Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ

Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου

ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ

            Όταν πριν από τρία περίπου χρόνια κατέγραφα τα, μη νομικού περιεχομένου, έντυπα της βιβλιοθήκης του Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνης[1], συνάντησα ένα μικρό δέμα με χάρτινο περιτύλιγμα χρώματος ανοιχτού πράσινου και δεμένο με σπάγκγο. Η όλη εμφάνιση του δέματος προϊδέαζε για την παλαιότητά του. Το δέμα περιείχε δύο δεσμίδες χαρτιά διαστάσεων 165Χ55mm, της ίδιας ποιότηρας με το περιτύλιγμα και επίσης δεμένα με σπάγκο. Η μια δεσμίδα περιείχε 278 χαρτιά ("δελτία" θα τα λέγαμε σήμερα) και η άλλη 353. Με την πρώτη ματιά γινόταν αντιληπτό ότι πρόκειται για συλλογή παροιμιών. Σε κάθε δελτίο αναγραφόταν μια ελληνική παροιμία, καθώς και το αντίστοιχό της, εφόσον υπήρχε, στην αρχαία ελληνική, λατινική, γερμανική, αγγλική και γαλλική γλώσσα. Ως περιτύλιγμα είχαν χρησιμοποιηθεί δύο χαρτιά διαστάσεων  33Χ41cm διπλωμένα στα δύο, στις οχτώ σελίδες των οποίων υπήρχε κείμενο στην παλαιά γερμανική γλώσσα, το οποίο προφανώς αποτελεί εισαγωγή στη συλλογή και στο οποίο γίνεται αναφορά στην ιστορία της παροιμίας, όπως μαρτυρούν οι πολλές βιβλιογραφικές παραπομπές, οι οποίες ήταν και τα μόνα σημεία του κειμένου που μπόρεσα να αναγνώσω[2].
            Αμέσως ανέκυψε το ερώτημα ποιός ο συλλογέας; Όπως ήταν φυσικό ο πρώτος που σκέφτηκα ήταν ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης λαογράφος Παύλος Βλαστός. Τη σκέψη αυτή ενίσχυε το γεγονός ότι στη βιβλιοθήκη του Δικηγορικού Συλλόγου υπάρχουν πολλά κατάλοιπα της βιβλιοθήκης του Π. Βλαστού, όπως μαρτυρούν οι σφραγίδες, οι αφιερώσεις και άλλες χειρόγραφες ενδείξεις πάνω στα βιβλία[3]. Όμως είναι προφανές, σ' όποιον διατρέξει τη συλλογή, ότι δεν πρόκειται για έργο ενός ανθρώπου. Από τους γραφικούς χαρακτήρες που απαντώνται στη συλλογή προκύπτει ότι τουλάχιστον  πέντε άνθρωποι συνέπραξαν στη συγκρότησή της. Παρά τις προσπάθειές μου δεν κατάφερα να ταυτίσω κάποιον γραφικό χαρακτήρα με κάποιον λόγιο ρεθεμνιώτη. Μόνο ο γραφικός χαρακτήρας του Παύλου Βλαστού μοιάζει πάρα πολύ με αυτόν που απαντάται συχνότερα στη συλλογή. Όπως φαίνεται στα δύο δείγματα γραφής που παρατίθενται εδώ,
οι δυο γραφικοί χαρακτήρες είναι πανομοιότυποι με εξαίρεση τα γράμματα  "σ" και "κ". Θεωρώ πως η διαφορά αυτή  μπορεί να εξηγηθεί αν οι δύο γραφές έχουν μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους. Γιατί συμβαίνει συχνά σε πολλούς ανθρώπους να αλλάζουν τον τρόπο γραφής καποιων γραμμάτων, όταν σε κάποια στιγμή θεωρήσουν ότι δεν τους ικανοποιούν πλέον αισθητικά. Άλλο στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι πρόκειται για γραφή του Π.Βλαστού,  είναι οι ανορθογραφίες που υπάρχουν και οι οποίες συναντώνται συχνά στα κείμενά του.
            Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η συλλογή ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Παύλου Βλαστού και με τη σύμπραξη τριών ή τεσσάρων λογίων Ρεθεμνιωτών κυρίως στο μέρος που αφορούσε τα αρχαία ελληνικά αποφθέγματα και τις ξένες παροιμίες. Η συνεργασία φαίνεται πως δεν ευδοκίμησε αφού συλλέχθηκαν συνολικά μόνο οι 630 παροιμίες που παρουσιάζομε εδώ. Μετά απ' αυτήν την προσπάθεια ο Βλαστός μάλλον συνέχισε μόνος του και μετά από πολυετή προσπάθεια συνέλεξε αυτόν τον τεράστιο όγκο παροιμιών, που μαζί με το υπόλοιπο λαογραφικό υλικό φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.
            Ο ακριβής χρόνος δημιουργίας της συλλογής δεν προκύπτει από πουθενά. Στην εισαγωγή που συνοδεύει τη συλλογή η νεώτερη βιβλιογραφική παραπομπή είναι του έτους 1840, έτος που κατ' ανάγκη αποτελεί το terminus post quem της συλλογής. Ως terminus ante quem θα πρέπει να θεωρήσουμε το έτος 1899 κατά το οποίο εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των "Παροιμιών"[4] του Ν.Πολίτη, ο οποίος δεν μνημονεύεται στην εισαγωγή. Για τί είναι προφανές ότι άν  η συλλογή είχε  δημιουργηθεί μετα το 1899 ο Πολίτης θα αναφερόταν στην εισαγωγή. Άν τώρα θεωρήσουμε δεδομένη τη συμμετοχή του Βλαστού στη δημιουργία της συλλογής  και άν δεχθούμε ότι ο Βλαστός (1836-1926) ασχολήθηκε με τέτοια θέματα μετά τα τριάντα του, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η υπό εξέταση συλλογη παροιμιών πρέπει να δημιουργήθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.
            Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στη συλλολή είναι ένα μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής. Προφανώς οι συλλογείς ζώντας μέσα στην  καθαρογλωσσική υστερία της εποχής τους δεν θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα του λαού, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να εκφράσει την παροιμία, αφού και η παροιμία με τη σειρά της είναι καθαρά λαϊκό απόφθεγμα. Για να αντιληφθεί ο αναγνώστης τί εννοώ όταν λέω "μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής", παραθέτω ενδεικτικά δύο παραδείγματα: "στό κλεισμένον στόμα ἡ μυίαις δέν ἐμβαίνουν" ή "ἐμβᾶατε σκύλ' ἀλέσετε κι' ἀλεστικά μή δῶτε". Είναι φανερό πως δεν μπορούσα να παρουσιάσω τη συλλογή διατηρώντας τη γλώσσα των συλλογέων, γιατί σ'αυτήν τήν περίπτωση θα αποδυναμωνόταν πλήρως οι παροιμίες. Έτσι προτίμησα να επέμβω όπου το θεώρησα σκόπιμο χωρίς σε καμιά περίπτωση να μεταβάλλω το νόημα των παροιμιών. Επίσης διόρθωσα τα ορθογραφικά λάθη επειδή θεωρώ ότι δεν έχει κανένα νόημα η διατήρησή τους, όμως αποφάσισα να διατηρήσω το πολυτονικό σύστημα.
