Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΟ 1894

 Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου 

ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΟ 1894

Χανιά – Ρέθυμνο – Ηράκλειο

Το 1894, με το ξεκίνημα του νέου χρόνου και αφού είχαν περάσει οι γιορτές του δωδεκαημέρου, συνέβη ένα γεγονός που συντάραξε τους Κρητικούς. Τα ξημερώματα της 8ης Ιανουαρίου, ημέρα Δευτέρα, ταυτόχρονα και στις τρεις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, απαγχονίστηκαν πέντε άνθρωποι. Δύο στα Χανιά, δύο στο Ρέθυμνο και ένας στο Ηράκλειο. Οι εκτελέσεις έγιναν με σουλτανικό διάταγμα, το οποίο σίγουρα προκλήθηκε ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διοικητή Κρήτης Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασά. Το γεγονός προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο χριστιανικό στοιχείο της Κρήτης επειδή η θανατική ποινή δεν είχε εκτελεστεί για πολλά χρόνια και στην ουσία είχε σιωπηρώς καταργηθεί. Από το τέλος της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) και καθ’ όλη την περίοδο της Σύμβασης της Χαλέπας (1878-1889), οι Γενικοί Διοικητές Κρήτης (κυρίως χριστιανοί) δεν αποφάσισαν την εκτέλεση κάποιου θανατοποινίτη, παρότι υπήρξαν αρκετές θανατικές καταδίκες.

To

Μαχμούτ Τζελαλεντιν Πασάς
1889 με μια τελείως αψυχολόγητη ενέργεια η συντηρητική παράταξη της Κρήτης (οι λεγόμενοι Καραβανάδες), που έχασαν τις εκλογές στις 2 Απριλίου κήρυξαν την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα στις 6 Μαΐου. Την πράξη αυτή αποκήρυξε η Ελληνική Κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη, ενώ η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε το γεγονός και ανακάλεσε όλα τα προνόμια που παραχωρούσε στους Κρητικούς η Σύμβαση της Χαλέπας και ανάμεσα σ’ αυτά αυτό που προέβλεπε τον ορισμό χριστιανού στη θέση του Γενικού Διοικητή Κρήτης.

Έτσι ενώ είχε προηγηθεί από το 1877 μια σειρά χριστιανών διοικητών, από το 1889 αρχίζει ο διορισμός Τούρκων διοικητών με τρίτον στη σειρά τον Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασά, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του Γενικού Διοικητή από το 1891 έως τον Αύγουστο του 1894, οπότε αναχώρησε από την Κρήτη εσπευσμένα λόγω απόπειρας δολοφονίας και τραυματισμού του, γεγονός που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν πολύ μισητός στους χριστιανούς της Κρήτης.

Η είδηση των απαγχονισμών στην εφ. Μεσόγειος
Οι πηγές για τη σύνταξη του παρόντος κειμένου είναι κυρίως Αθηναϊκές εφημερίδες, που δημοσίευαν, δίκην ανταποκρίσεων, επιστολές από την Κρήτη με ανώνυμους αποστολείς. Στην Κρήτη, από το 1889, είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία εφημερίδων με εξαίρεση τις εφημερίδες «Μεσόγειος» στα Χανιά και «Ηράκλειον» στο Ηράκλειο, οι οποίες όπως ήταν φυσικό, απέφευγαν τη δημοσίευση κειμένων και ειδήσεων ενοχλητικών για το καθεστώς. Έτσι βλέπουμε η «Μεσόγειος» ένα τόσο συνταρακτικό γεγονός της εκτέλεσης πέντε ανθρώπων, να το προσπερνάει με ένα μονόστηλο μόλις 30 λέξεων.
Στο ίδιο φύλλο (8/1/1894) η «Μεσόγειος» δημοσιεύει την είδηση της απονομής χάρης σε τέσσερις καταδίκους από τον Νομό Ηρακλείου, προφανώς για να ελαττώσει την αλγεινή εντύπωση που προκάλεσαν οι απαγχονισμοί.

