οποίο θα μπορούσα, ίσως, να συγκρίνω με το Λύκειο, είναι ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ρεθύμνης, που ιδρύθηκε το 1887. Σωματείο με μακρόχρονη σπουδαία εθνική και πολιτιστική δράση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι το 1917, όταν σβήνει ο ΦΣΡ γεννιέται το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθυμνης. Ούτε είναι τυχαίο ότι η Ιουλία Πετυχάκη (που ο παρακείμενος δρόμος έχει πάρει το όνομά της) πρώτη πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνης, ήταν σύζυγος του Κωνσταντίνου Πετυχάκη, προέδρου του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνης.

Είναι εντυπωσιακό ότι τότε το μικρό Ρέθυμνο διέθετε δυο σημαντικά γυναικεία σωματεία, τον Σύλλογο των Κυριών και το Λύκειο των Ελληνίδων, τα οποία λειτουργούσαν παράλληλα και ανταγωνιστικά, αλλά με έναν υγιή ανταγωνισμό, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως άμιλλα. Τα δυο σωματεία είχαν διαφορά τριών χρόνων, όσον αφορά στο έτος ίδρυσής τους. Ο Σύλλογος των Κυριών ιδρύθηκε το 1914, ενώ το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνης το 1917. Όμως δεν είχαν την ίδια πορεία ούτε την ίδια διάρκεια. Ο Σύλλογος των Κυριών έπαψε να λειτουργεί πριν τον πόλεμο, ενώ το Λύκειο των Ελληνίδων Ρεθύμνης συνεχίζει δυναμικά μέχρι σήμερα τη δράση του.

Αλήθεια μας έχει απασχολήσει ποτέ το ερώτημα «γιατί το ΛΕΡ αποδείχτηκε τόσο ανθεκτικό στον χρόνο»; Πολλά σωματεία και πολλοί σύλλογοι είδαν το φως στο Ρέθυμνο τα τελευταία εκατό χρόνια, αλλά κανένα από αυτά δεν είχε τη διάρκεια και την αντοχή του Λυκείου.  Η απάντηση, λοιπόν, στο πιο πάνω ερώτημα είναι ότι εκτός από το γεγονός ότι το Λύκειο είχε την τύχη να διοικηθεί από εμπνευσμένες γυναίκες, είχε επίσης την τύχη να διαθέτει μια σπουδαία ιδιόκτητη στέγη.

Αξίζει να πούμε δυο λόγια για τη στέγαση του Λυκείου.

Η Ιουλία Πετυχάκη, αντιλαμβανόμενη ότι για να έχει ένα σωματείο διάρκεια και επιτυχία, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να διαθέτει μόνιμη στέγη. Γι’ αυτό έθεσε το θέμα αυτό σε άμεση προτεραιότητα. Ήδη από τον πρώτο χρόνο της προεδρίας της, το 1917, αγοράζει το 1/8 του κινηματοθεάτρου «Ιδαίον Άντρον», που είχε χτίσει στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ρεθεμνιώτης Χαράλαμπος Σπανδάγος απέναντι από την καθολική εκκλησία. Αργότερα, το 1920, το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνης αγοράζει το οικόπεδο του κτιρίου που μας στεγάζει αυτήν τη στιγμή και αρχίζουν οι προσπάθειες εξεύρεσης πόρων για την ανέγερση  του κτιρίου.

Ο καθένας μπορεί να φαντασθεί  τους αγώνες και τις προσπάθειες εκείνων των γυναικών, για να γίνει πραγματικότητα το όνειρό τους για απόκτηση ιδιόκτητης στέγης. Το 1928 το Λύκειο πουλάει το μερίδιό που είχε στο «Ιδαίον Άντρον» προκειμένου τα χρήματα από την πώληση να χρησιμοποιηθούν στην προσπάθεια για την ανέγερση του κτιρίου.

Τελικά το όνειρο ευοδώνεται και τα εγκαίνια του παρόντος κτιρίου πραγματοποιούνται στις 12 Μαΐου 1935 επί προεδρίας της Ιουλίας Πετυχἀκη και αντιπροεδρίας της Φερενίκης Βαλαρή και της Λάουρας Σωτήρχου.

Τώρα μπορείτε να αναρωτηθείτε και να αναλογισθείτε, αγαπητοί φίλοι του Λυκείου, αν σήμερα θα υπήρχε Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνης, στην περίπτωση που αυτές οι γυναίκες δεν είχαν καταβάλει τόσες προσπάθειες και δεν είχαν επιτύχει αυτόν τον άθλο, να χτίσουν, δηλαδή,  αυτό το εντυπωσιακό για την εποχή του κτίριο, που αποτελεί κόσμημα όχι μόνο για το Λύκειο, αλλά και για όλη την πόλη του Ρεθύμνου, και με τα χρόνια εξελίχθηκε στο γνωστότερο τοπόσημο της προκυμαίας μας.