            Οι παροιμίες έχουν ταξινομηθεί αλφαβητικά και τα άρθρα υπολογίζονται στην ταξινόμηση. Όπου υπάρχει αρχαίο ελληνικό απόφθεγμα, αντίστοιχο της παροιμίας, ακολουθεί με πλάγιους χαρακτήρες. Οι ξένες παροιμίες που υπάρχουν στη συλλογή δεν δημοσιεύονται εδώ για λόγους οικονομίας χώρου αλλά και επειδή δεν θα προσέφεραν κάτι το ουσιαστικό. Όπου θεωρώ ότι κάποια λέξη είναι άγνωστη δίνω την εξήγησή της σε υποσημείωση. Πολλές από τις δημοσιευόμενες εδώ παροιμίες είναι γνωστές, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλές που δεν ακούγονται πια, γεγονός που με ώθησε να τις δημοσιεύσω.

Ἀγάλι' ἀγάλια πᾶς ἀλάργα.
                        -Σπεῦδε βραδέως.
Ἀγάπα ἡ Μάρω τό χορό κ' ηὗρε κι' ἄντρα λυράρη.
Ἀγάπα μάνα τό παιδί χωρίς νά τό γνωρίζῃ.
Ἀγάπα τον τόν φίλο σου μέ τό ἐλάττωμά του.
Ἅη Γιώργη βοήθα μου. -κούνα καί τά πόδια σου.
                        -Αὐτός τι νῦν δρῶν εἶτα τούς θεούς καλεῖ.
                        -Σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει.
Ἀκριβός[5] θαρρεῖ κερδίζει καί φυρᾷ καί δέν τό νοιώθει.
Ἄλλα λένε τῆς κνησάρας[6], κι' ἄλλα κνησαρίζει 'κείνη.
                        -Ἄλλα λέγει Μενεκλῆς, ἄλλα τό χοιρίδιον.
Ἄλλα λόγια ν' ἀγαπιόμαστε.
Ἄλλα μελέτα ὁ γάϊδαρος κι' ἄλλα ὁ γαϊδουριάρης.
                        -Ἄλλαι δέ βουλαί ἀνθρώπων, ἄλλα δέ θεός κελεύει.
Ἄλλα τά μάτια τοῦ λαγοῦ κι' ἄλλα τῆς κουκουβάγιας.
Ἀλλοί  σ' ἕναν ἀνδρειωμένο πού τόν πιάσουν δυό σπασμένοι.
                        -Οὐδ' Ἡρακλῆς πρός δύο.
Ἄλλοι στό σπῆτι μας κ' ἐμεῖς ἀλλοῦ.
Ἄλλοι σπέρνουν και θερίζουν, κι' ἄλλοι τρῶν καί μακαρίζουν.
                        -Ἄλλοι μέν σπείρουσιν, ἄλλοι δέ ἀμήσουσι.
                        -Ἄλλοι κάμον, ἄλλοι ὤναντο.
Ἀλοίμον' ὅποιος δέχετ' ἀπ' τό χωριό του γεῦμα,
            πάντοτ' ἀργό καί πάρωρο καί παραβραδυασμένο.
Ἀλλοίμονο σ' ὅποιον δαρθῆ, ὥς ὅτου ὁ κριτής νά 'ρθῇ.
Ἀλλοίμονο σ' ὅποιον δέν ἔχ' ὀνύχια νά ξυστῇ.
Ἀλλοίμονο σ' ὅποιον λείπ' ἀπ' τό γάμο του.
Ἄλλος εἶν' ὁ Θοδωρής κι' ἄλλος εἶν' ὁποῦ θωρεῖς.
Ἄλλος ἔχασκε κι' ἄλλος ἐμετάλαβε.
                        -Ἑνός χανόντος μετέσχηκεν ἕτερος.
Ἀλλοῦ τά κακαρίσματα κι' ἀλλοῦ γεννοῦν οἱ κότες.
Ἅμα νερό μέσ' ἄλλο νερό.
                        -Ἀεί γάρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διός κύβοι.
Ἄμαθος βρακίν ἐφόρει, κάθε πάτημα τό 'θώρει.
                        -Ἀμαθής ἀναξυρίδα περιθέμενος, πᾶσι ταύτην ἐνδεικνύει.
Ἄν δέν ἔχῃς χρέος γίνου ἐγγυητής.
Ἄν δέν μοιάζαμε δέν ἐσυμπεθεριάζαμε.
Ἄν δέν περισσεύψῃ τό κακό δέν κόβεται.
Ἄν δέν πολυκαιρίσ'  ἡ πέτρα στό νερό δέν ὀβρυάζει[7].
                        -Λίθος κυλινδόμενος τό φῦκος οὐ ποιεῖ.
Ἄν δέν σείσ'  ἡ σκύλα τήν οὐρά της, δέν τήν παίρν'  ὁ σκύλος τό κατόπι.
Ἄν δέν σπάσῃ τό κεφάλι του, δέν βάζει γνῶσι.
                        -Ἁλιεύς πληγείς νοῦν οἴσει.
Ἄν δέν φᾷς ἕνα κοιλό ἀλάτι μέ κανένα, δέν γνωρίζεις τήν καρδιά του.
Ἄν εἶσαι μέλισσας παιδί κέντρα καί μή σβουρίζῃς.
Ἄν εὕρῃς πόσα ἔχω στό σακί νά παίρνῃς τά πέντε
            κ' ἐγώ τ' ἄλλα πέντε -δέκα- σάν νά σ' εἶχα μέσα στό σακί.
Ἄν ἔχῃς στό σακί ψωμί, εἶναι Χριστός Ἀνέστη,
            ἄν δέν ἔχῃς, τόν "θάνατον πατήσας".
                        -Ζῇ χύτρα; Ζῇ φιλία.
Ἄν ἔχῃς καί καλό παιδί τό πρᾶγμα τί τό θέλεις;
            κι' ἄν ἔχῃς καί κακό παιδί τό πρᾶγμα τί τό θέλεις;
Ἄν ἤκουε ὁ θεός τῶν κοράκων τήν εὐή,
            δέν θα ἔμενε ζῶο τετράποδο στή γῆ.
Ἄν ἤξευρ' ὁ κασίδης γιατρικό, ἤθελε τό κάμει στό κεφάλι του.