Αντίθετα η εφημερίδα «Ηράκλειον» κάνει εκτεταμένη αναφορά στο γεγονός  του απαγχονισμού στο Ηράκλειο, απ’ όπου αντλούμε τις πληροφορίες που δημοσιεύουμε εδώ.

Στα Χανιά

Η Porta Retemniota των Βενετών ή Καλέ Καπισί των
Οθωμανών, όπως τη σχεδίασε ο G. Gerola (Monumenti
Veneti... vol. 1, p. 461).
Τη Δευτέρα το πρωί της 8ης Ιανουαρίου 1894 οι Χανιώτες βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Έξω από την κεντρική πύλη της πόλης (Καλέ Καπισί) κρέμονταν δύο (ένας από κάθε πλευρά) απαγχονισμένοι. Όλες οι Αθηναϊκές εφημερίδες που δημοσίευσαν την είδηση του απαγχονισμού («Ακρόπολις», «Εθνική Σημαία», «Παλλιγγενεσία») γράφουν επί λέξει ότι ο απαγχονισμός έγινε «…ἐν ἑκατέρα τῶν θυρῶν της πόλεως…» και δημιουργείται η εντύπωση ότι έγιναν απαγχονισμοί και στις δύο βασικές πύλες της πόλης, Καλέ Καπισί και Κουμ Καπί. Το θέμα αποσαφηνίζεται από το εξής απόσπασμα της εφημερίδας «Εθνική Σημαία»: «…μετεφέρθησαν εἰς Καλεκαπησί ἔνθα εἶχε στηθεί ἀγχόνη καί ἀπηγχόνησαν αὐτούς τόν μέν ἕνα ἔξωθεν τοῦ ἑνός καλεκαπισιού τόν δέ ἔξωθεν τοῦ ἑτέρου».  Άρα εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης υπήρχαν δύο μικρότερες βοηθητικές πυλίδες που η εφημερίδα ονομάζει καλεκαπισιά.

Οι εκτελέσεις δεν είχαν προαναγγελθεί και γι’ αυτό προκάλεσαν πολύ μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη στους χριστιανούς της πόλης. Λέγεται ότι την προηγουμένη των εκτελέσεων ο ίδιος ο Γενικός Διοικητής Κρήτης ο Μαχμούτ Τζελαλεντίν Πασάς επισκέφθηκε τον τόπο της εκτέλεσης και έδωσε σχετικές οδηγίες. Επίσης ο ίδιος στις τρεις η ώρα τα ξημερώματα της Δευτέρας, ηγούμενος τμήματος τακτικού στρατού και έφιππων χωροφυλάκων, παρέλαβε από τις φυλακές τους φυλακισμένους Γεώργιο Παπαδάκη και Ιωάννη Λαρεντζάκη και τους οδήγησε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου παρακολούθησε τον απαγχονισμό. Λέγεται ότι ο ίδιος ο υπασπιστής του Μαχμούτ ανέλαβε ρόλο δημίου και πέρασε τη θηλιά στους λαιμούς των μελλοθάνατων και τους απαγχόνισε χωρίς να τους ανεβάσει σε κάποιο κάθισμα και να το τραβήξει απότομα επιφέροντας σύντομο θάνατο, αλλά τους ανέβασε σιγά-σιγά και βασανιστικά τραβώντας το σχοινί, με όσους Οθωμανούς παραβρέθηκαν να λοιδορούν και να υβρίζουν τους δυστυχείς Λαρεντζάκη και Παπαδάκη.

Οι Λαρεντζάκης και Παπαδάκης κατάγονταν από το χωριό Λουτράκι Κυδωνίας και είχαν καταδικαστεί σε θάνατο κατηγορούμενοι για τον φόνο ενός Οθωμανού ονόματι Τεφίκ Μπάτρης ή Μπετράκης ή Μπατράκης, αδελφού του Ανακριτή Ρεθύμνης. Υπήρχε μάλιστα η πεποίθηση στους Χανιώτες ότι αυτή η συγγένεια ήταν η αιτία των απαγχονισμών επειδή ο Ανακριτής Ρεθύμνης είχε στενές σχέσεις με υψηλά πρόσωπα στην Κωνσταντινούπολη και προκάλεσε τους απαγχονισμούς.

