Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου
ΤΡΕΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941)
Όταν το 2020 έκανα έρευνα για τους δημάρχους του Ρεθύμνου και ειδικά για τον Τίτο Πετυχάκη, εντόπισα στο αρχείο του Δήμου Ρεθύμνης τρία περιστατικά αντίστασης και δολιοφθοράς κατά των Γερμανών κατακτητών, κατά τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, τα οποία είναι εντελώς άγνωστα και δεν αναφέρονται στην τοπική βιβλιογραφία της Αντίστασης και της Κατοχής. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω γι’ αυτά για να γίνουν γνωστά, αλλά και για να τιμηθεί η μνήμη των άγνωστων πρωταγωνιστών.
Λίγα
ιστορικά
Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο διαρκεί από 20 μέχρι 29
Μαΐου 1941. Οι Γερμανοί, μετά από πρωτόγνωρη και μη αναμενόμενη αντίσταση του
ντόπιου πληθυσμού καταλαμβάνουν την πόλη. Στη θέση του Δημάρχου Ρεθύμνης
βρίσκεται ο Τίτος Πετυχάκης, ο οποίος είχε εκλεγεί δήμαρχος στις δημοτικές
εκλογές του 1934. Μετά από λίγες ημέρες, συγκεκριμένα στις 12 Ιουνίου,
απολύθηκε από τη θέση του δημάρχου, επειδή κρίθηκε μη συνεργάσιμος από τις Γερμανικές
Αρχές Κατοχής. Μαζί του απομακρύνθηκε και όλο το εκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο.
Στη θέση του δημάρχου τοποθετήθηκε ο δικηγόρος Στυλιανός Μαρκιανός, ο οποίος
πλαισιωνόταν από μια διορισμένη εξαμελή επιτροπή, που ονομαζόταν Διοικούσα
Επιτροπή Δήμου Ρεθύμνης και λειτουργούσε σαν Δημοτικό Συμβούλιο.
Η
κλοπή του φακού
Τότε λειτουργούσε στο Ρέθυμνο, από τον κινηματογραφικό επιχειρηματία Παντελή Καπετανάκη, ο
![]() |
Η είσοδος του κινηματογράφου "Εσπερος". Βρισκόταν επί της λεωφόρου Κουντουριώτη ανατολικά του 2ου Δημ. Σχολείου (Καμαράκι). |
θερινός κινηματογράφος «Έσπερος», ο οποίος είχε ξεκινήσει τη λειτουργία του το καλοκαίρι του 1936 και θεωρούνταν από τους καλύτερους της εποχής του. Οι Γερμανοί κατακτητές προχώρησαν αμέσως σε επίταξή του, προκειμένου να ψυχαγωγείται εκεί ο στρατός κατοχής με προπαγανδιστικές ταινίες.
Στο χρονικό διάστημα από τη νύχτα της 20ης
μέχρι την εσπέρα της 24ης Ιουλίου 1941, οπότε έπρεπε να λειτουργήσει
ο κινηματογράφος, κάποιος αφαίρεσε τον φακό από τη μηχανή προβολής. Ήταν μια
από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, πράξη αντίστασης και δολιοφθοράς στην Κρήτη,
την οποία οι Γερμανικές Αρχές χαρακτήρισαν ως «σαμποτάζ το οποίο διέπραξαν
αναρχικοί άνθρωποι». Ο πρωταγωνιστής αυτής της παράτολμης πράξης παραμένει
μέχρι σήμερα άγνωστος, αφού ούτε ο ίδιος μετά την απελευθέρωση αποκάλυψε ποτέ
ότι αυτός ήταν πίσω από αυτήν τη παράτολμη ενέργεια και έτσι δεν κατέστη
δυνατόν να τιμηθεί για την ηρωική πράξη του.
Αναλογιζόμενοι τα σκληρά αντίποινα των Γερμανών που
έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής με εκτελέσεις, βασανισμούς και
εγκλεισμούς σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, η αντίδραση της Γερμανικής
Στρατιωτικής Διοίκησης του Ρεθύμνου στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν σχετικά
ήπια:
· Επιβολή
προστίμου 600.000 δραχμών «εις άπαντας τους κατοίκους του Δήμου» με προθεσμία
πληρωμής μέχρι 10 Αυγούστου 1941. Ο Δήμος Ρεθύμνης καθίσταται υπεύθυνος τόσο
για τη σύνταξη του σχετικού καταλόγου των υπόχρεων όσο και για την είσπραξη του
αναλογούντος στον καθένα ποσού.