                        -Ἄλλων ἰατρός αὐτός ἕλκεσι βρύων.
Ἄν εἶχ' ἡ βάβω μας ὀρχίδια, ἤθελε τήν λέω παπποῦ.
Ἄν μαγαρίσω νἆν λαρδί κι' ἄν κλέψω νἆν λογάρι,
            κι' ἄν ἀγαπήσω καί καμμιά νά 'ναι παπαδοπούλα.
Ἄν πάγ' οπίσω ντρέπομαι, κι' ἄν πάγ' ἐμπρός φοβοῦμαι.
Ἄν σ' ὀργισθῇ ὁ θεός, κάθου. Ἄν σ' ὀργισθοῦν οἱ ἀνθρῶποι, φεῦγε.
Ἄν τά Γέννα[8] σκοτεινά καί τα Φῶτα φωτεινά
            κι' ἡ Λαμπρή μέ τά πηλά, χαρά στά χέρια τοῦ ζευγᾶ.
Ἄν φταίω 'γω νά καῇ ἡ ρόκα μου,
            κι' ἄν φταίει ὁ ἄνδρας μου νά καῇ τό κεφάλι του.
Ἄν φτύσ' ἀπάνω φτύνω τά γένεια μου, ἄν φτύσω κάτω φτύνω τήν ποδιά μου.
Ἀνεμομαζώματα, δαιμονοσκορπίσματα.
Ἀνήφορος φέρνει καί κατήφορο.
Ἄνθρωπος ἀνθρώπου μοιάζει καί τοῦ πράγματος τό πρᾶγμα.
Ἀξίζ' ἡ παλαιόκοτα σαράντα πωλακίδαις[9].
Ἀπ' ἀγκάθι βγαίνει ρόδο, κι' ἀπό ρόδο βγαίν' ἀγκάθι.
Ἀπ' ἄνθρωπο σ' ἄνθρωπο, μεγάλη διαφορά 'ναι.
Ἀπ' τ' ἄλογο στόν γάϊδαρο.
                        -Ἀφ' ἵππων εἰς ὄνους.
Ἀπ' τοῦ διαβόλου τό μαντρί, μήτε 'ρίφι μήτ' ἀρνί.
Ἀπάνδρευτος προξενητής γιά λόγου του γυρεύει.
Ἄπιαστα πουλιά σαράντα στόν παρά.
                        -Ἀετός ἐν νεφέλαις.
Ἀπό ἕν' ἀρνί δυό δέρματα δέν βγαίνουν.
                        -Οὐ δυνατόν οἶκος εἷς τρέφειν κύνας δύο.
Ἀπό κακοπληρωτή καί σακί ἄχυρα καλά 'ναι.
Ἀπό πεινασμένο μάτι ὁ θεός νά σέ φυλάῃ.
Ἀπό σιγανό ποταμό, ψηλά τά ροῦχα σου.
Ἀπό τά καλά κερδημένα παίρν' ὁ διάβολος τά μισά,
            ἀπό τά κακά παίρνει καί τόν νοικοκύρη.
Ἀπό τά μετρημένα τρώει κι' ὁ λύκος.
Ἀπό τήν κεφαλή βρωμεῖ τό ψάρι.
Ἀπό τήν πόλιν ἔρχομαι καί στην κορφή κανέλα.
Ἀπό τό ἕν' αὐτί τό βάζει κι' ἀπό τ' ἄλλο τό βγάζει.
Ἀπό τόν γάμο ἔρχομαι καί τρέμω ἀπό τήν πεῖνα.
Ἀπό τρελό καί μεθυσμένο μαθαίνεις τήν ἀλήθεια.
                        -Οἶνος, ὦ φίλε παῖ, λέγεται καί ἀλήθεια.
Ἀπό φτωχό μή δανειστεῖς καί πάρει σε κατόπι.
                        -Φεῦγε χρήστης κακοῦ ἔμμεναι ἀνδρός,
                         μή τι σ' ἀνιήσει διδούς παρά καιρόν ἀπαιτέον.
Ἀπό χοιρινό ἀσκί, δέν πίνει ἄνθρωπος κρασί.
Ἀποκράτειε γέρο νά 'χῃς τήν τιμή ὅπου κι' ἄν λάχῃς.
Ἀπορία ψάλτου βήξ.
Ἀπού ζητᾷ καί δίδουν του, ἄλλη δουλειά δέν κάμνει.
Ἀπού 'ν' ἀπ' ὄξω τοῦ χοροῦ, πολλά τραγούδια ξέρει.
                        -Ἅπαντες ἐσμέν εἰς τό νουθετεῖν σοφοί.
Ἀπού 'ναι γέρος κουζουλός, ἀπό τά νιάτα του 'ναι.
Ἀπού πνίγεται, καί τά μαλλιά του σέρνει.
Ἀπού 'χασε τή βελόνα του, τόν κόρφο του ἀναγέρνει[10].
Ἀπού 'χει πρόβατ' ἔχει τα, κι' ἀπού τά βλέπει τρώει τα.
Ἀργεῖ νά σφάλλ' ὁ φρόνιμος, μ' ἄν σφάλλῃ καλά σφάλλει.
Ἀργεῖ ὁ θεός κι' ἀδημονεῖ ὁ φτωχός.
Ἀργυρό τό μίλημα, χρυσό τό σῶπα.
                        -Σιγῆς ἀκίνδυνον γέρας.
Ἄς ἔβγῃ τ' ὄνομα τοῦ θεριστή, κι' ἄς πέσῃ νά κοιμᾶται.
Ἄς μέ λέγουν Βοϊβοδίνα, κι' ἀς ψοφῶ ἀπό τήν πεῖνα.
Ἄς σύρ' ὁ κλέφτης τή φωνή, νά φύγ' ὁ νοικοκύρης.
                        -Οἱ φῶρες προσεγκαλοῦσιν.
Ἄσπρη κότα στήν αὐλή μας, καί γεννήσει μή γεννήσει.
Ἄσπρος σκύλος μαῦρος σκύλος.
Ἄσχημέ μου κι' ἄπρεπέ μου, καί τί νά πρωτοφᾶμε τό βράδυ;
Ἀτζιγγάνικος χορός, κολοκύθια τύμπανα.
Αὐτοῦ πού στέκεις ἔστεκα, κι' ἐδῶ πού στέκω θά σταθῇς.
Ἀφύλακτο μανδρί, γεμᾶτο λύκους.
Ἄφησε τόν γάμο του κ' ἐπῆγε γιά τά κάστανα.
Ἀφύσικος πραματευτής, καθάριος διακονιάρης.
Ἄψε μου τόν λύχνον νά πυροβολήσω.
Βάλ' ἀλεύρι, κάμε πίττα.
Βασίλη τίμα τόν παπᾶν καί σύ παπᾶ ἔχε γνῶσι.