Το κτίριο επί κατοχής επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και υπέστη μεγάλες καταστροφές εσωτερικά, τόσο στην αίθουσα όσο και στο αρχείο και στις συλλογές του Λυκείου. Τα μεταπολεμικά χρόνια, κατά τη δεκαετία του 1950, επειδή η Κατοχή και ο πόλεμος είχαν φέρει το Λύκειο σε δεινή οικονομική κατάσταση, οι διοικούσες το σωματείο αναγκάστηκαν να εκμισθώσουν την αίθουσα, η οποία λειτούγησε ως κινηματογράφος για αρκετά χρόνια (από το 1946 ως το 1960), μέχρι δηλαδή το Λύκειο να ορθοποδήσει οικονομικά και να μπορέσει να την ανακτήσει. (Εδώ είδα το 1955 μικρό παιδί με τους γονείς μου την πρώτη μου ταινία, που ήταν το Quo vadis).

Μετά την πρώτη δωδεκαετία του Λυκείου (1917-1929) υπό την τυπική και ουσιαστική προεδρία της Ιουλίας Πετυχάκη, αρχίζει η μακρά περίοδος όπου κυριαρχεί η προσωπικότητα της Φερενίκης Βαλαρή. Από το 1929 μέχρι το 1940 τυπικά εμφανίζεται ως αντιπρόεδρος ουσιαστικά όμως ασκεί χρέη προέδρου, αφού η Ιουλία Πετυχάκη έχει αποσυρθεί. Μετά τον πόλεμο, το 1945, εκλέγεται πρόεδρος και παραμένει στο τιμόνι του Λυκείου μέχρι τον θάνατό της το 1955.

Κατά την περίοδο 1955 μέχρι 1963, την προεδρία ασκεί η Ιωάννα Τσουδερού (σύζυγος του γιατρού Γεωργίου Τσουδερου), επί  των ημερών της οποίας, μετά από μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, έγινε κατορθωτή, το 1960, η επάνοδος της αίθουσας στη χρήση και την κυριότητα του Λυκείου, μετά από δεκαπέντε χρόνια λειτουργίας της ως αίθουσα κινηματογράφου.

Τον Μάρτιο του 1963 την προεδρία αναλαμβάνει μια άλλη διακεκριμένη Ρεθεμνιώτισσα, η αγαπητή σε όλους μας και αείμνηστη πλέον Μαρία Τσιριμονάκη. Με την ενεργητικότητα που τη διακρίνει δίνει νέα ώθηση  στο Λύκειο και το στρέφει σε νέες κατευθύνσεις, όπως στη συλλογή λαογραφικού υλικού και στη διεκδίκηση ίδρυσης Πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο.

Τον Οκτώβρη του 1965 η Μαρία Τσιριμονάκη παραιτείται για προσωπικούς λόγους από τη προεδρία του Λυκείου και τη θέση της παίρνει η αντιπρόεδρος Ιωάννα Βαλαρή, η οποία έμελλε να διευθύνει με επιτυχία το σωματείο για πολλά χρόνια μέχρι το 2011.

Την Ιωάννα Βαλαρή διαδέχεται μετά από εκλογές  η κόρη της Φερενίκη η οποία παραμένει μέχρι σήμερα πρόεδρος και διευθύνει το Λύκειο με απόλυτη επιτυχία.

Βέβαια θα ήταν παράλειψη μα μη γίνει αναφορά και σε όλες τις κυρίες που κατά καιρούς  διετέλεσαν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, είτε κατέχοντας κάποιο οφφίκιο είτε μετέχοντας ως απλά μέλη, γιατί χωρίς τη συμβολή τους το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνης δεν θα ήταν αυτό που υπήρξε διαχρονικά και αυτό που είναι σήμερα.

Στα 108 χρόνια λειτουργίας του το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνης πραγματοποίησε εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες δράσεις, που φυσικά δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ, έστω και επιγραμματικά. Απλώς τις ομαδοποιούμε και κάνουμε μια απλή νύξη:

Φιλανθρωπικές δράσεις ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του με συσσίτια και περίθαλψη προσφύγων και απόρων οικογενειών. Σχολή κοπτικής, ραπτικής και υφαντικής για τις άπορες νεαρές Ρεθεμνιώτισσες.

