Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΡΗΤΗΣ ΜΑΧΜΟΥΤ ΤΖΕΛΑΛΕΝΤΙΝ ΠΑΣΑ (1894).

 

Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου

  

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΡΗΤΗΣ

ΜΑΧΜΟΥΤ ΤΖΕΛΑΛΕΝΤΙΝ ΠΑΣΑ (1894).

 

Ποιος ήταν ο Μαχμούτ πασάς

Ο Μαχμούντ Τζελαλεντίν Πασάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1839. Ανήκε στην υψηλή κοινωνική τάξη των Οθωμανών, γι’ αυτό έλαβε καλή μόρφωση σε ιδιωτικά σχολεία. Εκτός από Τουρκικά γνώριζε Αραβικά, Περσικά και Γαλλικά. Στις βιογραφίες του χαρακτηρίζεται πολιτικός, καλλιγράφος, μουσικοσυνθέτης και ποιητής.


Επομένως θα ανέμενε κανείς, αυτός ο μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος,  να είναι ευγενικός και ήπιος χαρακτήρας, όμως οι Κρητικοί είχαν τη χειρότερη γνώμη γι’ αυτόν και ήταν πολύ μισητός από τους χριστιανούς της Κρήτης. Υπηρέτησε σε πολύ υψηλές θέσεις του Οθωμανικού κράτους, όπως υπουργός Εμπορίου και Δημοσίων Έργων, πέφτοντας όμως συχνά σε δυσμένεια. Στην Κρήτη ήλθε αρκετές φορές με διάφορες αποστολές. Πρώτη φορά ήρθε το 1867, μεσούσης της Μεγάλης Κρητικής Επανάσταση, συνοδεύοντας τον Μεγάλο Βεζύρη Μεχμέτ Ααλή Πασά, ως Γραμματέας του. Δεύτερη φορά ήλθε στην Κρήτη το 1877 με αποστολή να ηρεμήσει τα οξυμένα πνεύματα στο Νησί, που βρισκόταν και πάλι στα πρόθυρα νέας επανάστασης. Το 1889 ήλθε στη Κρήτη για τρίτη φορά με αποστολή να καταστείλει την εξέγερση των διχασμένων Κρητικών. Τέταρτη και τελευταία φορά ήλθε το 1891, όταν με φιρμάνι του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ διορίστηκε, από 1 Σεπτεμβρίου 1891 Γενικός Διοικητής Κρήτης και παρέμεινε σ’ αυτήν τη θέση μέχρι τον Αύγουστο του 1894.

Ο ίδιος θεωρούσε την τοποθέτησή του στην Κρήτη ως εξορία και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ανακληθεί στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια της θητείας του σ’ αυτήν τη θέση υπέβαλε πολλές παραιτήσεις, χωρίς καμιά να γίνει αποδεκτή. Μάλιστα σε μια που υπέβαλε τον Δεκέμβρη του 1893, επικαλέστηκε πρόβλημα υγείας στα μάτια του, αλλά ο Σουλτάνος αντί να τον ανακαλέσει του έστειλε, κατά μία εκδοχή, έναν οφθαλμίατρο κατά μίαν άλλη ένα ζεύγος γυαλιά. Ίσως αυτή η δυσμένεια εκ μέρους της Πύλης, να ήταν ο λόγος που η συσσωρευμένη του οργή ξεσπούσε πάνω στους χριστιανούς της Κρήτης, με αποκορύφωμα την εκτέλεση με απαγχονισμό πέντε Κρητικών τον Γενάρη του 1894[1].

Η Απόπειρα

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 16 Ιουλίου 1894 άγνωστοι αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον  Γενικό Διοικητή Κρήτης Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασά.


Αναλυτικά το περιστατικό έχει ως εξής: 
Ο Μαχμούτ διέμενε στη θερινή του κατοικία στη Χαλέπα Χανίων κοντά στα Ταμπακαριά, όπου είχε μεταφέρει και το γραφείο του. Αργά το βράδυ της 16ης προς 17η Ιουλίου ο Μαχμούτ βρισκόταν στο γραφείο του στο ισόγειο της κατοικίας και είχε συνάντηση με τον με τον Καδή (Ιεροδίκη) των Χανίων και ένα φίλο του Αρμένιο από την Προύσα της Τουρκίας. Το παράθυρο προς τον δρόμο ήταν ανοιχτό λόγω του καύσωνα. Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί από τον δρόμο και ο Μαχμούτ έγειρε αιμόφυρτος πάνω στο γραφείο του. Πάνω στον πανικό και την αναστάτωση που επικράτησε, ουδείς σκέφτηκε να σπεύσει προς αναζήτηση και σύλληψη των δραστών. Όταν αυτό έγινε ήταν πλέον αργά, οι δράστες είχαν εξαφανιστεί. Ο Μαχμούτ είχε τραυματιστεί στο μέτωπο, αλλά όχι πολύ σοβαρά. Το γεγονός κρατήθηκε μυστικό μέχρι την επομένη και μόνο στους Προξένους ανακοινώθηκε αμέσως, οι οποίοι έσπευσαν να επισκεφθούν τραυματία, αφού τηλεγράφησαν και ενημέρωσαν τις κυβερνήσεις τους σχετικά. Η πρόσκαιρη απόκρυψη της απόπειρας οφειλόταν στον φόβο εκδήλωσης ταραχών και πράξεων εκδίκησης εκ μέρους των Οθωμανών εις βάρος των Χριστιανών. Ο Μαχμούτ τηλεγράφησε αμέσως στην Πύλη ότι άγνωστοι επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν και ζήτησε να του επιτραπεί να αναχωρήσει από την Κρήτη για Κωνσταντινούπολη μόλις το επιτρέψει η υγεία του. Μόλις μια εβδομάδα αργότερα, τη Δευτέρα 24 Ιουλίου 1894, έφτασε στα Χανιά ο αντικαταστάτης του Τουρχάν Πασάς. Είναι πολύ πιθανό να είχε αποφασιστεί η αντικατάσταση του Μαχμούτ και απλώς συνέπεσε με την απόπειρα δολοφονίας του. Άλλωστε ήταν σε δυσμένεια και αυτό φαίνεται από το διάταγμα αντικατάστασής του, όπου χρησιμοποιείται ό όρος επαύθη αντί του συνήθους παρητήθη.  Ο Μαχμούτ αναχώρησε οικογενειακώς εσπευσμένα από την Κρήτη την επομένη της άφιξης του αντικαταστάτη του Τουρχάν Πασά, με το ίδιο πλοίο που ο τελευταίος έφτασε στα Χανιά.

Οι έρευνες και οι συλλήψεις

Όπως ήταν αναμενόμενο, το πρωτοφανές αυτό περιστατικό προκάλεσε αναστάτωση στην κοινή γνώμη των Χανίων και τη σφοδρή αντίδραση των Αρχών. Υπήρχε ο φόβος να ξεσπάσουν ταραχές με το μουσουλμανικό στοιχείο να καταφέρεται κατά του χριστιανικού, το οποίο θεωρούνταν υπεύθυνο για την απόπειρα. Η Αστυνομία και γενικότερα οι τουρκική διοίκηση δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η απόπειρα δολοφονίας του Γεν. Διοικητή ήταν έργο χριστιανών. Ούτε στιγμή δεν απασχόλησε τις Αρχές το επιχείρημα ότι οι χριστιανοί δεν είχαν συμφέρον να πράξουν κάτι τέτοιο αφού ήταν σίγουρο ότι οι υπόνοιες θα έπεφταν πάνω τους και θα υφίσταντο τις συνέπειες.

Η τακτική δικαιοσύνη παραμερίστηκε και τις ανακρίσεις ανέλαβε τετραμελής επιτροπή, που αποτελούσαν ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής, δηλαδή επρόκειτο για έκτακτο στρατοδικείο. Αμέσως άρχισαν συλλήψεις εκατοντάδων χριστιανών, ανδρών και γυναικών αδιακρίτως, κυρίως κατοίκων της Χαλέπας. Επειδή τα βυρσοδεψεία (ταμπακαριά) βρίσκονταν κοντά στην κατοικία του Μαχμούτ, συνελήφθησαν όλοι οι βυρσοδέψες το πρωί της Τρίτης (17/7) καθώς προσέρχονταν στη δουλειά τους. Ακολούθησε η σύλληψη και φυλάκιση των χριστιανών δημογερόντων της Χαλέπας και αρκετών χριστιανών της περιοχής με παράλληλη εξονυχιστική έρευνα των κατοικιών τους. Μεταξύ των άλλων κατοικιών διενεργήθηκε έρευνα  και στο σπίτι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πληρεξουσίου Χανίων, γεγονός που δυσαρέστησε και εξόργισε του χριστιανούς των Χανίων.