Βάστα με να σέ βαστῶ, ν' ἀνεβοῦμε στό βουνό.
Βλέπουν τό πρόβατ' ἄσπρον καί λέγουν ὅτ' εἶν' ὅλο ξύγγι.
Βοήθα μου φτωχέ νά μή γένω σάν ἐσένα.
Βουνό μέ βουνό δέ σμίγει, ἄνθρωπος μέ ἄνθρωπο σμίγει.
Βρωμεῖ ὁ ἐβραῖος βρωμοῦν καί τά καλά του.
                        -Ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κ' οὐκ ὀνήσιμα.
                        -Κακοῦ γάρ ἀνδρός δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει.
                        -Παρ' ἀνδρός κακοῦ μή ποτε χρηστόν πάθῃς.
Γάϊδαρος γκαρίζει, ὁ κῶλος τ' ἀνοίγει.
Γάϊδαρος μένει ὁ γάϊδαρος, ἄν βάλῃ καί τήν σέλαν.
Γι' ἀσπροῦ[11] πιπέρι, χαλᾷ ὁ χωριάτης τη μαγειριά του.
Για τά δικά μ' ἀμπέλια, θ' ἀφήσω τά ξένα νά ρημάξουν;
                        -Ποταμός τά πόρρω ποτίζων, τά δ' ἔγγιον καταλείπει.
Γιά τις μαῦρες μέρες τά 'χουν τά γαλανά ἄσπρα[12].
Γιά τό καρφί ἔχασε τό πέταλο.
Γιά τό χαλινάρι, ἔχασε τό ἄλογο.
Γιά τόν καινούργιο δρόμο, τόν παλιό μήν τόν ἀλλάξῃς.
                        -Νέους φίλους ποιῶν, τῶν παλαιῶν μή ἐπιλανθάνου.
Γίνου προφήτης καί πᾶρε τά μισά.
Γνωριμένο πρᾶγμα χωρίς μάχη παίρνεται.
Γυρεύ' ἀπό τήν μῦγα νά βγάλῃ ξύγγι.
Δάκτυλός σου εἶναι, ἄν βρωμῇ κι' ἄν δέν βρωμῇ.
Δανείζου καλοπλέρωνε καί πάντα πέμπε κ' ἔπαιρνε.
                        -Λαβών ἀπόδος ἄνθρωπε καί λήψῃ πάλιν.
Δάσκαλε πού δίδασκες καί νόμο δέν ἐκράτεις.
Δέ βλάφτουσι τά σφάκελα, ἀλλ' εἶν' ἡ παραπόνεση.
                        -Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τόν δέ νοῦν λόγος.
Δέν θέλει κ' ἡ αἶγα νά τῆς βγάλουν τό ἀσκί.
Δέ λείπ' ἡ ἦρα ἀπ' τό στάρι.
Δέ λείπ' ὁ Μάρτης ἀπ' τή Σαρακοστή.
Δέ λείπ' ὁ σάρακας ἀπ' τό τυρί.
Δέ μαθαίν' ἡ μάνα τό γυιό, ὥς μαθαίνει τό σχολειό.
Δέ μέ φτάνει πού 'πεσα, μόνο μοῦ λέν καί "τύφλα".
Δέ μέτρᾷ κάθ' ἕνας μέ τήν πήχυ του.
Δέ ντρέπεσαι νά γλείφῃς τά πινάκια[13];
            -ἀμέ τί νά κάνω; -δός μου τα 'μένα.
Δέ σκάει ὁ διάολος, παρ' ὅταν κλάνουν οἱ ἀποθαμένοι.
                        -Δεινόν δ' ὅταν τις μή φρονῶν δοκεῖ φρονεῖν.
Δέ σοῦ δίνω γριά ψωμί. -βρέξε μοῦ το στό ζουμί.
Δέκα μέτρα κ' ἕνα κόφτε.
Δέν ἀξίζει ἕνα ἄσπρο[14].
Δέν εἶδες ἀκόμη καλογέρ' ὀρχίδια.
                        -Μή μελαμπύγου τύχοις.
Δέν ἔμεινε πέτρα πάνω στήν πέτρα.
Δέν ἐπῆγ' ἀκόμη στό μύλο μέ δικό του σακί.
Δέν ἔχ' ἄσπρο γνῶσι.
Δέν ἔχει σπυρί ἀλάτι 'πάνω του.
                        -Ἅλμη οὐκ ἔνεστ' αὐτῷ.
Δέν ἔχομε ν' ἀκουμπήσωμε καί γυρεύομε νά καθίσωμε.
Δέν κάμνει παράκουκο[15].
Δέν κλαίει ὁ κόρακας πώς ψόφησ' ὁ γάϊδαρος,
            μόν' κλαίει πού δέν ἔτυχε νά τόν φάῃ.
Δέν ὀργίζεται ὁ θεός, σάν τόν φτωχό περήφανο καί τόν σοφό χωριάτη.
Δέν ξέρει νά μοιράσῃ δυό γαϊδάρων ἄχυρα.
                        -Οὐδέ τά τρία Στησιχόρου γινώσκει.
Δέν ξέρει ποῦ πᾶν' τά τέσσερα.
Δέν τό 'χει ἡ γριά πώς ἀποθαίνει, μόν' ὅσο ζεῖ τόσο μαθαίνει.
                        -Γῆρας διδάσκει πάντα καί χρόνου τριβή.
                        -Γηράσκω δ' ἀεί πολλά διδασκόμενος.
Δέν τό 'χω πώς ἐπέρασ' ὁ ποντικός ἀπό τά γένεια μου,
            ἀλλά τό 'χω πώς κάμνει δρόμο.
Δός μου κυρά τον ἄνδρα σου καί πιάσε σύ τόν κόπανο.
Δύο γάϊδαροι μάχονταν γιά ξένη θημωνιάστρα.
Δύο γάϊδαροι μάχονταν σε ξένο ἀχυρῶνα.
Δύο κεφάλια σ' ἕνα φέσι δέν χωροῦν.
Δύσκολο εἶναι νά γενῇ χοίρου μαλλί μετάξι.
            καί τοῦ χωριάτη τό παιδί νά'χ' ἀνθρωπιά καί τάξη. 
Ἐβραῖο βαφτίζεις, νερό κοπανίζεις.
Ἐγ' ἀφορμή ἐγύρευα κι' ὁ θεός καλή τήν ηὗρε.
Ἔγγιξε τό μαχαῖρι στό κόκκαλο.
                        -Ἐς ὀστέον ἄχρις ἰάπτει.
Ἐγίνηκε τρύπα στόν οὐρανό.
Ἐγλυκάθ' ἡ γριά στα σῦκα, καί στόν ὕπνο της τά 'ζήτα.
Ἐγώ πού δέν μιλῶ, θά πάλω τό γαμπλό.