·
Απαγόρευση
κυκλοφορίας μετά τις 6 το απόγευμα.
·
Άρση
των μέτρων εφόσον συλληφθεί ο δράστης και παραδοθεί ο φακός.
Ο
Τίτος Πετυχάκης παρά το γεγονός ότι από τις 11 Ιουνίου 1941 δεν ήταν πια
δήμαρχος, αφού είχε απολυθεί από τους Γερμανούς, ένιωσε την ηθική υποχρέωση και
την ευθύνη του ηγέτη να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τους συνδημότες του. Έτσι
στις 8 Αυγούστου απέστειλε προς τη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση Ρεθύμνης μια
μακροσκελή επιστολή πέντε σελίδων, όπου με διάφορα επιχειρήματα προσπαθούσε να
απαλλάξει τους Ρεθεμνιώτες από την εφαρμογή της επαπειλούμενης ποινής. Η επιστολή δεν φαίνεται να είχε
κάποιο αποτέλεσμα αφού η ποινή εκτελέστηκε μέχρι κεραίας.
Ο διορισμένος Δήμαρχος με τη διορισμένη Διοικούσα Επιτροπή έσπευσαν να καταρτίσουν τον
![]() |
Ένα τμήμα του καταλόγου των δημοτών με το ποσό που ο καθέναςόφειλε να καταβἀλει |
κατάλογο με τα ονόματα των δημοτών με το ποσό που ο καθένας όφειλε να καταβάλει. Όμως ο κατάλογος, που υποβλήθηκε στη Νομαρχία για έγκριση, επιστράφηκε στον Δήμο επειδή υπήρξαν πολλές διαμαρτυρίες για αδικίες και ζητήθηκε η σύνταξη νέου καταλόγου. Τελικά καταρτίστηκε νέος κατάλογος με 533 άτομα, τα οποία είχαν, κατά τεκμήριο, τη δυνατότητα να πληρώσουν κάποια χρήματα, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Από τον κατάλογο εξαιρέθηκαν όσοι αποδεδειγμένα είχαν αδυναμία καταβολής οποιουδήποτε ποσού και οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Έτσι η ομάδα των δημοτών που σύμφωνα με τα τοπικά κριτήρια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πλούσιοι, ορίστηκε να καταβάλουν ποσό 8000 δραχμών. Οι επόμενες τρεις κατηγορίες ήταν των 4000, των 1250 και τέλος των 300 δραχμών. Στην πρώτη κατηγορία μπήκαν 16 άτομα, στη δεύτερη 46, στη Τρίτη 153 και στην τέταρτη οι υπόλοιποι. Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η βαρύτητα του προστίμου, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε την αγοραστική αξία της δραχμής τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεδομένης της συνεχούς αύξησης του πληθωρισμού. Πάντως το πρόστιμο θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλο και δυσβάστακτο, αν λάβουμε υπόψη μας ότι βρισκόμαστε στην αρχή της Κατοχής και ο πληθωρισμός δεν είχε πάρει ακόμη μεγάλες διαστάσεις και η οικονομική κατάσταση του πληθυσμού δεν ήταν καλή.
Μέσα στην προθεσμία που είχαν θέσει οι Γερμανικές Αρχές
συγκεντρώθηκε ποσό που υπολειπόταν κατά 46.250 δρχ. από το συνολικό πρόστιμο
των 600.000. Το ελλείπον ποσό καλύφθηκε από το αποθεματικό του προϋπολογισμού
του Δήμου. Έτσι το πρόστιμο καταβλήθηκε στο ακέραιο, αφού ούτε ο δράστης
συνελήφθη ούτε ο φακός παραδόθηκε, χωρίς άλλες συνέπειες για τους Ρεθεμνιώτες.
Η
κλοπή τηλεφώνου
Από τα τέλη Αυγούστου του 1941 ο Στυλιανός Μαρκιανός διορίζεται Νομάρχης Ρεθύμνης και στη θέση του Δημάρχου Ρεθύμνης διορίζεται ο Εμμανουήλ Γοβατζιδάκης.