Στο σπίτι του Σοφοκλή Κουντάκη βρέθηκαν κρυμμένα όπλα, γεγονός που ήταν αρκετό για να οδηγηθεί όλη η οικογένεια στη φυλακή συμπεριλαμβανομένων των κοριτσιών και των μικρών παιδιών. Τον Σοφοκλή Κουντάκη ανέκρινε με άγριο ξυλοδαρμό ο ίδιος ο πρόεδρος του στρατοδικείου. Αφού δεν πέτυχε τίποτα διέταξε τους στρατιώτες να τον πάρουν και να τον οδηγήσουν δήθεν στην αγχόνη. Αφού και αυτό το τέχνασμα δεν έφερε αποτέλεσμα, τον επανάφεραν στη φυλακή.

Το ίδιο τέχνασμα εφαρμόστηκε και κατά του Χριστούλη Κτενιαδάκη, ο οποίος όμως πίστεψε ότι πάει για εκτέλεση και πάνω στην απελπισία του όρμησε σε έναν στρατιώτη και του απέσπασε το όπλο, το οποίο -δυστυχώς γι’ αυτόν- ήταν άδειο. Τότε οι στρατιώτες έπεσαν επάνω του και τον ξυλοκόπησαν τόσο άγρια, που τον άφησαν ημιθανή. Συνελήφθησαν επίσης όλα τα μέλη των οικογενειών Λαρεντζάκη και Παπαδάκη που απαγχονίσθηκαν αδίκως από τον Μαχμούτ τον Γενάρη του ίδιου έτους.


Μάλιστα ο πατέρας του απαγχονισθέντος Γ. Παπαδάκη ιερέας  Παπά-Πέτρος θεωρήθηκε ύποπτος επειδή μετά τον απαγχονισμό του γιου του, άφησε το χωριό του Λουτράκι Κυδωνίας και εγκαταστάθηκε στη Χαλέπα, όπου έγινε η απόπειρα.

Είναι προφανές ότι προκειμένου να αποσπάσουν ομολογίες χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα. Άγριοι βασανισμοί κατά πάντων, ανδρών και γυναικών και όχι μόνο των υπόπτων αλλά και των απλών μαρτύρων. Για να αντιληφθούν πληρέστερα οι αναγνώστες την αγριότητα της κατάστασης παραθέτω αυτολεξεί δύο αποσπάσματα από εφημερίδες των Αθηνών, τα οποία στηρίζονται σε επιστολές εκ Χανίων:

…Είνε δε φρικτά και αποτρόπαια τα βάσανα εις τα οποία τους υποβἀλλουσι. Τα της Ιεράς Εξετάσεως θα ωχρίων προ της αγριότητος τούτων. Τους τυραννούν διά να μαρτυρήσωσιν ό,τι δεν γνωρίζουσι. Αι ανηλεείς μαστιγώσεις είνε αι αβρότεραι θωπείαι διά τους δυστυχείς ανακρινομένους. Υποβάλλουν αυτούς εις φρικτά και άγρια βασανιστήρια απεριγράπτου θηριώδους επινοίας…

…Άνθρωποι ευυπόληπτοι, καταστηματάρχαι, κτηματίαι και γεωργοί, ως μάρτυρες και ύποπτοι συλληφθέντες, απολυόμενοι, -όσοι απολύονται- είνε ως τρελλοί, δι’ όσα είδον και έπαθον...

Η σύλληψη των δραστών

Πέρασε σχεδόν ένας μήνας από την ημέρα της απόπειρας και το αποτέλεσμα των συλλήψεων, ανακρίσεων και βασανισμών ήταν μηδενικό. Οι έρευνες είχαν φτάσει σε αδιέξοδο όταν στις 10 Αυγούστου κυκλοφόρησε η φήμη ότι συνελήφθησαν τρεις νεαροί ως δράστες της απόπειρας κατά του Μαχμούτ και ότι οι δύο ήταν από τον Αποκόρωνα και ο τρίτος από τη Χαλέπα. Πράγματι δυο τρεις μέρες μετά δημοσιεύθηκε σε εφημερίδες των Αθηνών η σύλληψη των δραστών με αναλυτικές πληροφορίες, που προέρχονταν από επιστολές εκ Χανίων. Σύμφωνα με αυτές οι τρεις νεαροί (κάτω των είκοσι ετών) κατοικούσαν στη Χαλέπα και μετά την απόπειρα αναχώρησαν από εκεί, κάτι που τους κατέστησε ύποπτους και άρχισε η αναζήτησή τους. Τελικά έφτασε στις Αρχές η πληροφορία ότι κρύβονταν στο χωριό Κεφαλάς Αποκορώνου, αλλά πριν τους συλλάβουν πρόλαβαν και αναχώρησαν από την Πλάκα Αποκορώνου με πλοιάριο ιδιοκτησίας κάποιου Όθωνα Αποκορωνιώτη. Αμέσως δόθηκε εντολή στο πολεμικό πλοίο «Ισμαήλ», που ναυλοχούσε στη Σούδα, να σπεύσει προς αναζήτησή τους. Σύντομα εντοπίστηκε το πλοιάριο να πλέει ανοιχτά της θέσης Σταυρός Ακρωτηρίου, οπότε και τούς συνέλαβαν μαζί με τον ιδιοκτήτη του πλοιαρίου και τον βοηθό του.. Επρόκειτο για νεαρά παιδιά, που ο μεγαλύτερος ήταν 18 ετών και τα ονόματά τους ήταν Ιωάννης Παπαδάκης ή Βολοσυράκης, Ηλίας Κουκλάκης και Ι. Γαλανάκης. Κλείστηκαν στις φυλακές και λίγες μέρες μετά έγινε γνωστό ότι ομολόγησαν. Ουδείς γνωρίζει αν η ομολογία ήταν αποτέλεσμα βασανισμού ή φόβου λόγω του νεαρού της ηλικίας.

Η δίκη και οι ποινές

Κάποια στιγμή έγινε η δίκη σε πρώτο βαθμό, πιθανόν τον Οκτώβριο, τόσο για τους τρεις κατηγορούμενους όσο και για τους δύο ναυτικούς, που τους βοήθησαν να αποδράσουν, αλλά δεν έχουμε πληροφορίες ούτε για το δικαστήριο ούτε για τις ποινές.  Έχουμε όμως πληροφορίες για τις δίκες σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο Χανίων. Το Εφετείο ήταν 5μελές με τρεις Χριστιανούς δικαστές και δύο Οθωμανούς. Προηγήθηκε η δίκη των δύο ναυτικών, η οποία έγινε στις αρχές Νοεμβρίου και καταδικάστηκαν, ο μεν πλοίαρχος Όθων Αποκορωνιώτης[2] σε φυλάκιση ενός έτους, ο δε ναύτης του σε φυλάκιση 6 μηνών.

Η δίκη των κατηγορουμένων για την απόπειρα δολοφονίας του Μαχμούτ Πασά έγινε στα μέσα Νοεμβρίου 1894. Η ανώτερη ποινή που προέβλεπε ο ποινικός νόμος εκείνης της εποχής, για απόπειρα δολοφονίας από πρόθεση ήταν 15 χρόνια κάθειρξη. Οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν: Στον τον Ηλία Κουκλάκη, ως φυσικό αυτουργό, 25 χρόνια και στους Ι. Γαλανάκη και Ι. Παπαδάκη, ως συνεργούς 15 και 10 χρόνια αντίστοιχα. Το δικαστήριο δικαιολόγησε την ποινή των 25 χρόνων, που ήταν πάνω από την προβλεπόμενη από τον νόμο, με το επιχείρημα ότι η απόπειρα στρεφόταν κατά κρατικού υπαλλήλου, ο οποίος βρισκόταν εν ώρα υπηρεσίας!