Ἐγώ τοῦ λέω "εἶμ' εὐνοῦχος" καί κεῖνος μέ ρωτᾷ "πόσα παιδιά 'χεις;"
Ἐδώσαμε τόν τραγουδιστή, καί πήραμε τόν κλαψάρη.
                        -Ἀντί πέρκης σκορπιόν.
Ἐθόλωσαν τά μάτια μου.
Εἶδα 'γώ πολλούς σπανούς, μά εἶχαν πού καί τρίχα,
            μά σάν ἐσέν' ἔτσι σπανό, ποτέ μου δέν τόν εἶδα.
Εἶν' ἕνα λουλοῦδι, πού ὅποιος τό μυρίσει, πέφτ' ή μύτη του.
Εἶν' ὁ ἕνας του πόδας στό λάκκο.
                        -Τόν ἕτερον πόδα ἐν τῇ σορῷ ἔχει.
Εἶπε κι' ἔγινε.
Εἶπε ὁ γάϊδαρος τόν πετεινό κεφάλα.
                        -Ἡ πόρνη τήν σώφρονα.
Εἴτε πέτρα στό αὐγό, εἴτε τ' αὐγό στήν πέτρα, ἀλοίμονο στ' αὐγό.
Ἔκαμε μιά τρύπα στό νερό.
Ἑκατό ξυλιές σέ ξένη πλάτη, δέν πονοῦν.
Ἐκατούρησε ἀντίκρυ τοῦ ἥλιου.
Ἔκατσ' ἡ πομπή στή διάβα κι' ἀνεγέλα τούς διαβάτες.
Ἐκεῖ πού τρώει ὁ σκύλος ψωμί, ἐκεῖ γαυγίζει.
Ἔλα παπποῦ μου νά σοῦ δείξω τά γονικά σου.
                        -Ἀετόν ἴπτασθαι διδάσκεις.
Ἐμεῖς ψωμί δέν ἔχουμε, κ' ἡ κάτα[16] πίτα σέρνει.
Ἐμπᾶτε σκύλοι ἀλέσετε, κι' ἀλεστικά μή δώσετε.
Ἐμπρός βαθύ κι ὀπίσω ρέμα.
Ἐμπρός του τραβᾷ τό σκεπάρνι τά πελεκούδια.
Ἕνα λεφτό θέλει ν' ἀρχίσῃ, καί δέκα νά σωπάσῃ.
                        -Δραμῆς μέν αὐλεῖ, τεττάρων δ' οὐ παύεται.
Ἕνας κοῦκος δέν φέρνει τήν ἄνοιξη.
                        -Μία χελιδών ἔαρ οὐ ποιεῖ.
Ἐξεσμήνωσε ἡ σφηκιά.
                        -Τάς σφηκιάς ἐρεθίζειν.
Ἐπάσκασε[17] ὁ καλόγερος κουκιά τοῦ μαγειρεύουν.
Ἐπήγαμε νά πιάσουμε, ὅμως μᾶς πιάσαν ἄλλοι.
                        -Αἱροῦντες ἡρήμεθα.
Ἐπήγαμε νά σκιάξουμε καί μᾶς ἐπατάγωσαν[18].
Ἔσβυσ' ὁ τρελός τόν λύχνον, νά μήν τόνε τρῶν οἱ ψύλλοι.
                        -Ἔσβεσε τόν λύχνον μωρός, ψύλλων ὑπό πολλῶν δακνόμενος,
                          λέξας, οὐκ ἔτι μέ βλεπετε.
Ἐσέ τό λέγω πενθερά, γιά νά τ' ἀκού' ἡ νύμφη.
Εὕρηκε τά γύρευε.
                        -Εὗρε θεός τόν ἀλιτρός.
                        -Ἔχεις ἅπερ ἐπεθύμεις.
                        -Ἀπήντησε κεράμου βολή, πρός ὑπέρτατον ἄτην.
Εὑρῆκε τόν διάολό του.
Ἔφαγε τό παξιμάδι του.
Ἔφταιξεν ὁ γάϊδαρος καί δέρνουν τό σαμάρι.
Ἔχει καί τό χέρι, ἔχει καί τό μαχαίρι
Ἔχει κι' ὁ κακός κακώτερόν του.
Ἔχει ὁ θεός χαμηλό κλαδί καί για τό κουτσό ἀρνί.
Ἔχει πολλές τρύπες τό κεφάλι του.
Ἔχω ράμματα γιά τή γοῦνα σου.
Ἐφόφησε ἡ κότα πού 'κανε τά δυό αὐγά.
Ζῆσε μαῦρε μου νά φᾷς τριφύλλι καί τόν Αὐγουστο σταφύλι.
Ἡ ἀγάπη χάμαι βόσκεται κι' ὁ κουζουλός ἁρπᾷ την,
            καί φρόνιμου παιδί περνᾷ κι' ἀκριβοαιρετᾷ την.
Ἡ ἀλήθεια  εἶναι μαλώτρα.
                        -Εἴ μέν φράσω τ'ἀληθές, οὐχί σἘὐφρονῶ.
Ἤ βάρει τ' ἀρχοντόπουλο, ἤ μήν τό δοκιμάζεις.
Ἡ γλῶσσα κόκκαλα δέν ἔχει, καί κόκκαλα συντρίβει.
                        -Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται.
Ἡ γριά δέν εἶχε διάολο κι' ἀγόρασε γουροῦνι.
Ἡ γριά δέν ἔλπιζε νά παντρευτῇ, καί στήν πόλη γύρευε προικιά.
Ἡ δοκιμή θάνατο δέν φέρνει.
Ἡ δουλειά ντροπή δέν ἔχει.
Ἤ ζευγάς ζευγάς, ἤ καθάριος μυλωνᾶς.
Ἡ ζήτρα, δώτρα δέν γίνεται.
Ἡ καλή μέρα ἀπό τήν αὐγή γνωρίζεται.
Ἡ καμήλα ἀπό τ' αὐτί δέν κουτσαίνει.
Ἡ κεφαλή πού σκύβει, δέν κόβεται.
                        -Ἀφοβία μεγάλη τό φοβεῖσθαι τούς νόμους.
Ἤ μικρός μικρός παντρέψου, ἤ μικρός καλογερέψου.
Ἡ μύτη του νά πέσῃ, δέν σκύβει νά τήν πιάσῃ.
Ἡ νύφη στά πεθερικά δίχως γαμπρό τί θέλει;
Ἡ νύχτα 'πίσκοπο γεννᾷ, κι' ἡ αὐγή μητροπολίτη.
Ἡ πρώτη πλάση τοῦ θεοῦ, εἶν' ἡ κρίθινη πίτα.
                        -Καί ὥσπερ Ἕλληνες τον κρίθινον  καρπόν ἀρχαιότατον
                        ὑπολαμβάνοντες, ἐπί τῶν θυσιῶν κριθαῖς καταρχόμεθα,
                        οὐλάς οὐλάς αὐτάς καλοῦντες.