![]() |
Γνωστοποίησις των Γερμανικών Αρχών |
Ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το θέμα της κλοπής του φακού προέκυψε
ένα άλλο παρεμφερές θέμα, το οποίο δυστυχώς είχε τραγική κατάληξη. Οι
πληροφορίες για το συγκεκριμένο περιστατικό, που θα αναφερθεί στη συνέχεια,
είναι λίγες και προέρχονται από ένα έγγραφο με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1941,
του διορισμένου Δημάρχου Ρεθύμνης Εμμανουήλ Γοβατζιδάκη.
Συγκεκριμένα κατά το πρώτο 20ήμερο του Αυγούστου του 1941
κλάπηκε από ένα Γερμανικό στρατόπεδο (δεν αναφέρεται ποιο) μια συσκευή
τηλεφώνου. Οι Γερμανοί θεώρησαν ως δράστη τον Γεώργιο Παντελάκη από το χωριό
Ρουμελή Μυλοποτάμου. Με συνοπτικές διαδικασίες πέρασε από Γερμανικό
στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή εκτελέστηκε άμεσα και ο
ατυχής Παντελάκης έπεσε νεκρός από τα πυρά του Γερμανικού εκτελεστικού
αποσπάσματος στην 21η Αυγούστου 1941. Μετά την εκτέλεση του Γεώργιου
Παντελάκη, οι Γερμανοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν αυτός ο δράστης
της κλοπής, αλλά ο αδελφός του, του οποίου συνέλαβαν τη σύζυγο και τη μητέρα,
προκειμένου αυτός να παραδοθεί. Η πράξη χαρακτηρίζεται ως σαμποτάζ και
επισημαίνεται ότι κινδυνεύουν όχι μόνο οι δράστες, αλλά και όλοι οι κάτοικοι
της Κοινότητας Ρουμελή. Περισσότερες πληροφορίες για το περιστατικό δεν έχουμε.
Επίσης δεν γνωρίζουμε την τύχη του φερόμενου ως δράστη, καθώς και της συζύγου
και της μητέρας του. Πάντως η πράξη είχε καθαρά αντιστασιακό και συμβολικό
χαρακτήρα, αφού μια τηλεφωνική συσκευή -και μάλιστα εκείνη την εποχή- δεν είχε
καμιά απολύτως χρησιμότητα για τον δράστη, ενώ αντιθέτως τον εξέθετε σε
θανάσιμο κίνδυνο.
Δεν γνωρίζω αν το περιστατικό είναι γνωστό στους κατοίκους του Ρουμελή.
Τραυματισμός Γερμανού στρατιώτη
Την νύχτα της 18ης προς 19η Δεκεμβρίου 1941, άγνωστος τραυμάτισε με μαχαίρι στον λαιμό Γερμανό στρατιώτη που φρουρούσε το Γερμανικό Νοσοκομείο Ρεθύμνης. Το Γερμανικό Νοσοκομείο στεγαζόταν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου, που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς. Μάλιστα το κτίριο του Ορφανοτροφείου συνέχισε να λειτουργεί ως νοσοκομείο για μερικά χρόνια μετά την Κατοχή, μέχρι την ίδρυση του σημερινού νοσοκομείου το 1954.
![]() |
Το Ορφανοτροφείο επί Κατοχής. |
Το περιστατικό ήταν πολύ σοβαρό και ανάλογη ήταν η
αντίδραση των Γερμανικών Αρχών Κατοχής:
·
«Συνελήφθησαν
μέγας αριθμός ομήρων εκ του πληθυσμού, οίτινες θα παραμείνουσι μέχρι συλλήψεως
του ή των δραστών».
·
Απαγορεύθηκε
η κυκλοφορία των πολιτών μετά τις 5.30΄ το απόγευμα μέχρι να συλληφθεί ο
δράστης. Μάλιστα επισημαίνεται ότι « Πας όστις ήθελε συλληφθή μετά την ανωτέρω
ώραν κυκλοφορών ανά την πόλιν, άνευ ισχυούσης αδείας, θα υπολογίζει εις
επιβολήν αυστηράς τιμωρίας.
· «Ο πληθυσμός εντέλλεται, προς ίδιον αυτού συμφέρον, να συμβάλη εις την σύλληψιν του ή των δραστών».