Η απόφαση προκάλεσε αγανάκτηση στους χριστιανούς των Χανίων και όχι μόνο. Η αγανάκτηση στρεφόταν κατά των τριών χριστιανών δικαστών, από τους οποίους ο χριστιανικός πληθυσμός περίμενε τουλάχιστον να τηρήσουν τον νόμο. Σε επιστολή εκ Χανίων δημοσιευμένη στην εφημερίδα Λευκά Όρη, που εκδιδόταν στην Αθήνα, εκφράζεται με σκληρά λόγια αυτή η αγανάκτηση κατά των χριστιανών δικαστών. Ιδού ένα απόσπασμα: …Άξιος ο μισθός των δικαστών, αι αραί δε των συγγενών των καταδικασθέντων να επιπέσωσιν επί της κεφαλής των δικαστών τούτων και επί των τέκνων των…

Βρισκόμαστε στο τέλος του 1894 και από το επόμενο έτος η Κρήτη εισέρχεται σε επαναστατική περίοδο (1895-1898), που καταλήγει στην Αυτονομία, οπότε βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι καταδικασθέντες απελευθερώθηκαν το αργότερο το 1898.

ΠΗΓΕΣ

·        Εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ» Αθηνών, 1894.

·        Εφημερίδα «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ» Αθηνών, 1894.

·        Εφημερίδα «ΛΕΥΚΑ ΟΡΗ» Αθηνών, 1894.



[1] Βλ. Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου, «Απαγχονισμοί στην Κρήτη το 1894, Χανια-Ρέθυμνο-Ηράκλειο», Χανιώτικα Νέα, 8-8-2025 και στο https://rethymniates.blogspot.com/2025/08/1894.html

[2] Δεν γνωρίζουμε αν το «Αποκορωνιώτης» δείχνει καταγωγή από τον Αποκόρωνα ή είναι επώνυμο.

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΟ 1894

 Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου 

ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΟ 1894

Χανιά – Ρέθυμνο – Ηράκλειο

Μαχμούτ Τζελαλεντιν Πασάς
Το 1894, με το ξεκίνημα του νέου χρόνου και αφού είχαν περάσει οι γιορτές του δωδεκαημέρου, συνέβη ένα γεγονός που συντάραξε τους Κρητικούς. Τα ξημερώματα της 8ης Ιανουαρίου, ημέρα Δευτέρα, ταυτόχρονα και στις τρεις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, απαγχονίστηκαν πέντε άνθρωποι. Δύο στα Χανιά, δύο στο Ρέθυμνο και ένας στο Ηράκλειο. Οι εκτελέσεις έγιναν με σουλτανικό διάταγμα, το οποίο σίγουρα προκλήθηκε ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διοικητή Κρήτης Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασά. Το γεγονός προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο χριστιανικό στοιχείο της Κρήτης επειδή η θανατική ποινή δεν είχε εκτελεστεί για πολλά χρόνια και στην ουσία είχε σιωπηρώς καταργηθεί. Από το τέλος της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) και καθ’ όλη την περίοδο της Σύμβασης της Χαλέπας (1878-1889), οι Γενικοί Διοικητές Κρήτης (κυρίως χριστιανοί) δεν αποφάσισαν την εκτέλεση κάποιου θανατοποινίτη, παρότι υπήρξαν αρκετές θανατικές καταδίκες. To 1889 με μια τελείως αψυχολόγητη ενέργεια η συντηρητική παράταξη της Κρήτης (οι λεγόμενοι Καραβανάδες), που έχασαν τις εκλογές στις 2 Απριλίου κήρυξαν την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα στις 6 Μαΐου. Την πράξη αυτή αποκήρυξε η Ελληνική Κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη, ενώ η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε το γεγονός και ανακάλεσε όλα τα προνόμια που παραχωρούσε στους Κρητικούς η Σύμβαση της Χαλέπας και ανάμεσα σ’ αυτά αυτό που προέβλεπε τον ορισμό χριστιανού στη θέση του Γενικού Διοικητή Κρήτης.

Έτσι ενώ είχε προηγηθεί από το 1877 μια σειρά χριστιανών διοικητών, από το 1889 αρχίζει ο διορισμός Τούρκων διοικητών με τρίτον στη σειρά τον Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασά, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του Γενικού Διοικητή από το 1891 έως τον Αύγουστο του 1894, οπότε αναχώρησε από την Κρήτη εσπευσμένα λόγω απόπειρας δολοφονίας και τραυματισμού του, γεγονός που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν πολύ μισητός στους χριστιανούς της Κρήτης.

Η είδηση των απαγχονισμών στην εφ. Μεσόγειος
Οι πηγές για τη σύνταξη του παρόντος κειμένου είναι κυρίως Αθηναϊκές εφημερίδες, που δημοσίευαν, δίκην ανταποκρίσεων, επιστολές από την Κρήτη με ανώνυμους αποστολείς. Στην Κρήτη, από το 1889, είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία εφημερίδων με εξαίρεση τις εφημερίδες «Μεσόγειος» στα Χανιά και «Ηράκλειον» στο Ηράκλειο, οι οποίες όπως ήταν φυσικό, απέφευγαν τη δημοσίευση κειμένων και ειδήσεων ενοχλητικών για το καθεστώς. Έτσι βλέπουμε η «Μεσόγειος» ένα τόσο συνταρακτικό γεγονός της εκτέλεσης πέντε ανθρώπων, να το προσπερνάει με ένα μονόστηλο μόλις 30 λέξεων.
Στο ίδιο φύλλο (8/1/1894) η «Μεσόγειος» δημοσιεύει την είδηση της απονομής χάρης σε τέσσερις καταδίκους από τον Νομό Ηρακλείου, προφανώς για να ελαττώσει την αλγεινή εντύπωση που προκάλεσαν οι απαγχονισμοί.

Αντίθετα η εφημερίδα «Ηράκλειον» κάνει εκτεταμένη αναφορά στο γεγονός  του απαγχονισμού στο Ηράκλειο, απ’ όπου αντλούμε τις πληροφορίες που δημοσιεύουμε εδώ.

Στα Χανιά

Η Porta Retemniota των Βενετών ή Καλέ Καπισί των
Οθωμανών, όπως τη σχεδίασε ο G. Gerola (Monumenti
Veneti... vol. 1, p. 461).
Τη Δευτέρα το πρωί της 8ης Ιανουαρίου 1894 οι Χανιώτες βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Έξω από την κεντρική πύλη της πόλης (Καλέ Καπισί) κρέμονταν δύο (ένας από κάθε πλευρά) απαγχονισμένοι. Όλες οι Αθηναϊκές εφημερίδες που δημοσίευσαν την είδηση του απαγχονισμού («Ακρόπολις», «Εθνική Σημαία», «Παλλιγγενεσία») γράφουν επί λέξει ότι ο απαγχονισμός έγινε «…ἐν ἑκατέρα τῶν θυρῶν της πόλεως…» και δημιουργείται η εντύπωση ότι έγιναν απαγχονισμοί και στις δύο βασικές πύλες της πόλης, Καλέ Καπισί και Κουμ Καπί. Το θέμα αποσαφηνίζεται από το εξής απόσπασμα της εφημερίδας «Εθνική Σημαία»: «…μετεφέρθησαν εἰς Καλεκαπησί ἔνθα εἶχε στηθεί ἀγχόνη καί ἀπηγχόνησαν αὐτούς τόν μέν ἕνα ἔξωθεν τοῦ ἑνός καλεκαπισιού τόν δέ ἔξωθεν τοῦ ἑτέρου».  Άρα εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης υπήρχαν δύο μικρότερες βοηθητικές πυλίδες που η εφημερίδα ονομάζει καλεκαπισιά.

Οι εκτελέσεις δεν είχαν προαναγγελθεί και γι’ αυτό προκάλεσαν πολύ μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη στους χριστιανούς της πόλης. Λέγεται ότι την προηγουμένη των εκτελέσεων ο ίδιος ο Γενικός Διοικητής Κρήτης ο Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασάς επισκέφθηκε τον τόπο της εκτέλεσης και έδωσε σχετικές οδηγίες. Επίσης ο ίδιος στις τρεις η ώρα τα ξημερώματα της Δευτέρας, ηγούμενος τμήματος τακτικού στρατού και έφιππων χωροφυλάκων, παρέλαβε από τις φυλακές τους φυλακισμένους Γεώργιο Παπαδάκη και Ιωάννη Λαρεντζάκη και τους οδήγησε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου παρακολούθησε τον απαγχονισμό. Λέγεται ότι ο ίδιος ο υπασπιστής του Μαχμούτ ανέλαβε ρόλο δημίου και πέρασε τη θηλιά στους λαιμούς των μελλοθάνατων και τους απαγχόνισε χωρίς να τους ανεβάσει σε κάποιο κάθισμα και να το τραβήξει απότομα επιφέροντας σύντομο θάνατο, αλλά τους ανέβασε σιγά-σιγά και βασανιστικά τραβώντας το σχοινί, με όσους Οθωμανούς παραβρέθηκαν να λοιδορούν και να υβρίζουν τους δυστυχείς Λαρεντζάκη και Παπαδάκη.