Ἡ σκύλ' ἀπό τήν βιά της, γεννᾶ τυφλά τά παιδιά της.
                        -Ἡ κύων σπεύδουσα τυφλά τίκτει.
Ἤκουά σε κ' ἴδρωνα, κ' εἶδα σε καί 'ξίδρωσα.
                        -Προτοῦ σε ὤμην κέρατα ἔχειν.
Ηὗρε τόν μῆνα πού τρέφει τούς ἕντεκα.
Ηὗρε χωριό μέ δίχως σκύλο καί διαβαίνει δίχως ξύλο.
                        -Ἐρήμους τρυγᾶν ἀμπέλους.
Ηὗρεν ἡ ἀρίδα του ρόζο.
Ηὗρεν ὁ κουτσός κατήφορο.
Ηὗρες καιρό;  καιρό μήν ἀναμένῃς.
Θά πᾶμε 'μεῖς κ' εἰς τοῦ παπᾶ τ' ἀλώνι.
Θά σοῦ 'γγίξω τό κοκκαλάκι καί θά μ' ἀκλουθῇς σάν ἀρνάκι.
Θαρρεῖ πώς δέν ἔχ'  ἄλλος μαῦρο βόδι.
Θαρρεῖ πώς εἶν' οἱ μῦγες ἄλογα.
                        -Ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖ.
Θέ' μου μήν δώσῃς τοῦ φτωχοῦ θύρα καί παραθύρι
            καί πάπλωμα νά σκεπασθῇ καί πάρει το καί φύγει.
Θέλει καί τό ψωμί ὁλάκαιρο καί τον σκύλο χορτασμένο.
Θέλει την κι' ὁ κόρακας τή φωνή του, νά 'ναι σάν καί τ' ἀηδονιοῦ.
Θέλεις θέριζε καί δένε, θέλεις δένε καί κουβάλιε.
Θέλεις νά δῇς τόν 'πιδέξιο;  δός του λύχνο νά τόν ἄψῃ.
Θέλησε ν' ἁγιάσῃ καί 'ξεπάγιασε.
Θές δέν θέλεις ἄρρωστέ μου, πιέ νερό.
Θές νά γνωρίσῃς τήν κυρά; τήρα την συντροφιά της.
Θρέψε λύκο τον χειμῶνα νά σέ φάῃ το καλοκαίρι.
Θωρεῖς τυφλέ; θωρεῖ ὁ θεός.
Κ' ἡ κοσκινοῦ τόν ἄντρα της με τούς πραματευτάδες.
                        -Καί κόρχορος ἐν λαχάνοις καί Σαούλ ἐν προφήταις.
                        -Αὐλόν σάλπιγγι συγκρίνειν.
Καημός στόν καλομάθητο ὅταν κακομαθαίνῃ.
Κάθ' ἕνας μέ τόν πῆχυ του μετρᾶται.
                        -Ἐν ὧ γάρ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε.
                        -Ἐν ὧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν.
Κάθ' αὐτοῦ πού κάθεσαι, μ' ἄν θέλω 'γώ θωρῶ σε.
Καθαρός οὐρανός, ἀστραπές δέν φοβᾶται.
Κάθ' ἕνας ξέρει, ποῦ τόν τρίβει τό ὑπόδημά του.
Κάθ' ἕνας ξέρει τί μαγειρεύει το τσικάλι του.
Κάθε ἀρνί ἀπό τό ποδάρι του θά κρεμαστῇ.
Κάθε ἕνας τήν πορδή του, μηλοκύδωνο τήν ἔχει.
                        -Ἕκαστος αὑτοῦ το βδέμα μήλου γλύ ἡγεῖται.
Κάθε πέρυσι καί καλύτερα.
                        -Ἀεί τά πέρυσι βελτίω.
Κάθε πετεινός στήν αὐλή του κράζει.
Κάθε πρᾶγμα στόν καιρό του, κι' ὁ χοχλιός τόν Αὔγουστο.
Κάθε πρῶτο καί δύσκολο.
Κάθε τόπος καί  ζακόνι[19] κάθε γειτονιά καί τάξη.
Κάθε χαρά ἔχει καί τήν πίκρα της.
Κάθισε στραβά καί ἴσια κρίνε.
Κάθου γριά κι ἀνήμενε νά κάμω γυιό νά σ' ἀγαπᾷ.
                        -Μένε γραῦ ἐμόν σε παῖδα φιλήδοντα.
Καθώς τοῦ κανοναρχοῦν ψέλνει.
Καί σύ κακό χερόβολο, κι αὐτός κακό δεμάτι.
Καί τό σίδερο τοῦ πλούσιου τρώει τοῦ ποντικοῦ τό δόντι.
Καί τοῦτο μοῖρα μου, καί κεῖνο μερδικό μου.
Καινούργιο μου καλάθι καί ποῦ νά σέ κρεμάσω;
            καί σάν παλιώσῃς ποῦ νά σέ πετάξω;
Καιρός λαγός, καιρός λαγουδίνα.
Καλά 'ν τά πλατυμάνικα μα τά φοροῦν οἱ δεσποτάδες.
Καλή 'μέρα μπάρμπα.
            -κουκιά σπέρνω.
            -Ἀπό ποῦ πάει ὁ δρόμος;
            -Τά σπέρνω καί θέλουν ἀς φυτρώσουν θέλουν ἀς μή φυτρώσουν.
Κάλλιο ἕνα φρόνιμο ἐχθρό, παρά ἕναν τρελό φίλο.
Κάλλιο ἔχω σήμερο τ' αὐγό, παρ' αὐριο τήν ὄρνιθα.
Κάλλιο λάχανο μέ εἰρήνη, παρά μπακλαβᾶ μέ γκρίνια.
Κάλλιο λόγια στό χωράφι, παρά μάγγανα στ' ἀλῶνι.
Κάλλιο νά βγῇ τό μάτι σου, παρά τ' ὄνομά σου.
Κάλλιο νά μοῦ ζηλεύουν, παρά νά μέ λυποῦνται.
                        -Φθονεῖσθαι μᾶλλον ἤ ἐλεεῖσθαι. κρείσων γάρ οἰκτιρμῶν φθόνος.
Κάλλιο νά ντραπῇ τό σακοῦλι μου, παρά τό πρόσωπό μου.
Κάλλιο στόμα μου, παρά πόδι μου.
                        -Γόνυ κνήμης ἔγγιον.
Κάλλιο ξυλοκέρατα καί μέσα κῶλος, παρά τυρομυζήθρα κ' ἔξω κῶλος.
Κάλλιο οἱ τρεῖς παρά τούς δυό, κι' οἱ δυό παρά τόν ἕνα.
                        -Εἶς ἀνήρ οὐδείς ἀνήρ.