Οι δύο κατηγορούμενοι παρά τα φρικτά βασανιστήρια, ουδέποτε παραδέχτηκαν ότι αυτοί δολοφόνησαν τον Μπάτρη και φώναζαν ότι είναι αθώοι. Ακόμη και το δικαστήριο που τούς δίκασε με πρόεδρο τον Ν. Στρατουδάκη και δύο Οθωμανούς δικαστές, δεν πείσθηκε για την ενοχή τους, αλλά η Γεν. Διοίκηση απαίτησε την καταδίκη τους, όπερ και εγένετο. Είχε προηγηθεί καταγγελία κατά του του τρίτου αδελφού Μπάτρη, ότι πλήρωσε δολοφόνους να σκοτώσουν τον αδελφό του για κληρονομικές διαφορές, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο η καταγγελία δεν είχε καμιά τύχη.

Οι απαγχονισθέντες παρέμειναν κρεμασμένοι  στην αγχόνη μέχρι το μεσημέρι, οπότε τους παρέλαβαν Χανιώτες χριστιανοί και τους μετέφεραν στον ναό του Αγίου Λουκά. Εκεί πλήθος αγανακτισμένων χριστιανών των Χανίων τους συντρόφευε μέχρι να έλθουν οι συγγενείς και συγχωριανοί τους να τους παραλάβουν. Όμως ο Τουρκικός στρατός είχε αποκλείσει όλες τις διόδους προς την πόλη και ήταν αδύνατη η προσέγγιση οποιουδήποτε. Η Διοίκηση ειδοποίησε ότι οι συγγενείς δεν πρόκειται να έλθουν και ζήτησε να ενταφιάσουν τους νεκρούς άμεσα, διαφορετικά θα τους έριχνε στη θάλασσα. Προ αυτού του ενδεχομένου οι χριστιανοί ενταφίασαν τους νεκρούς στο νεκροταφείο της πόλης.

Την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 1894 τελέσθηκε στα Χανιά το μνημόσυνο των δύο απαγχονισθέντων Λαρεντζάκη και Παπαδάκη. Στο μνημόσυνο χοροστάτησε ο επίσκοπος Κυδωνίας Νικηφόρος παρά το γεγονός ότι του είχε διαμηνυθεί από τον Μαχμούτ να μην παραστεί. Το μνημόσυνο παρακολούθησε ἄπειρον πλῆθος ἐν δικαίᾳ ἐξάψει διατελοῦν. Τους συγγενείς και συγχωριανούς από το χωριό Λουτράκι στρατιωτική δύναμη εμπόδισε να παρευρεθούν.

Στο Ρέθυμνο

Το πρωί της 8ης Ιανουαρίου 1894 οι χωρικοί που έρχονταν από τα ανατολικά και δυτικά χωριά του Ρεθύμνου, βρήκαν κλειστές τις αντίστοιχες πύλες (την Πύλη της Άμμου στα ανατολικά και την Μαρμαρόπορτα στα δυτικά), γεγονός που τους οδηγούσε υποχρεωτικά στην Μεγάλη Πόρτα που αποτελούσε την κεντρική είσοδο της πόλης. Εκεί κατέφθαναν και οι χωρικοί που έρχονταν από τον Άη Βασίλη και από τα χωριά νότια του Ρεθύμνου, προκειμένου να μπουν στο Ρέθυμνο για τις δουλειές τους. Έτσι όλοι αυτοί, καθώς και όσοι έβγαιναν από την πόλη, βρέθηκαν μπροστά σε ένα φρικτό θέαμα. Δύο άνθρωποι κρέμονταν απαγχονισμένοι, με καρφιτσωμένη στο στήθος την απόφαση εκτέλεσης γραμμένη ελληνικά και τουρκικά, στον γνωστό πλάτανο που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν ως αγχόνη και τον οποίο ο αείμνηστος γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκις αποκαλεί «… ἡ παρά τον Ναόν των τεσσάρων Νεομαρτύρων κατηραμένη πλάτανος».