Οι Λαρεντζάκης και Παπαδάκης κατάγονταν από το χωριό Λουτράκι Κυδωνίας και είχαν καταδικαστεί σε θάνατο κατηγορούμενοι για τον φόνο ενός Οθωμανού ονόματι Τεφίκ Μπάτρης ή Μπετράκης ή Μπατράκης, αδελφού του Ανακριτή Ρεθύμνης. Υπήρχε μάλιστα η πεποίθηση στους Χανιώτες ότι αυτή η συγγένεια ήταν η αιτία των απαγχονισμών επειδή ο Ανακριτής Ρεθύμνης είχε στενές σχέσεις με υψηλά πρόσωπα στην Κωνσταντινούπολη και προκάλεσε τους απαγχονισμούς.

Οι δύο κατηγορούμενοι παρά τα φρικτά βασανιστήρια, ουδέποτε παραδέχτηκαν ότι αυτοί δολοφόνησαν τον Μπάτρη και φώναζαν ότι είναι αθώοι. Ακόμη και το δικαστήριο που τούς δίκασε με πρόεδρο τον Ν. Στρατουδάκη και δύο Οθωμανούς δικαστές, δεν πείσθηκε για την ενοχή τους, αλλά η Γεν. Διοίκηση απαίτησε την καταδίκη τους, όπερ και εγένετο. Είχε προηγηθεί καταγγελία κατά του του τρίτου αδελφού Μπάτρη, ότι πλήρωσε δολοφόνους να σκοτώσουν τον αδελφό του για κληρονομικές διαφορές, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο η καταγγελία δεν είχε καμιά τύχη.

Οι απαγχονισθέντες παρέμειναν κρεμασμένοι  στην αγχόνη μέχρι το μεσημέρι, οπότε τους παρέλαβαν Χανιώτες χριστιανοί και τους μετέφεραν στον ναό του Αγίου Λουκά. Εκεί πλήθος αγανακτισμένων χριστιανών των Χανίων τους συντρόφευε μέχρι να έλθουν οι συγγενείς και συγχωριανοί τους να τους παραλάβουν. Όμως ο Τουρκικός στρατός είχε αποκλείσει όλες τις διόδους προς την πόλη και ήταν αδύνατη η προσέγγιση οποιουδήποτε. Η Διοίκηση ειδοποίησε ότι οι συγγενείς δεν πρόκειται να έλθουν και ζήτησε να ενταφιάσουν τους νεκρούς άμεσα, διαφορετικά θα τους έριχνε στη θάλασσα. Προ αυτού του ενδεχομένου οι χριστιανοί ενταφίασαν τους νεκρούς στο νεκροταφείο της πόλης.

Την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 1894 τελέσθηκε στα Χανιά το μνημόσυνο των δύο απαγχονισθέντων Λαρεντζάκη και Παπαδάκη. Στο μνημόσυνο χοροστάτησε ο επίσκοπος Κυδωνίας Νικηφόρος παρά το γεγονός ότι του είχε διαμηνυθεί από τον Μαχμούτ να μην παραστεί. Το μνημόσυνο παρακολούθησε ἄπειρον πλῆθος ἐν δικαίᾳ ἐξάψει διατελοῦν. Τους συγγενείς και συγχωριανούς από το χωριό Λουτράκι στρατιωτική δύναμη εμπόδισε να παρευρεθούν.

Στο Ρέθυμνο

Το πρωί της 8ης Ιανουαρίου 1894 οι χωρικοί που έρχονταν από τα ανατολικά και δυτικά χωριά του Ρεθύμνου, βρήκαν κλειστές τις αντίστοιχες πύλες (την Πύλη της Άμμου στα ανατολικά και την Μαρμαρόπορτα στα δυτικά), γεγονός που τους οδηγούσε υποχρεωτικά στην Μεγάλη Πόρτα που αποτελούσε την κεντρική είσοδο της πόλης. Εκεί κατέφθαναν και οι χωρικοί που έρχονταν από τον Άη Βασίλη και από τα χωριά νότια του Ρεθύμνου, προκειμένου να μπουν στο Ρέθυμνο για τις δουλειές τους. Έτσι όλοι αυτοί, καθώς και όσοι έβγαιναν από την πόλη, βρέθηκαν μπροστά σε ένα φρικτό θέαμα. Δύο άνθρωποι κρέμονταν απαγχονισμένοι, με καρφιτσωμένη στο στήθος την απόφαση εκτέλεσης γραμμένη ελληνικά και τουρκικά, στον γνωστό πλάτανο που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν ως αγχόνη και τον οποίο ο αείμνηστος γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκις αποκαλεί «… ἡ παρά τον Ναόν των τεσσάρων Νεομαρτύρων κατηραμένη πλάτανος».

Η φωτογραφία είναι της δεκαετίας του 1880. Στο κέντρο 
ο μιναρές της Βαλιδέ Σουλτάνας, μέρος του χερσαίου
τείχουςτης πόλης και ο πλάτανος.

Επί Ενετοκρατίας οι απαγχονισμοί στο Ρέθυμνο γίνονταν στον λόφο του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος για τον λόγο αυτόν, τότε λεγόταν Φουρκοκέφαλο (φούρκα=κρεμάλα, αγχόνη).

Όπως και στα Χανιά, το γεγονός προκάλεσε αίσθηση και οδυνηρή έκπληξη στους χριστιανούς, επειδή είχαν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από την τελευταία εκτέλεση. Με φρίκη και συγκίνηση ατένιζαν τους κρεμασμένους σε αντίθεση με τους Τούρκους που δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η μυστικότητα που υπήρξε γύρω από το θέμα, καθώς κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό. Ακόμη και ο εφημέριος της πόλης παπά Γεώργιος πού κλήθηκε να εξομολογήσει και κοινωνήσει τον δυστυχή Φουντουλάκη, μετά την εκτέλεση των ιερών του καθηκόντων, κρατήθηκε στο Διοικητήριο μέχρι που έγιναν οι απαγχονισμοί για να μη διαρρεύσει στην πόλη το μυστικό της εκτέλεσης.

Οι απαγχονισμένοι ήταν ο 24χρονος χριστιανός Εμμανουήλ Φουντουλάκης ή Φουντούλης από το χωριό Ρούστικα και ο 20χρονος μουσουλμάνος Ομέρ Κανελλάκης, από το χωριό Αμπελάκι. Είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, ο πρώτος για τον φόνο του Μεχμέτ Φουρναράκη, κρεοπώλη από την Παλαίλιμνο στις 3 Ιουλίου του 1893 και ο δεύτερος για τον φόνο του εξηντάχρονου ιερέα των Μελάμπων Νικολάου Αυγουστάκη στις 22 του ίδιου μήνα.

Για την ενοχή του Φουντουλάκη δεν υπήρχαν αποδείξεις ούτε ομολογία του ίδιου. Εκείνο που κατά τις Τουρκικές Αρχές της πόλης ενοχοποιούσε τον Φουντουλάκη ήταν ότι πωλούσαν ζώα μαζί με τον Κανελλάκη και νυχτώθηκαν στο Ατσιπόπουλο, όπου αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν. Ο Τούρκος ζωέμπορος έμεινε με τα ζώα του έξω από το χωριό, ενώ ο Φουντουλάκης πήγε στο χωριό για να κοιμηθεί. Το πρωί ο Φουρναράκης βρέθηκε σκοτωμένος και οι υποψίες έπεσαν στον Φουντουλάκη, ο οποίος συνελήφθη.

Αεροφωτογραφία του 1940 όπου διακρίνονται: 1. ο πλάτανος, 
2. ο παλαιός ναός των 4 Μαρτύρων, 3. τα χασαπιά, 4. το Τζαμί
της Βαλιδέ Σουλτάνας και 5. το Γυμνάσιο Θηλέων.