Αμέτρητες ομιλίες και διαλέξεις, καθώς και θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες. Οι περίφημοι πρωτοχρονιάτικοι και αποκριάτικοι χοροί του Λυκείου, που έδιναν την ευκαιρία στους Ρεθεμνιώτες να ξεδώσουν, καθώς δεν είχαν πολλές ευκαιρίες γι’ αυτό. Εκδηλώσεις λαογραφικού χαρακτήρα σχετικές με την κρητική ενδυμασία, την κρητική μουσική και τους κρητικούς χορούς. Θα πρέπει να γίνει χωριστή αναφορά στην αναβίωση του εθίμου του Κλήδονα, το οποίο συνεχίζεται μέχρι τώρα.

Σήμερα είναι μια σημαντική μέρα για το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνης γιατί μετά από 108 χρόνια παρουσιάζεται ο πρώτος τόμος με την ιστορία των πρώτων πενήντα χρόνων λειτουργίας του. Η έκδοση είναι αντάξια της ιστορίας και του μεγέθους του σωματείου. Η κυρία  Φέφη Βαλαρή και οι λοιπές κυρίες του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν την τιμή να είναι αυτές που φρόντισαν να υλοποιήσουν την απόφαση του προηγούμενου ΔΣ να απαθανατιστεί, δηλαδή, σε ένα βιβλίο η ιστορία του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνης. Το βιβλίο αυτό θα αποτελεί στο εξής την πολύτιμη κιβωτό αυτού του σπουδαίου σωματείου, μέσα στην οποία είναι φυλαγμένη όλη η ιστορία του, τα πρόσωπα και οι πράξεις τους, που το έφεραν μέχρι σήμερα μετά από υπεραιωνόβια  πορεία και σημάδεψαν ανεξίτηλα, όχι μόνο την ιστορία του Λυκείου, αλλά και αυτήν του Ρεθύμνου.

Το δύσκολο έργο της συγγραφής ανατέθηκε στο επί σειρά ετών μέλος του ΔΣ κ. Μαριέττα Ασημομύτη-Εκκεκάκη, η οποία μετά από ενδελεχή και μακρόχρονη έρευνα στο αρχείο του Λυκείου και στις τοπικές εφημερίδες, έφερε εις πέρας έναν άθλο και κατάφερε να μας δώσει το ανά χείρας βιβλίο. Την θυμάμαι επί εβδομάδες, αν όχι μήνες, να ξεφυλλίζει τις τοπικές εφημερίδες στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης και να αλιεύει κάθε πληροφορία που αφορούσε το Λύκειο, όσο μικρή και ασήμαντη φαινόταν ότι ήταν. Το αποτέλεσμα αυτής της μακράς και επίπονης προσπάθειας το έχουμε μπροστά μας και διαπιστώνουμε ότι αποτελεί εξαίρετο δείγμα τέτοιου είδους εκδόσεων και δείχνει ότι η επιλογή της Μαριέττας για το συγκεκριμένο έργο ήταν απολύτως εύστοχη και επιτυχής.  Της εύχομαι να έχει υγεία να δει τυπωμένο και τον δεύτερο τόμο του βιβλίου ο οποίος είναι υπό έκδοση.

Θα πρέπει να είναι ικανοποιημένη που έφερε σε πέρας ένα τέτοιο έργο και τα παιδιά και τα εγγόνια της πρέπει να είναι υπερήφανα για εκείνη, όπως υπερήφανος θα είναι και ο αξέχαστος και αγαπητός σε όλους μας σύζυγός της Γιώργος Εκκεκάκης, αν από κάπου μας παρακολουθεί.

Κλείνοντας θα πρέπει να συγχαρώ θερμά την πρόεδρο και όλο το Διοικητικό Συμβούλιο του Λυκείου γι’ αυτήν την πολύ σημαντική έκδοση. Επίσης δεν μπορώ παρά να επαινέσω τις κυρίες Αθηνά Δρανδάκη και Αριστέα Καναβάκη για την επιμέλεια των κειμένων και των εικόνων, την κυρία Αγγελική Βλαχοπούλου για την υποδειγματική εκδοτική επιμέλεια και τη Γραφοτεχνική Κρήτης για τη συνολική έκδοση.

 

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΝΟΡΙΑ ΑΔΕΛΕ (ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ)

 

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Παναγιώτη Παρασκευά

Η Ενορία Άδελε

(Μέσα από ένα κατάστιχο Εσόδων και Εξόδων)

 

Τα αρχεία, δυστυχώς, δεν έτυχαν ποτέ στην Ελλάδα της προστασίας και του ενδιαφέροντος του κράτους και των πολιτών. Και αν για τους πολίτες υπάρχει η δικαιολογία της άγνοιας, για το κράτος δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. Χώρες που θεωρούμε λιγότερο ανεπτυγμένες από τη δική μας διαθέτουν από πολλά χρόνια οργανωμένες αρχειακές υπηρεσίες και πολίτες που έχουν κατανοήσει και εμπεδώσει τη σημασία των αρχείων. Στην Ελλάδα μόλις τη δεκαετία του 1980 ιδρύθηκαν Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) στις έδρες των νομών της Χώρας.