Η φωτογραφία είναι της δεκαετίας του 1880. Στο κέντρο 
ο μιναρές της Βαλιδέ Σουλτάνας, μέρος του χερσαίου
τείχουςτης πόλης και ο πλάτανος.

Επί Ενετοκρατίας οι απαγχονισμοί στο Ρέθυμνο γίνονταν στον λόφο του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος για τον λόγο αυτόν, τότε λεγόταν Φουρκοκέφαλο (φούρκα=κρεμάλα, αγχόνη).

Όπως και στα Χανιά, το γεγονός προκάλεσε αίσθηση και οδυνηρή έκπληξη στους χριστιανούς, επειδή είχαν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από την τελευταία εκτέλεση. Με φρίκη και συγκίνηση ατένιζαν τους κρεμασμένους σε αντίθεση με τους Τούρκους που δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η μυστικότητα που υπήρξε γύρω από το θέμα, καθώς κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό. Ακόμη και ο εφημέριος της πόλης παπά Γεώργιος πού κλήθηκε να εξομολογήσει και κοινωνήσει τον δυστυχή Φουντουλάκη, μετά την εκτέλεση των ιερών του καθηκόντων, κρατήθηκε στο Διοικητήριο μέχρι που έγιναν οι απαγχονισμοί για να μη διαρρεύσει στην πόλη το μυστικό της εκτέλεσης.

Οι απαγχονισμένοι ήταν ο 24χρονος χριστιανός Εμμανουήλ Φουντουλάκης ή Φουντούλης από το χωριό Ρούστικα και ο 20χρονος μουσουλμάνος Ομέρ Κανελλάκης, από το χωριό Αμπελάκι. Είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, ο πρώτος για τον φόνο του Μεχμέτ Φουρναράκη, κρεοπώλη από την Παλαίλιμνο στις 3 Ιουλίου του 1893 και ο δεύτερος για τον φόνο του εξηντάχρονου ιερέα των Μελάμπων Νικολάου Αυγουστάκη στις 22 του ίδιου μήνα.

Για την ενοχή του Φουντουλάκη δεν υπήρχαν αποδείξεις ούτε ομολογία του ίδιου. Εκείνο που κατά τις Τουρκικές Αρχές της πόλης ενοχοποιούσε τον Φουντουλάκη ήταν ότι πωλούσαν ζώα μαζί με τον Κανελλάκη και νυχτώθηκαν στο Ατσιπόπουλο, όπου αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν. Ο Τούρκος ζωέμπορος έμεινε με τα ζώα του έξω από το χωριό, ενώ ο Φουντουλάκης πήγε στο χωριό για να κοιμηθεί. Το πρωί ο Φουρναράκης βρέθηκε σκοτωμένος και οι υποψίες έπεσαν στον Φουντουλάκη, ο οποίος συνελήφθη.

Αεροφωτογραφία του 1940 όπου διακρίνονται: 1. ο πλάτανος, 
2. ο παλαιός ναός των 4 Μαρτύρων, 3. τα χασαπιά, 4. το Τζαμί
της Βαλιδέ Σουλτάνας και 5. το Γυμνάσιο Θηλέων.

Για την υπόθεση του φόνου του Μελαμπιανού  ιερέα έγινε γνωστό ότι ο Κανελάκης μαζί με τον  50χρονο Αχμέτ Μαχμουτάκη από τη Γενή Αμαρίου, σε ενέδρα έξω από το χωριό Καρέ σκότωσαν τον ιερέα και τραυμάτισαν σοβαρά τον ανιψιό του Αλέξανδρο Μελιδονιώτη, μάλιστα ως απόδειξη του φόνου έκοψαν το αυτί του παπα Νικολή Αυγουστάκη. Οι ανακρίσεις κατέληξαν ότι ο φονιάς ήταν ο Κανελλάκης και ο Μαχμουτάκης ήταν συνεργός,

Το δικαστήριο, που έγινε στις 21 Αυγούστου καταδίκασε  τον μεν Κανελάκη σε θάνατο τον δε Μαχμουτάκη σε 15 χρόνια φυλάκιση. Η εφημερίδα «Εθνική Σημαία» σε ανταπόκρισή της από το Ρέθυμνο υποστηρίζει ότι και ο νεαρός Κανελλάκης ήταν αθώος και πραγματικός ένοχος  ήταν ο Μαχμουτάκης, ευνοούμενος του υποδιοικητή Ρεθύμνης.