Για την υπόθεση του φόνου του Μελαμπιανού  ιερέα έγινε γνωστό ότι ο Κανελάκης μαζί με τον  50χρονο Αχμέτ Μαχμουτάκη από τη Γενή Αμαρίου, σε ενέδρα έξω από το χωριό Καρέ σκότωσαν τον ιερέα και τραυμάτισαν σοβαρά τον ανιψιό του Αλέξανδρο Μελιδονιώτη, μάλιστα ως απόδειξη του φόνου έκοψαν το αυτί του παπα Νικολή Αυγουστάκη. Οι ανακρίσεις κατέληξαν ότι ο φονιάς ήταν ο Κανελλάκης και ο Μαχμουτάκης ήταν συνεργός,

Το δικαστήριο, που έγινε στις 21 Αυγούστου καταδίκασε  τον μεν Κανελάκη σε θάνατο τον δε Μαχμουτάκη σε 15 χρόνια φυλάκιση. Η εφημερίδα «Εθνική Σημαία» σε ανταπόκρισή της από το Ρέθυμνο υποστηρίζει ότι και ο νεαρός Κανελλάκης ήταν αθώος και πραγματικός ένοχος  ήταν ο Μαχμουτάκης, ευνοούμενος του υποδιοικητή Ρεθύμνης.

Λέγεται ότι ο Κανελλάκης ήταν από χριστιανή μητέρα, γεγονός που οδήγησε τους Οθωμανούς να πανηγυρίζουν λέγοντας ότι, στους πέντε συνολικά απαγχονισθέντες στην Κρήτη, αυτοί έχασαν μόνο μισόν Τούρκον ενώ οι γκιαούριδες τεσσερισήμισι.

Περί το μεσημέρι τους κατέβασαν από τις κρεμάλες και επέτρεψαν στους συγγενείς του Φουντουλάκη, που είχαν ειδοποιηθεί, να τον παραλάβουν και να τον θάψουν στο νεκροταφείο της πόλης. Από εκεί, μετά την νεκρώσιμη ακολουθία, οι συγγενείς παρέλαβαν τον νεκρό με σκοπό να τον μεταφέρουν στα Ρούστικα για να ταφεί με τους προγόνους του. Αλλά ενώ είχε απομακρυνθεί ο νεκρός και η συνοδεία του περίπου ένα χιλιόμετρο, κατέφθασε στρατός και χωροφύλακες και τους υποχρέωσαν βιαίως να επιστρέψουν στο νεκροταφείο όπου και τον ενταφίασαν την επομένη παρουσία πλήθους αγανακτισμένων Ρεθεμνιωτών.

Όλες οι παραπάνω πληροφορίες έχουν αντληθεί από διάφορες πηγές που σε γενικές γραμμές ταυτίζονται. Υπάρχει όμως και μια άλλη πηγή, που λόγω της συντομίας της την παραθέτουμε αυτούσια. Είναι η έκθεση του Γεωργίου Χατζηγρηγοράκη, Υποπροξένου της Ρωσίας στο Ρέθυμνο προς τον Πρόξενο της Ρωσίας στα Χανιά, όπου λακωνικά και με αυστηρά υπηρεσιακή γλώσσα περιγράφει τα γεγονότα:

Έν Ρεθύμνῃ τῇ 10 Ιανουαρίου 1894

Ἐξοχώτατε,

Λαμβάνω την τιμήν νά ἀναφέρω πρός Ὑμᾶς ὅτι,

……………………………………………………………………………………………………………

Την 7ην πρός 8ην ἐνεστῶτος μηνός μετά τό  μεσονύκτιον ἀπηγχονίσθησαν ἐνταῦθα ὁ Φουντουλάκης, χριστιανός, ὅστις ἀδίκως ἄνευ μαρτυριῶν κατ’ αὐτοῦ, ἄνευ ἰδικῆς του καταθέσεως (σ.σ. ενν. ομολογίας) καί ἄνευ ἰσχυρῶν τεκμηρίων εἶχε καταδικασθῆ εἰς θάνατον παρά τοῦ ἐνταῦθα κακουργοδικείου διά τόν φόνον τοῦ Ὀθωμανοῦ φουρνάρη εἰς Ἀτσιπόπουλον καί ὁ Κανελλάκης, Τοῦρκος, ὅστις εἶχε καταδικασθῆ μετά πολλῶν ὅμως τεκμηρίων καί  ἰδικῆς του καταθέσεως διά τόν φόνον τοῦ ἐκ Μελάμπων Ἁγίου Βασιλείου ἱερέως. Φρίκη καί ἀγανάκτησις μεγίστη καί γενική κατήφεια παρουσιάζεται ένταῦθα εἰς πάντων τῶν χριστιανῶν τά πρόσωπα, αναλογιζομένων ὅτι ἀφοῦ ἅπαξ ἤρξατο ἡ ἀγχόνη λειτουργοῦσα καί  εἰς χεῖρας ἀδιστάκτως μεροληπτοῦσας ἀφεθεῖσα, θά  έπιφέρῃ μεγίστην καταστροφήν ὑπό τό  πρόσχημα τῆς δικαιοσύνης εἰς τό χριστιανικόν στοιχεῖον καί πάντες ἐν μιᾷ φωνῇ θρηνῶσι τόν  ἀδίκως καταδικασθέντα χριστιανόν Φουντουλάκην καί τήν τύχην πολλῶν χριστιανῶν οἵτινες θά  πάθωσιν εἰς τό μἐλλον.

Ταπεινός Ὑμῶν θεράπων

Γεώρ. Ἰω. Χατζηγρηγοράκης

 

Στο Ηράκλειο

Και στο Ηράκλειο έγινε ένας απαγχονισμός και, όπως και στις άλλες δυο πόλεις, την ίδια μέρα και ώρα. Και εδώ τηρήθηκε πλήρης μυστικότητα και έτσι όσοι Ηρακλειώτες ξύπνησαν πολύ πρωί και περνούσαν από την πλατεία Διοικητηρίου (σημερινό πάρκο Θεοτοκόπουλου) πηγαίνοντας στις δουλειές τους, ξαφνικά βρίσκονταν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ένας νέος άνδρας κρεμόταν  κρεμόταν, πολύ πρόσφατα απαγχονισμένος, από τον γέρικο πλάτανο, υπήρχε μπροστά στο Διοικητήριο. Στο στήθος του ήταν καρφιτσωμένο χαρτί, που έγραφε στην Ελληνική και Τουρκική γλώσσα:

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΛΙΜΠΑΚΗΣ

Καταγόμενος ἐξ Ἐπάνω Χωρίου τῆς ἐπαρχίας Ἱεραπέτρου, κατηγορηθείς ἐπί τῷ φόνῳ τοῦ πάππου αὐτοῦ Ἰωάννου Μαρκουλάκη, δικασθείς δέ δημοσίᾳ ἐνώπιον τοῦ Κακουργιοδικείου Χανίων και καταδικασθείς εἰς τήν ποινήν τοῦ θανάτου ὑπέστη ταύτην κατά τόν νόμον συνεπείᾳ τοῦ σχετκοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Διατάγματος.  
                      

Το Διοικητήριο Ηρακλείου μπροστά στο οποίο έγινε ο απαγχονισμός.
Η εφημερίδα «Ηράκλειον» αναφέρει ότι λίγη ώρα πριν τον απαγχονισμό τον μελλοθάνατο επισκέφτηκε ο ιερέας του μητροπολιτικού ναού πατήρ Τίτος, προκειμένου να τον εξομολογήσει και να τον κοινωνήσει. Ο ιερέας προσπάθησε να του αποκρύψει τον λόγο της κοινωνίας και εξομολόγησης μέσα στη νύχτα, όμως ο Μολιμπάκης κατάλαβε, αλλά παρέμεινε ψύχραιμος. Αμέσως μόλις αποχώρησε ο ιερέας, ο κατάδικος οδηγήθηκε στην αγχόνη, που είχε ετοιμαστεί στον πλάτανο μπροστά από το Διοικητήριο. Κάτω από τον πλάτανο υπήρχε ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι ένα κάθισμα, στο οποίο υποχρεώθηκε ο κατάδικος να ανέβει. Ο δήμιος τράβηξε απότομα το κάθισμα και ο θάνατος επήλθε ακαριαία. Ο νεκρός παρέμεινε κρεμασμένος μέχρι το μεσημέρι, οπότε παραδόθηκε από τις τουρκικές αρχές στις χριστιανικές εκκλησιαστικές αρχές του Ηρακλείου, προκειμένου να ενταφιαστεί. Πράγματι μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου, το οποίο η εφημερίδα χαρακτηρίζει νέον έξω της Καινούργιας Πόρτας.