Κάλλιο πουλί εἰς τό κλαδί, παρά πουλί εἰς τό κλουβί.
                        -Φιλεῖν ἀκαίρως, ἴσον ἐστί τῷ μισεῖν.
                        -Ἄκαιρος εὔνοια, οὐδέν ἔχθρας διαφέρει.
Καλοδεμένος γάϊδαρος, ἀνέγνοιος νοικοκύρης.
Κάμε καλό καί διάβα κι ἄφες το.
Κάμε καλό καί ρίξ' το στό γιαλό.
Κάμε καλό στοῦ διαόλου τό χωριό.
                        -Φαῦλος ἀνήρ, πίθος ἐστί τετρημένος. εἰς ὅν ἁπάσας ἀντλῶν
                         χάριτας, εἰς κενόν ἐξέχεας.
Κάμεις πάθεις, καρδιά μή σοῦ πονέσῃ.
Κάνει τή μύξα του νεῦρο.
Κανείς δέν μαθαίνει στήν κοιλιά τῆς μάνας του.
Κάνω τό σταυρό μου, καί ξορκίζω σ' ἀπό 'μπρός μου.
Καρφί δέν μοῦ καίγεται.
                        -Οὐ φροντίς Ἱπποκλείδη.
Καρφί χωρίς κεφαλή.
Κέρνα στραβέ νά πιῇ ἀλλήθωρος.
Κεφαλή παραγγελτοῦ ποτέ δέν κόβεται.
Κλαδί ξεκλαδισμένο.
Κλαῖνε τά ροῦχα γιά κορμί, καί τό κορμί γιά ροῦχα.
Κοπανίζει νερό στό γουδί.
                        -Εἰς ὄλμον ὕδωρ ἐγχέας πλήττεις ἔχων.
Κόρακας κοράκου μάτι δέ βγάζει.
Κούρεψε τ' αὐγό, πᾶρε τό μαλλί του.
                        -Οὐκ ἄν λάβῃς παρά τοῦ μή ἔχοντος.
Κουφοῦ καμπάνα κι ἄν λαλῇς, τυφλόν κι ἄν θυμιατίζῃς,
            καί μεθυσμένον κι ἄν κερνᾶς, ὅλα χαημένα τά 'χεις.
Κόψε τό νερό σου νά ψηθῇ τό λάχανό μου.
Κυρά καί σύ κυρά κ' ἐγώ καί ποιός θά πάῃ στό νερό;
Κυρά πού διακονεύεσαι, ἔχεις ἀλεύρι νά πουλῇς;
Κυριακή χαροκοπίστρα καί Δευτέρα μουρμουρίστρα.
Λαγός τη φτέρη ἔτριβε, κακόν τῆς κεφαλῆς του.
Λάκκο ἔχ' ἡ φάβα.
Λάχτισμα τῆς προβατίνας, χαρά τοῦ λύκου.
Λίγα λόγια καί καρπερά.
Λόγια τῆς καραβάνας.
Λόγος ἀπό χείλη βγαίνει, καί σέ χίλιους κατανταίνει.
Μ' ἕνα ρόδο φίλο κάνεις, μ' ἕνα ρόδο τόνε χάνεις.
Μ' ὅποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θά μάθῃς.
Μάθε τέχνη κι ἄστηνε κι ἄν πεινάσῃς πιάστηνε.
Μάθημα ξεμάθημα, δυό καλά μαθήματα.
Μακρυά μαλλιά καί λίγη γνώση.
Μάραθο τό μάραθο γεμίζ' ἡ γραῖ' τόν κάλαθον.
Μάτια πού δέν θωροῦνται, γοργά ξελησμονοῦνται.
                        -Τηλοῦ φίλοι νέοντες οὐκ  εἰσί φίλοι.
Μέ λίγο δόλωμα, μεγάλο ψάρι πιάνεις.
Μέ μία μαναριά τό ξύλο δέν κόβεται.
Μέ ξένα κόλυβα μακαρίζει τούς ἀποθαμένους του.
                        -Θυμιάμασιν ἀλλοτρίοις, τό θεῖον σέβεσθαι.
Μέ τά ἐκατό στή φυλακήν καί με τά χίλια μέσα.
Μέ τά μηνύματα χατζῆδες δέν γίνονται.
Μέ τά ξερά ξύλα καίγονται καί τά χλωρά.
Μέ τήν ἀράδα σου, ἄν εἶσαι καί παπᾶς.
Μέ τή μιά μου θυγατέρα πέντε γάμους ἔκαμα.
Μέ τό σακκί μπαίνει τό κακό, καί μέ τήν τρίχα βγαίνει.
Μέ τόν δικόν σου φάγε πιέ, μά πραμάτεια μήν κάμῃς.
Μέ τόν καλύτερό σου φάε πιέ καί νηστικός σηκώσου.
                        -Υἱέ μ' ἄν πᾷς 'ς τήν Κάνεβον, ἀποὖν οἱ χαροκόποι,
                         τήρα διατήρα τό σκαμνί, τόν τόπο νά καθίζῃς.
                         Μέ τόν καλλιᾶ σου κάθιζε καί νηστικός σηκώνου.
                        -Κακοῖσι δέ μή προσομίλει ἀνδράσιν, ἀλλ' ἀεί ἀγαθῶν ἐχε,
                         καί μετά τοῖσιν πίνε καί ἔσθιε καί μετά τοῖσιν ἴζε.
Μέ τόν μεγαλύτερό σου, σκόρδα μή φυτεύῃς.
                        -Ἄλευ' ἀπό μείζονος ἀνδρός.
Μέ τυφλό ὅποιος καθίζει, ὥς τό πρωί ἀλληθωρίζει.
                        -Εἴ χολῷ παροικήσῃς, υποσκάζειν μαθήση.
Μεγάλο καράβι, μεγάλος κίνδυνος.
Μεγάλος κίνδυνος, μεγάλη δόξα.
                        -Ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταί οὔτε παρ' ἀνδράσιν, οὔτ' ἐν ναυσί
                          κοίλαις τίμιαι.
Μετά σαράντα χρόνους εἶδε ὁ φτωχός τό δίκιο του,
            καί πάλ' εἶπε "ἐβιάστηκα".
Μή ρωτήσῃς τό γιατρό, μόνο ρῶτα τόν παθό.
Μή ρίχνῃς πέτρα στά πηλά, γιατί τσαγρεῖ καί χρίζει.
Μήν ἀκούῃς ἕναν, καί νά κρίνῃς δύο.
                        -Μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφίν μῦθον ἀκούσῃς.
Μήν ἀνακατώνῃς τά σκατά πού δέν βρωμοῦν.
                        -Τά κακά καλῶς κείμενα, μή κίνει.
Μήν πατῇς σέ σάπιο σανίδι.