Λέγεται ότι ο Κανελλάκης ήταν από χριστιανή μητέρα, γεγονός που οδήγησε τους Οθωμανούς να πανηγυρίζουν λέγοντας ότι, στους πέντε συνολικά απαγχονισθέντες στην Κρήτη, αυτοί έχασαν μόνο μισόν Τούρκον ενώ οι γκιαούριδες τεσσερισήμισι.

Περί το μεσημέρι τους κατέβασαν από τις κρεμάλες και επέτρεψαν στους συγγενείς του Φουντουλάκη, που είχαν ειδοποιηθεί, να τον παραλάβουν και να τον θάψουν στο νεκροταφείο της πόλης. Από εκεί, μετά την νεκρώσιμη ακολουθία, οι συγγενείς παρέλαβαν τον νεκρό με σκοπό να τον μεταφέρουν στα Ρούστικα για να ταφεί με τους προγόνους του. Αλλά ενώ είχε απομακρυνθεί ο νεκρός και η συνοδεία του περίπου ένα χιλιόμετρο, κατέφθασε στρατός και χωροφύλακες και τους υποχρέωσαν βιαίως να επιστρέψουν στο νεκροταφείο όπου και τον ενταφίασαν την επομένη παρουσία πλήθους αγανακτισμένων Ρεθεμνιωτών.

Όλες οι παραπάνω πληροφορίες έχουν αντληθεί από διάφορες πηγές που σε γενικές γραμμές ταυτίζονται. Υπάρχει όμως και μια άλλη πηγή, που λόγω της συντομίας της την παραθέτουμε αυτούσια. Είναι η έκθεση του Γεωργίου Χατζηγρηγοράκη, Υποπροξένου της Ρωσίας στο Ρέθυμνο προς τον Πρόξενο της Ρωσίας στα Χανιά, όπου λακωνικά και με αυστηρά υπηρεσιακή γλώσσα περιγράφει τα γεγονότα:

Έν Ρεθύμνῃ τῇ 10 Ιανουαρίου 1894

Ἐξοχώτατε,

Λαμβάνω την τιμήν νά ἀναφέρω πρός Ὑμᾶς ὅτι,

……………………………………………………………………………………………………………

Την 7ην πρός 8ην ἐνεστῶτος μηνός μετά τό  μεσονύκτιον ἀπηγχονίσθησαν ἐνταῦθα ὁ Φουντουλάκης, χριστιανός, ὅστις ἀδίκως ἄνευ μαρτυριῶν κατ’ αὐτοῦ, ἄνευ ἰδικῆς του καταθέσεως (σ.σ. ενν. ομολογίας) καί ἄνευ ἰσχυρῶν τεκμηρίων εἶχε καταδικασθῆ εἰς θάνατον παρά τοῦ ἐνταῦθα κακουργοδικείου διά τόν φόνον τοῦ Ὀθωμανοῦ φουρνάρη εἰς Ἀτσιπόπουλον καί ὁ Κανελλάκης, Τοῦρκος, ὅστις εἶχε καταδικασθῆ μετά πολλῶν ὅμως τεκμηρίων καί  ἰδικῆς του καταθέσεως διά τόν φόνον τοῦ ἐκ Μελάμπων Ἁγίου Βασιλείου ἱερέως. Φρίκη καί ἀγανάκτησις μεγίστη καί γενική κατήφεια παρουσιάζεται ένταῦθα εἰς πάντων τῶν χριστιανῶν τά πρόσωπα, αναλογιζομένων ὅτι ἀφοῦ ἅπαξ ἤρξατο ἡ ἀγχόνη λειτουργοῦσα καί  εἰς χεῖρας ἀδιστάκτως μεροληπτοῦσας ἀφεθεῖσα, θά  έπιφέρῃ μεγίστην καταστροφήν ὑπό τό  πρόσχημα τῆς δικαιοσύνης εἰς τό χριστιανικόν στοιχεῖον καί πάντες ἐν μιᾷ φωνῇ θρηνῶσι τόν  ἀδίκως καταδικασθέντα χριστιανόν Φουντουλάκην καί τήν τύχην πολλῶν χριστιανῶν οἵτινες θά  πάθωσιν εἰς τό μἐλλον.