Παρεμφερής είναι η κατάσταση και στον νομό Ρεθύμνης, ο οποίος δεν ευτύχησε να διασωθεί (πλην μεμονωμένων περιπτώσεων) προπολεμικό αρχειακό υλικό ούτε στις κρατικές υπηρεσίες, ούτε στις αυτοδιοικητικές, ούτε στις εκκλησιαστικές, γεγονός που στερεί από τους ερευνητές πολύτιμες πληροφορίες από το ιστορικό παρελθόν του τόπου.

Ευτυχώς κάποιες φορές αρχειακό υλικό, που πιθανόν θα κατέληγε στα σκουπίδια, έχει την τύχει να φτάσει στα χέρια του κατάλληλου ανθρώπου και να αξιοποιηθεί δεόντως. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή που παρουσιάζουμε εδώ.

Ο Παναγιώτης Μιχ. Παρασκευάς είναι διδάκτορας της αρχαίας ιστορίας και σήμερα συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Κατοικεί μόνιμα στο  χωριό Άδελε και έχει εκδώσει (μέχρι τώρα) τέσσερα βιβλία με βάση αρχειακό υλικό που βρέθηκε στο Άδελε.

Το παλαιότερο από τα τέσσερα είναι «Οι πρόσφυγες του Ανατολικού Ρεθύμνου. Προσφυγική Ομάς Μαρουλά», που εκδόθηκε το 2008 και αποτελεί δημοσίευση ενός καταστίχου, όπου καταχωρίζονται οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα χωριά που βρίσκονται ανατολικά του Ρεθύμνου.

Το επόμενο εκδόθηκε το 1920 και έχει τίτλο «Σημειώσεις περί του μερτικού των μαστόρων». Πρόκειται για δημοσίευση του καταστίχου με την οικονομική διαχείριση της Ενορίας Άδελε, αρχικά με τις πληρωμές όσων εργάσθηκαν για την ανέγερση του ναού του Αγ. Παντελεήμονα τα έτη 1864-1865 και αργότερα 1871 έως 1883 με τα δούναι και λαβείν της Ενορίας.

Το τρίτο, που εκδόθηκε το 2023, είναι συνέχεια του προηγούμενου και έχει τίτλο «Ἡ Ενορία Άδελε την περίοδο 1883-1909» και υπότιτλο «Μέσα από το βιβλίο Εσόδων-Εξόδων του Ιερού Ναού Αγίου Παντελεήμονα Άδελε». Ο συγγραφέας στο πρώτο μέρος του βιβλίου κάνει μια αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο του καταστίχου που παρουσιάζεται με επίκεντρο το χωριό Άδελε και την Εκκλησία  του Αγίου Παντελεήμονα. Στη συνέχεια παρουσιάζει αναλυτικά το κατάστιχο, που στο πρώτο του μέρος περιέχει το κτηματολόγιο της Ενορίας και ακολούθως την οικονομική της διαχείριση, δηλαδή έσοδα και έξοδα.

Το τελευταίο εκδόθηκε το 2024 και αποτελεί συνέχεια των δύο προηγουμένων. Έχει τίτλο «Ἡ Ενορία Άδελε την περίοδο 1909-1932» και υπότιτλο «Μέσα από το βιβλίο Εσόδων-Εξόδων του Ιερού Ναού Αγίου Παντελεήμονα Άδελε».

Με αφορμή την παρουσίαση ενός καταστίχου με οικονομικά κυρίως στοιχεία ο Παναγιώτης Παρασκευάς βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει το γενικό ιστορικό πλαίσιο της περιόδου 1909-1932 πάντα σε σχέση με το Άδελε, διασώζοντας πολλές πληροφορίες για τον τόπο και τους ανθρώπους του.

Τα τρία τελευταία θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει ως μια τριλογία για το Άδελε και τον ναό του Αγ. Παντελεήμονα, μια πολύτιμη κιβωτό για το Άδελε, που ευτύχησε το σπουδαίο αυτό αρχειακό υλικό να πέσει στα χέρια του κατεξοχήν ειδικού, να αναδειχθεί και να διασωθεί.

Γιάννης Ζ.Παπιομύτογλου

 (Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Ρέθεμνος της 14-9-2024).