Την επομένη 20-12-1941 ο διορισμένος από τους Γερμανούς
Δήμαρχος Εμμανουήλ Γοβατζιδάκης μαζί με τη διορισμένη Διοικούσα Επιτροπή του
Δήμου, η οποία αντικατέστησε το εκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο, αποφάσισαν να
προκηρύξουν αμοιβή 100.000 δραχμών σε όποιον συλλάβει ή υποδείξει τον δράστη ή
τους δράστες του τραυματισμού του Γερμανού στρατιώτη.
Αναφορικά με τους συλληφθέντες ομήρους να διευκρινιστεί
ότι δεν αναφέρεται ο αριθμός τους. Πάντως το σχετικό έγγραφο αναφέρει ότι ήταν
«μέγας αριθμός» και είναι σίγουρο ότι τους έκλεισαν «στα σύρματα», δηλαδή σε
περιφραγμένο με συρματόπλεγμα χώρο στο γήπεδο της Σοχώρας.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου, «…αριθμός
αιχμαλώτων απέδρασεν εκ του Στρατοπέδου αιχμαλώτων, ων την απόδρασιν επεβοήθησεν
το κοινόν» και προειδοποιούνται οι Ρεθεμνιώτες να καταγγείλουν ή να συλλάβουν
όποιον δραπέτη πέσει στην αντίληψή τους. Επίσης απειλούνται οι πολίτες του
Ρεθύμνου ότι τους περιμένει αυστηρή τιμωρία αν αποκρύψουν κάποιον δραπέτη ή
βοηθήσουν και άλλους να δραπετεύσουν. Παράλληλα γίνονται έρευνες για να βρεθεί
ο δράστης του τραυματισμού του Γερμανού στρατιώτη με ανακρίσεις των εργαζόμενων
στο νοσοκομείο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δεν έχουμε πλήρη εικόνα των γεγονότων,
αλλά από τις αποσπασματικές πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας, φαίνεται
ότι ο δράστης δεν ανευρέθηκε. Επίσης δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η τύχη των
συλληφθέντων ομήρων, ούτε όσων απέδρασαν.
Για το δίμηνο Γενάρη – Φλεβάρη 1942 μέχρι τις 12 Μαρτίου
δεν έχουμε κάποια πληροφορία για το θέμα. Ίσως υπάρχουν πληροφορίες στο αρχείο
του Δήμου, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν. Από πρακτικό της Διοικούσας
Επιτροπής του Δήμου πληροφορούμαστε ότι επιβλήθηκε και πάλι, σε όλους συλλήβδην
στους πολίτες του Ρεθύμνου, πρόστιμο 600.000 δραχμών για τον τραυματισμό του
Γερμανού στρατιώτη, όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση της κλοπής του φακού.
Όμως αυτή τη φορά το πρόστιμο δεν κατανεμήθηκε στους πολίτες βάσει καταλόγου
και με βάση τις οικονομικές τους δυνατότητες, αλλά επιλέχθηκε ο ακόλουθος
τρόπος κατανομής του. Επειδή επρόκειτο προσεχώς να διανεμηθεί στους κατοίκους
ζάχαρη από τη Νομαρχία Ρεθύμνης, αποφασίστηκε να παρακρατηθεί από κάθε δημότη
ζάχαρη αξίας πέντε δραχμών με βάση το βιβλιάριο τροφίμων κάθε οικογένειας. Έτσι
εξασφαλιζόταν η είσπραξη του προστίμου, όμως αυτό βάρυνε εξίσου πλούσιους και
φτωχούς.
Μέχρι εδώ φτάνουν οι πληροφορίες μας για το θέμα. Ίσως
υπάρχουν περισσότερες στο κατάστιχο με τα πρακτικά της Διοικούσας Επιτροπής του
Δήμου 1941-1942, το οποίο είδα το 2020, αλλά σήμερα, παρότι αναζητήθηκε, δεν
ανευρίσκεται[1].
[1] Θέλω να επιστήσω την προσοχή του Δημάρχου
στη φροντίδα και φύλαξη του παλαιού αρχείου του Δήμου, το οποίο έχει λίγα, αλλά
πολύτιμα τεκμήρια για την πόλη. Νομίζω ότι η καταλληλότερη λύση θα ήταν η
ψηφιοποίησή τους, γεγονός που θα τα διαφυλάξει, από κακοπροαίρετους και θα τα
κάνει προσβάσιμα στην ιστορική έρευνα.