Ταπεινός Ὑμῶν θεράπων

Γεώρ. Ἰω. Χατζηγρηγοράκης

 

Στο Ηράκλειο

Και στο Ηράκλειο έγινε ένας απαγχονισμός και, όπως και στις άλλες δυο πόλεις, την ίδια μέρα και ώρα. Και εδώ τηρήθηκε πλήρης μυστικότητα και έτσι όσοι Ηρακλειώτες ξύπνησαν πολύ πρωί και περνούσαν από την πλατεία Διοικητηρίου (σημερινό πάρκο Θεοτοκόπουλου) πηγαίνοντας στις δουλειές τους, ξαφνικά βρίσκονταν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ένας νέος άνδρας κρεμόταν  κρεμόταν, πολύ πρόσφατα απαγχονισμένος, από τον γέρικο πλάτανο, υπήρχε μπροστά στο Διοικητήριο. Στο στήθος του ήταν καρφιτσωμένο χαρτί, που έγραφε στην Ελληνική και Τουρκική γλώσσα:

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΛΙΜΠΑΚΗΣ

Καταγόμενος ἐξ Ἐπάνω Χωρίου τῆς ἐπαρχίας Ἱεραπέτρου, κατηγορηθείς ἐπί τῷ φόνῳ τοῦ πάππου αὐτοῦ Ἰωάννου Μαρκουλάκη, δικασθείς δέ δημοσίᾳ ἐνώπιον τοῦ Κακουργιοδικείου Χανίων και καταδικασθείς εἰς τήν ποινήν τοῦ θανάτου ὑπέστη ταύτην κατά τόν νόμον συνεπείᾳ τοῦ σχετκοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Διατάγματος.  
                      

Το Διοικητήριο Ηρακλείου μπροστά στο οποίο έγινε ο απαγχονισμός.
Η εφημερίδα «Ηράκλειον» αναφέρει ότι λίγη ώρα πριν τον απαγχονισμό τον μελλοθάνατο επισκέφτηκε ο ιερέας του μητροπολιτικού ναού πατήρ Τίτος, προκειμένου να τον εξομολογήσει και να τον κοινωνήσει. Ο ιερέας προσπάθησε να του αποκρύψει τον λόγο της κοινωνίας και εξομολόγησης μέσα στη νύχτα, όμως ο Μολιμπάκης κατάλαβε, αλλά παρέμεινε ψύχραιμος. Αμέσως μόλις αποχώρησε ο ιερέας, ο κατάδικος οδηγήθηκε στην αγχόνη, που είχε ετοιμαστεί στον πλάτανο μπροστά από το Διοικητήριο. Κάτω από τον πλάτανο υπήρχε ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι ένα κάθισμα, στο οποίο υποχρεώθηκε ο κατάδικος να ανέβει. Ο δήμιος τράβηξε απότομα το κάθισμα και ο θάνατος επήλθε ακαριαία. Ο νεκρός παρέμεινε κρεμασμένος μέχρι το μεσημέρι, οπότε παραδόθηκε από τις τουρκικές αρχές στις χριστιανικές εκκλησιαστικές αρχές του Ηρακλείου, προκειμένου να ενταφιαστεί. Πράγματι μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου, το οποίο η εφημερίδα χαρακτηρίζει νέον έξω της Καινούργιας Πόρτας.