Ο Ιωάννης Μολιμπάκης κατά τον θάνατό του ήταν 28 ετών και καταγόταν από το Πάνω Χωριό Ιερἀπετρας. Λίγο μετά τη γέννησή του η μητέρα του πέθανε και την ανατροφή του ανέλαβε ο Ιωάννης Μαρκουλάκης, παππούς του από την πλευρά της μητέρας του. Για τον πατέρα του δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ο παππούς του τον ανέθρεψε με επιμέλεια και στοργή και όταν έφτασε σε κατάλληλη ηλικία τον πάντρεψε το 1887 με μια χωριανή του, παραχωρώντας του μέρος της περιουσίας του. Μετά τον γάμο κατοίκησαν μαζί, δηλαδή ο παππούς με τη γυναίκα του και οι νιόπαντροι. Στην αρχή τα δυο ζευγάρια ζούσαν αρμονικά, αργότερα όμως οι γέροντες άρχισαν να παραπονούνται ότι δεν είχαν την απαραίτητη φροντίδα εκ μέρους του νεαρού ζεύγους. Οι σχέσεις των δύο ζευγαριών επιδεινώνονταν συνεχώς και τελικά οι γέροντες εγκαταστάθηκαν σε χωριστό οίκημα, όπου μετά από λίγο πέθανε η σύζυγος του παππού. Τα παράπονα του παππού εντάθηκαν μετά τον θάνατο της γυναίκας του, και άρχισε να απειλεί ότι θα αποκληρώσει τον εγγονό του. Η απειλή εν μέρει πραγματοποιήθηκε όταν πούλησε το σπίτι που έμενε το νεαρό ζεύγος και απείλησε τον εγγονό ότι θα τον αποκληρώσει και από την υπόλοιπη περιουσία. Αυτό εξόργισε τον νέο τόσο πολύ που τον οδήγησε στη σκέψη και στην απόφαση να σκοτώσει τον παππού του. Έτσι μια νύχτα του 1888 πραγματοποίησε την απόφασή του. Συνελήφθη ως κύριος ύποπτος και παρά την αρχική του άρνηση, τελικά ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο δολοφόνος και το Κακουργιοδικείο Χανίων των καταδίκασε σε θάνατο.

Επίλογος

Εύλογα οι αναγνώστες θα αναρωτηθούν γιατί έγιναν αυτοί οι απαγχονισμοί και μάλιστα τόσο ξαφνικά και απροειδοποίητα. Η πιο λογική εξήγηση είναι ότι ο Μαχμούτ, βλέποντας ότι οι Κρητικοί είναι σε συνεχή αναβρασμό μετά το 1889, και θέλοντας να προλάβει όποια επαναστατική κίνηση, προχώρησε σε αυτήν την πράξη για εκφοβισμό και για να τους κλονίσει το ηθικό.

Βέβαια όχι μόνο δεν πέτυχε τον σκοπό του, αλλά αντιθέτως τους εξόργισε και χαλύβδωσε το επαναστατικό τους φρόνημα, γεγονός που οδήγησε σύντομα στην επανάσταση του 1895-1898, η οποία προσφυώς ονομάστηκε τυχερή, επειδή οδήγησε στην Αυτονομία της Κρήτης και αργότερα στην Ένωσή της με την Ελλάδα.

_____________________

ΠΗΓΕΣ

·        Αρχείο Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης (1893 & 1894).

·        Γρυντάκης Γιάννης, Το Ρέθυμνο μεταξύ δύο επαναστάσεων 1890-1894, Αθήνα 2001.

·        Εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» Αθηνών, φ. 14/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ» Ηρακλείου, φ. 13/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ» Χανίων, φ. 8/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ» Αθηνών, φ. 14 & 18/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ» Αθηνών, φ. 15 & 23/1/1894, 2 & 28/2/1894.

·        Εφημερίδα «ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ» Αθηνών, φ. 16/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ» Ρεθύμνου, φ. 5/12/1934.

·        Κρήτη το Αφιέρωμα, τομ. 14, σ.41.


Τρίτη 1 Απριλίου 2025

ΣΤΕΛΛΑ-ΡΟΖΙΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

IN MEMORIAM: ΣΤΕΛΛΑ-ΡΟΖΙΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Αφορμή για το παρόν δημοσίευμα ήταν το πολύ ωραίο (ως συνήθως) κείμενο του Γιώργου Φρυγανάκη για την αείμνηστη Ρεθεμνιώτισσα ποιήτρια Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου στο φύλλο των « Ρεθ. Νέων» της Παρασκευής 21-3-2025.

Η Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου (1920-2012) υπήρξε μια δόκιμη συγγραφέας με πολλά έργα τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο. Στον ηλεκτρονικό κατάλογο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης έχουν καταχωριστεί είκοσι δύο (22) βιβλία της, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπάρχουν και κάποια που δεν έχουν περιληφθεί στον κατάλογο.

Δεν γράφω αυτό το σημείωμα για να κάνω λογοτεχνική κριτική στη Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου, αλλά για να κάνω γνωστό ένα άγνωστο περιστατικό που δείχνει τον γενναιόδωρο χαρακτήρα της και την αγάπη της για το βιβλίο, αλλά και τον πολιτισμό γενικότερα.

Πριν είκοσι χρόνια, το 2005, όταν ήμουν διευθυντής στη Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου, μου τηλεφώνησε από το Παρίσι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου μας και από πολλά χρόνια συμπολίτης μας Χρήστος Χατζηιωσήφ, για να μου πει ότι εντόπισε σε παλαιοβιβλιοπωλείο του Παρισιού ένα παλαίτυπο βιβλίο τυπωμένο στη Ρώμη το 1519 από τον Ρεθεμνιώτη τυπογράφο Ζαχαρία Καλλιέργη. Θεώρησε πολύ σωστά ότι η θέση του συγκεκριμένου βιβλίου ήταν στη Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου και μου ζήτησε να εξετάσω το ενδεχόμενο να το αγοράσει η Βιβλιοθήκη, αφού λάβω υπόψη ότι η τιμή του ήταν 10.000 ευρώ!

Η Βιβλιοθήκη τέτοια δυνατότητα δεν είχε, οπότε έκανα έκκληση μέσω του τύπου προς τους Ρεθεμνιώτες να συμβάλουν για τη συγκέντρωση του ποσού. Αρκετοί συμπολίτες ανταποκρίθηκαν και συγκεντρώθηκε σχεδόν αμέσως το ήμισυ του ποσού, δηλαδή 5000. Σ’ αυτήν τη φάση μου τηλεφώνησε η αείμνηστη Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου και με ρώτησε τί ποσό έχει συγκεντρωθεί; Όταν την πληροφόρησα ότι έχουν συγκεντρωθεί περίπου 5000 ευρώ τότε μου δήλωσε ότι αναλαμβάνει να καταβάλει εξολοκλήρου το υπόλοιπο ποσό των 5000 ευρώ. Πράγματι το κατέθεσε αμέσως και έτσι συμπληρώθηκε το απαιτούμενο ποσό των 10000 ευρώ και το βιβλίο αγοράστηκε και έκτοτε κοσμεί τις συλλογές της  της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης.

Πρόκειται για το βιβλίο: «Αποφθέγματα φιλοσόφων και στρατηγών, ρητόρων τε και ποιητών συλλεγέντα παρά Αρσενίου Αρχιεπισκόπου Μονεμβασίας»,  το οποίο εκδόθηκε στη Ρώμη από τον Ζαχαρία Καλλιέργη το 1519.

Σημαντική συμβολή στη συγκέντρωση του ποσού είχαν και δυο σημαντικοί Ρεθεμνιώτες (αείμνηστοι πλέον), ο Γιάννης Χαλκιαδάκης, εκδότης των «Ρεθ. Νέων» και ο γιατρός Γιώργης Αγγελιδάκης που κατέθεσαν 1000 ευρώ ο καθένας.

Αυτά για την ιστορία.

Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου

(Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα της 26-3-2025)

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

ΤΡΕΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941)

Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου

 

ΤΡΕΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941)


    Όταν το 2020 έκανα έρευνα για τους δημάρχους του Ρεθύμνου και ειδικά για τον Τίτο Πετυχάκη, εντόπισα στο αρχείο του Δήμου Ρεθύμνης τρία περιστατικά αντίστασης και δολιοφθοράς κατά των Γερμανών κατακτητών, κατά τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, τα οποία είναι εντελώς άγνωστα και δεν αναφέρονται στην τοπική βιβλιογραφία της Αντίστασης και της Κατοχής. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω γι’ αυτά για να γίνουν γνωστά, αλλά και για να τιμηθεί η μνήμη των άγνωστων πρωταγωνιστών.


Λίγα ιστορικά

Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο διαρκεί από 20 μέχρι 29 Μαΐου 1941. Οι Γερμανοί, μετά από πρωτόγνωρη και μη αναμενόμενη αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού καταλαμβάνουν την πόλη. Στη θέση του Δημάρχου Ρεθύμνης βρίσκεται ο Τίτος Πετυχάκης, ο οποίος είχε εκλεγεί δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές του 1934. Μετά από λίγες ημέρες, συγκεκριμένα στις 12 Ιουνίου, απολύθηκε από τη θέση του δημάρχου, επειδή κρίθηκε μη συνεργάσιμος από τις Γερμανικές Αρχές Κατοχής. Μαζί του απομακρύνθηκε και όλο το εκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο. Στη θέση του δημάρχου τοποθετήθηκε ο δικηγόρος Στυλιανός Μαρκιανός, ο οποίος πλαισιωνόταν από μια διορισμένη εξαμελή επιτροπή, που ονομαζόταν Διοικούσα Επιτροπή Δήμου Ρεθύμνης και λειτουργούσε σαν Δημοτικό Συμβούλιο.


Η κλοπή του φακού

Τότε λειτουργούσε στο Ρέθυμνο, από τον κινηματογραφικό επιχειρηματία Παντελή Καπετανάκη, ο

Η είσοδος του κινηματογράφου "Εσπερος".
Βρισκόταν επί της λεωφόρου Κουντουριώτη
ανατολικά του 2ου Δημ. Σχολείου (Καμαράκι).

θερινός κινηματογράφος «Έσπερος», ο οποίος είχε ξεκινήσει τη λειτουργία του το καλοκαίρι του 1936 και θεωρούνταν από τους καλύτερους της εποχής του. Οι Γερμανοί κατακτητές προχώρησαν αμέσως σε επίταξή του, προκειμένου να ψυχαγωγείται εκεί ο στρατός κατοχής με προπαγανδιστικές ταινίες.

Στο χρονικό διάστημα από τη νύχτα της 20ης μέχρι την εσπέρα της 24ης Ιουλίου 1941, οπότε έπρεπε να λειτουργήσει ο κινηματογράφος, κάποιος αφαίρεσε τον φακό από τη μηχανή προβολής. Ήταν μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, πράξη αντίστασης και δολιοφθοράς στην Κρήτη, την οποία οι Γερμανικές Αρχές χαρακτήρισαν ως «σαμποτάζ το οποίο διέπραξαν αναρχικοί άνθρωποι». Ο πρωταγωνιστής αυτής της παράτολμης πράξης παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος, αφού ούτε ο ίδιος μετά την απελευθέρωση αποκάλυψε ποτέ ότι αυτός ήταν πίσω από αυτήν τη παράτολμη ενέργεια και έτσι δεν κατέστη δυνατόν να τιμηθεί για την ηρωική πράξη του.

Αναλογιζόμενοι τα σκληρά αντίποινα των Γερμανών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής με εκτελέσεις, βασανισμούς και εγκλεισμούς σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, η αντίδραση της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης του Ρεθύμνου στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν σχετικά ήπια:

·   Επιβολή προστίμου 600.000 δραχμών «εις άπαντας τους κατοίκους του Δήμου» με προθεσμία πληρωμής μέχρι 10 Αυγούστου 1941. Ο Δήμος Ρεθύμνης καθίσταται υπεύθυνος τόσο για τη σύνταξη του σχετικού καταλόγου των υπόχρεων όσο και για την είσπραξη του αναλογούντος στον καθένα ποσού.

·       Απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 6 το απόγευμα.

·       Άρση των μέτρων εφόσον συλληφθεί ο δράστης και παραδοθεί ο φακός.

Ο Τίτος Πετυχάκης παρά το γεγονός ότι από τις 11 Ιουνίου 1941 δεν ήταν πια δήμαρχος, αφού είχε απολυθεί από τους Γερμανούς, ένιωσε την ηθική υποχρέωση και την ευθύνη του ηγέτη να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τους συνδημότες του. Έτσι στις 8 Αυγούστου απέστειλε προς τη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση Ρεθύμνης μια μακροσκελή επιστολή πέντε σελίδων, όπου με διάφορα επιχειρήματα προσπαθούσε να απαλλάξει τους Ρεθεμνιώτες από την εφαρμογή της επαπειλούμενης ποινής. Η επιστολή δεν φαίνεται να είχε κάποιο αποτέλεσμα αφού η ποινή εκτελέστηκε μέχρι κεραίας.

Ο διορισμένος Δήμαρχος με τη διορισμένη Διοικούσα Επιτροπή έσπευσαν να καταρτίσουν τον

Ένα τμήμα του καταλόγου των
δημοτών με το ποσό που ο
καθέναςόφειλε να καταβἀλει

κατάλογο με τα ονόματα των δημοτών με το ποσό που ο καθένας όφειλε να καταβάλει. Όμως ο κατάλογος, που υποβλήθηκε στη Νομαρχία για έγκριση, επιστράφηκε στον Δήμο επειδή υπήρξαν πολλές διαμαρτυρίες για αδικίες και ζητήθηκε η σύνταξη νέου καταλόγου. Τελικά καταρτίστηκε νέος κατάλογος με 533 άτομα, τα οποία είχαν, κατά τεκμήριο, τη δυνατότητα να πληρώσουν κάποια χρήματα, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Από τον κατάλογο εξαιρέθηκαν όσοι αποδεδειγμένα είχαν αδυναμία καταβολής οποιουδήποτε ποσού και οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Έτσι η ομάδα των δημοτών που σύμφωνα με τα τοπικά κριτήρια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πλούσιοι, ορίστηκε να καταβάλουν ποσό 8000 δραχμών. Οι επόμενες τρεις κατηγορίες  ήταν των 4000, των 1250 και τέλος των 300 δραχμών. Στην πρώτη κατηγορία μπήκαν 16 άτομα, στη δεύτερη 46, στη Τρίτη 153 και στην τέταρτη οι υπόλοιποι. Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η βαρύτητα του προστίμου, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε την αγοραστική αξία της δραχμής τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεδομένης της συνεχούς αύξησης του πληθωρισμού. Πάντως το πρόστιμο θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλο και δυσβάστακτο, αν λάβουμε υπόψη μας ότι βρισκόμαστε στην αρχή της Κατοχής και ο πληθωρισμός δεν είχε πάρει ακόμη μεγάλες διαστάσεις και η οικονομική κατάσταση του πληθυσμού δεν ήταν καλή.

Μέσα στην προθεσμία που είχαν θέσει οι Γερμανικές Αρχές συγκεντρώθηκε ποσό που υπολειπόταν κατά 46.250 δρχ. από το συνολικό πρόστιμο των 600.000. Το ελλείπον ποσό καλύφθηκε από το αποθεματικό του προϋπολογισμού του Δήμου. Έτσι το πρόστιμο καταβλήθηκε στο ακέραιο, αφού ούτε ο δράστης συνελήφθη ούτε ο φακός παραδόθηκε, χωρίς άλλες συνέπειες για τους Ρεθεμνιώτες.


Η κλοπή τηλεφώνου

Από τα τέλη Αυγούστου του 1941 ο Στυλιανός Μαρκιανός διορίζεται Νομάρχης Ρεθύμνης και στη θέση του Δημάρχου Ρεθύμνης διορίζεται ο Εμμανουήλ Γοβατζιδάκης.