Ο Ιωάννης Μολιμπάκης κατά τον θάνατό του ήταν 28 ετών και καταγόταν από το Πάνω Χωριό Ιερἀπετρας. Λίγο μετά τη γέννησή του η μητέρα του πέθανε και την ανατροφή του ανέλαβε ο Ιωάννης Μαρκουλάκης, παππούς του από την πλευρά της μητέρας του. Για τον πατέρα του δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ο παππούς του τον ανέθρεψε με επιμέλεια και στοργή και όταν έφτασε σε κατάλληλη ηλικία τον πάντρεψε το 1887 με μια χωριανή του, παραχωρώντας του μέρος της περιουσίας του. Μετά τον γάμο κατοίκησαν μαζί, δηλαδή ο παππούς με τη γυναίκα του και οι νιόπαντροι. Στην αρχή τα δυο ζευγάρια ζούσαν αρμονικά, αργότερα όμως οι γέροντες άρχισαν να παραπονούνται ότι δεν είχαν την απαραίτητη φροντίδα εκ μέρους του νεαρού ζεύγους. Οι σχέσεις των δύο ζευγαριών επιδεινώνονταν συνεχώς και τελικά οι γέροντες εγκαταστάθηκαν σε χωριστό οίκημα, όπου μετά από λίγο πέθανε η σύζυγος του παππού. Τα παράπονα του παππού εντάθηκαν μετά τον θάνατο της γυναίκας του, και άρχισε να απειλεί ότι θα αποκληρώσει τον εγγονό του. Η απειλή εν μέρει πραγματοποιήθηκε όταν πούλησε το σπίτι που έμενε το νεαρό ζεύγος και απείλησε τον εγγονό ότι θα τον αποκληρώσει και από την υπόλοιπη περιουσία. Αυτό εξόργισε τον νέο τόσο πολύ που τον οδήγησε στη σκέψη και στην απόφαση να σκοτώσει τον παππού του. Έτσι μια νύχτα του 1888 πραγματοποίησε την απόφασή του. Συνελήφθη ως κύριος ύποπτος και παρά την αρχική του άρνηση, τελικά ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο δολοφόνος και το Κακουργιοδικείο Χανίων των καταδίκασε σε θάνατο.

Επίλογος

Εύλογα οι αναγνώστες θα αναρωτηθούν γιατί έγιναν αυτοί οι απαγχονισμοί και μάλιστα τόσο ξαφνικά και απροειδοποίητα. Η πιο λογική εξήγηση είναι ότι ο Μαχμούτ, βλέποντας ότι οι Κρητικοί είναι σε συνεχή αναβρασμό μετά το 1889, και θέλοντας να προλάβει όποια επαναστατική κίνηση, προχώρησε σε αυτήν την πράξη για εκφοβισμό και για να τους κλονίσει το ηθικό.

Βέβαια όχι μόνο δεν πέτυχε τον σκοπό του, αλλά αντιθέτως τους εξόργισε και χαλύβδωσε το επαναστατικό τους φρόνημα, γεγονός που οδήγησε σύντομα στην επανάσταση του 1895-1898, η οποία προσφυώς ονομάστηκε τυχερή, επειδή οδήγησε στην Αυτονομία της Κρήτης και αργότερα στην Ένωσή της με την Ελλάδα.

_____________________

ΠΗΓΕΣ

·        Αρχείο Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης (1893 & 1894).

·        Γρυντάκης Γιάννης, Το Ρέθυμνο μεταξύ δύο επαναστάσεων 1890-1894, Αθήνα 2001.

·        Εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» Αθηνών, φ. 14/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ» Ηρακλείου, φ. 13/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ» Χανίων, φ. 8/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ» Αθηνών, φ. 14 & 18/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ» Αθηνών, φ. 15 & 23/1/1894, 2 & 28/2/1894.

·        Εφημερίδα «ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ» Αθηνών, φ. 16/1/1894.

·        Εφημερίδα «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ» Ρεθύμνου, φ. 5/12/1934.

·        Κρήτη το Αφιέρωμα, τομ. 14, σ.41.