Γνωστοποίησις των Γερμανικών Αρχών

Ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το θέμα της κλοπής του φακού προέκυψε ένα άλλο παρεμφερές θέμα, το οποίο δυστυχώς είχε τραγική κατάληξη. Οι πληροφορίες για το συγκεκριμένο περιστατικό, που θα αναφερθεί στη συνέχεια, είναι λίγες και προέρχονται από ένα έγγραφο με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1941, του διορισμένου Δημάρχου Ρεθύμνης Εμμανουήλ Γοβατζιδάκη.

Συγκεκριμένα κατά το πρώτο 20ήμερο του Αυγούστου του 1941 κλάπηκε από ένα Γερμανικό στρατόπεδο (δεν αναφέρεται ποιο) μια συσκευή τηλεφώνου. Οι Γερμανοί θεώρησαν ως δράστη τον Γεώργιο Παντελάκη από το χωριό Ρουμελή Μυλοποτάμου. Με συνοπτικές διαδικασίες πέρασε από Γερμανικό στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή εκτελέστηκε άμεσα και ο ατυχής Παντελάκης έπεσε νεκρός από τα πυρά του Γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος στην 21η Αυγούστου 1941. Μετά την εκτέλεση του Γεώργιου Παντελάκη, οι Γερμανοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν αυτός ο δράστης της κλοπής, αλλά ο αδελφός του, του οποίου συνέλαβαν τη σύζυγο και τη μητέρα, προκειμένου αυτός να παραδοθεί. Η πράξη χαρακτηρίζεται ως σαμποτάζ και επισημαίνεται ότι κινδυνεύουν όχι μόνο οι δράστες, αλλά και όλοι οι κάτοικοι της Κοινότητας Ρουμελή. Περισσότερες πληροφορίες για το περιστατικό δεν έχουμε. Επίσης δεν γνωρίζουμε την τύχη του φερόμενου ως δράστη, καθώς και της συζύγου και της μητέρας του. Πάντως η πράξη είχε καθαρά αντιστασιακό και συμβολικό χαρακτήρα, αφού μια τηλεφωνική συσκευή -και μάλιστα εκείνη την εποχή- δεν είχε καμιά απολύτως χρησιμότητα για τον δράστη, ενώ αντιθέτως τον εξέθετε σε θανάσιμο κίνδυνο.

Δεν γνωρίζω αν το περιστατικό είναι γνωστό στους κατοίκους  του Ρουμελή.


Τραυματισμός Γερμανού στρατιώτη

Την νύχτα της 18ης προς 19η Δεκεμβρίου 1941, άγνωστος τραυμάτισε με μαχαίρι στον λαιμό Γερμανό στρατιώτη που φρουρούσε το Γερμανικό Νοσοκομείο Ρεθύμνης. Το Γερμανικό Νοσοκομείο στεγαζόταν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου, που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς. Μάλιστα το κτίριο του Ορφανοτροφείου συνέχισε να λειτουργεί ως νοσοκομείο για μερικά χρόνια μετά την Κατοχή, μέχρι την ίδρυση του σημερινού νοσοκομείου το 1954.

Το Ορφανοτροφείο επί Κατοχής.

Το περιστατικό ήταν πολύ σοβαρό και ανάλογη ήταν η αντίδραση των Γερμανικών Αρχών Κατοχής:

·       «Συνελήφθησαν μέγας αριθμός ομήρων εκ του πληθυσμού, οίτινες θα παραμείνουσι μέχρι συλλήψεως του ή των δραστών».

·       Απαγορεύθηκε η κυκλοφορία των πολιτών μετά τις 5.30΄ το απόγευμα μέχρι να συλληφθεί ο δράστης. Μάλιστα επισημαίνεται ότι « Πας όστις ήθελε συλληφθή μετά την ανωτέρω ώραν κυκλοφορών ανά την πόλιν, άνευ ισχυούσης αδείας, θα υπολογίζει εις επιβολήν αυστηράς τιμωρίας.

·       «Ο πληθυσμός εντέλλεται, προς ίδιον αυτού συμφέρον, να συμβάλη εις την σύλληψιν του ή των δραστών».

Την επομένη 20-12-1941 ο διορισμένος από τους Γερμανούς Δήμαρχος Εμμανουήλ Γοβατζιδάκης μαζί με τη διορισμένη Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου, η οποία αντικατέστησε το εκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο, αποφάσισαν να προκηρύξουν αμοιβή 100.000 δραχμών σε όποιον συλλάβει ή υποδείξει τον δράστη ή τους δράστες του τραυματισμού του Γερμανού στρατιώτη.

Αναφορικά με τους συλληφθέντες ομήρους να διευκρινιστεί ότι δεν αναφέρεται ο αριθμός τους. Πάντως το σχετικό έγγραφο αναφέρει ότι ήταν «μέγας αριθμός» και είναι σίγουρο ότι τους έκλεισαν «στα σύρματα», δηλαδή σε περιφραγμένο με συρματόπλεγμα χώρο στο γήπεδο της Σοχώρας.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου, «…αριθμός αιχμαλώτων απέδρασεν εκ του Στρατοπέδου αιχμαλώτων, ων την απόδρασιν επεβοήθησεν το κοινόν» και προειδοποιούνται οι Ρεθεμνιώτες να καταγγείλουν ή να συλλάβουν όποιον δραπέτη πέσει στην αντίληψή τους. Επίσης απειλούνται οι πολίτες του Ρεθύμνου ότι τους περιμένει αυστηρή τιμωρία αν αποκρύψουν κάποιον δραπέτη ή βοηθήσουν και άλλους να δραπετεύσουν. Παράλληλα γίνονται έρευνες για να βρεθεί ο δράστης του τραυματισμού του Γερμανού στρατιώτη με ανακρίσεις των εργαζόμενων στο νοσοκομείο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δεν έχουμε πλήρη εικόνα των γεγονότων, αλλά από τις αποσπασματικές πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας, φαίνεται ότι ο δράστης δεν ανευρέθηκε. Επίσης δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η τύχη των συλληφθέντων ομήρων, ούτε όσων απέδρασαν.

Για το δίμηνο Γενάρη – Φλεβάρη 1942 μέχρι τις 12 Μαρτίου δεν έχουμε κάποια πληροφορία για το θέμα. Ίσως υπάρχουν πληροφορίες στο αρχείο του Δήμου, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν. Από πρακτικό της Διοικούσας Επιτροπής του Δήμου πληροφορούμαστε ότι επιβλήθηκε και πάλι, σε όλους συλλήβδην στους πολίτες του Ρεθύμνου, πρόστιμο 600.000 δραχμών για τον τραυματισμό του Γερμανού στρατιώτη, όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση της κλοπής του φακού. Όμως αυτή τη φορά το πρόστιμο δεν κατανεμήθηκε στους πολίτες βάσει καταλόγου και με βάση τις οικονομικές τους δυνατότητες, αλλά επιλέχθηκε ο ακόλουθος τρόπος κατανομής του. Επειδή επρόκειτο προσεχώς να διανεμηθεί στους κατοίκους ζάχαρη από τη Νομαρχία Ρεθύμνης, αποφασίστηκε να παρακρατηθεί από κάθε δημότη ζάχαρη αξίας πέντε δραχμών με βάση το βιβλιάριο τροφίμων κάθε οικογένειας. Έτσι εξασφαλιζόταν η είσπραξη του προστίμου, όμως αυτό βάρυνε εξίσου πλούσιους και φτωχούς.

Μέχρι εδώ φτάνουν οι πληροφορίες μας για το θέμα. Ίσως υπάρχουν περισσότερες στο κατάστιχο με τα πρακτικά της Διοικούσας Επιτροπής του Δήμου 1941-1942, το οποίο είδα το 2020, αλλά σήμερα, παρότι αναζητήθηκε, δεν ανευρίσκεται[1].

(Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Ρεθ. Νέα την 13-3-2025)

[1] Θέλω να επιστήσω την προσοχή του Δημάρχου στη φροντίδα και φύλαξη του παλαιού αρχείου του Δήμου, το οποίο έχει λίγα, αλλά πολύτιμα τεκμήρια για την πόλη. Νομίζω ότι η καταλληλότερη λύση θα ήταν η ψηφιοποίησή τους, γεγονός που θα τα διαφυλάξει, από κακοπροαίρετους και θα τα κάνει προσβάσιμα στην ιστορική έρευνα.