Μήν πιστεύῃς ἀνθρώπου, ὅπου ἔχει δυό ρουθούνια.
                        -Μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά δοκιμάζετε
                         το πνεῦμα του εἴ ἐκ θεοῦ ἐστίν.
Μήν τάξῃς ἅγιου κερί καί κουζουλοῦ κουλούρι.
Μήτ' ὁ σκύλος τρώει τ' ἄχυρα, μήτε τό γαϊδαρο ἀφήνει νά τά φάῃ.
                        -Κύων ἐπί φάτνης.
Μήτε γλυκύς καί φᾶσι σε, πρικός καί ρίψουσί σε.
Μιά τσή μιᾶς ἤθελ' ἐκστρατεύσ' ὁ Ἐβραῖος κι' ἔτυχε νά 'ναι Σάββατο.
Μιά ψωριάρα αἶγα, ψωριάζ' ὅλο τό κοπάδι.
Μιᾶς στιγμῆς ὑπομονή, δέκα χρόνων ἀνάπαυση.
Μικρό κῶλο δέν ἔδειρες, μεγάλο μή φοβερίζεις.
Μικρό μικρό τό σπίτι σου καί νἆν μοναχικό σου.
Μπρός στά κάλλη πόνος δέν εἶναι.
Μῦγα νά μή 'γγίξῃ στό σπαθί του.
Νά, καί δός μου χαρά μεγάλη.
Νά, κυρά γειτόνισσα, τό δικό μου τ' ὄνομα.
Νά λείπαν τά πιπέρια μου, νά δῶ τά λάχανά σου.
Νά πίνῃς σάν τό γάϊδαρο, σά χοῖρος νά κοιμᾶσαι,
            καί σάν τό βούϊ νά μασᾶς πάντα γερός θε νά 'σαι.
Νά σοῦ δείξω 'γώ κοπέλι, πόσ' ἀπίδια βάζ' ὁ σάκος.
Νά σοῦ δείξω 'γώ κοπέλι, πῶς τό τρίβουν τό πιπέρι.
Ξένο βιός, καλολογάριαστο.
Ξένο ψωμί, δικό του μαχαῖρι.
Ξένος πόνος ξώδερμα.
Ξεπλανᾶτ' ἡ γραῖ' προβάτα, καί χορεύει μέ τ' ἀρνάκια.
Ξυπόλυτη σέ κάτεχα κ' ἐπάτεις τά χαλίκια,
            κι' ἀπῆς σ' ἐκαλικώσανε ζητεῖς καί σκολαρίκια.
Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό λόγο του εἶναι ἄνθρωπος.
                        -Ἀνδρός χαρακτήρ ἐκ λόγου γνωρίζεται.
Ὁ βασιλιᾶς λογάριν[20] ἔχει, κι' ἄν τοῦ δώσουν κι' ἄλλο θέλει.
Ὁ βρεγμένος, ἀπό βροχή δέν φοβᾶται.
Ὁ γέρος κι' ἄν ἀντιπατῇ, κρυόρεμα τονε κρατεῖ.
Ὁ γέρω γάτος ἔλειψε κ' οἱ ποντικοί χορεύουν.
Ὁ Γρηγόρης ἐγρηγόρει, κι' ὁ Μελέτης ἐμελέτα.
            κι' ὁ Γρηγόρης τήν ἐπῆρε, τοῦ Μελέτη τήν γυναῖκα.
Ὁ δειλός πραματευτής, οὔτε χάνει οὔτε κερδίζει.
                        -Ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως καί θερίσει.
Ὁ διάολος γίδια δέν εἶχε καί τυρί ἐπούλει.
Ὁ Ἐβραῖος σάν φτωχάνῃ, τά παλιά τεφτέρια πιάνει.
Ὁ Ζαννῆς ψωμί δέν ἔχει καί κουλούκι ἀναμαζεύει.
                        -Ἑαυτόν οὐ τρέφων, κύνας τρέφεις.
Ὁ θεός ἀργεῖ ἀλλά δέν λησμονεῖ.
                        -Ζεύς κατεῖδε χρόνιος εἰς τάς διφθέρας.
Ὁ θεός νά σέ λυτρώνῃ από φωτιά,Ἀπ' αὐθεντία κι' ἀπό θολό ποτάμι.
Ὁ θεός νά σέ φυλάῃ ἀπό σημειωμένο[21] ἄνθρωπο κι' ἀπό κατσαρή τρίχα.
Ὁ καιρός κάνει τ' ἀνθρώπου, τό μουρνόφυλλον μετάξι.
                        -Χρόνος μαλάσει πάντα κατεργάζεται
                        -Χρόνος εὐμενής θεός.
Ὁ καιρός πουλεῖ τά ξύλα, κι' ὁ χειμῶνας τ' ἀγοράζει.
Ὁ κακός γάϊδαρος τήν μιά του στράτα κάμνει δυό.
Ὁ κακός θέλει χειρότερο.
Ὁ κάκός κακό δέν ἔχει.
Ὁ κακός χρόνος διαβαίνει, μα ὁ κακός γείτονας μένει.
Ὁ κόσμος τό 'χει τούμπανο, καί 'μεῖς κρυφό καμάρι.
Ὁ κουτρούλης μέ τά λόγια, κτίζ' ανώγεια καί κατώγεια.
                        -Πλουτοῦσι μωροί τοῖς ὀνείρασι πλέον,
                        ἤ χρημάτων ἄβυσσον οἱ κεκτημένοι.
Ὁ κριτής παίρνει τό πρᾶμα σου, καί ποῦ θά πᾷς νά κριθῇς.
Ὁ λόγος εἰς τήν ὥρα του, χίλια τζηκίνια[22] ἀξίζει.
Ὁ λόγος σου μέ χόρτασε καί τό ψωμί σου φᾶτο.
Ὁ λύκος κι' ἄν ἐγέρασε κι' ἄλλαξε τό μαλλί του,
            οὔτε τή γνώμη ἄλλαξε, οὔτε τήν κεφαλή του.
                        -Φύσιν πονηράν μεταβαλεῖν οὐ ράδιον.
Ὁ μαριόλος τοῦ μαριόλου φουσκωτά ἄντερα τοῦ πούλει.
            -ἄφες τον κι' ἄς τά φουσκώνει, μέ τό ζύγι θά τά πάρω.
                        -Ἀλωπεκίζειν πρός ἐτέραν ἀλώπεκα.
                        -Πρός Κρῆτα κρητίζειν.
Ὁ μπροστινός γάϊδαρος διατάζει τόν πισινό.
                        - Βλέπων παπαίδευμ' εἰς τά τῶν ἄλλων κακά.
Ὁ Νάχας καί ὁ Ναύρας[23] ἦταν ἀδελφοί.
Ὁ ξένος ἀναπαύει, μά δέν θεραπεύει.
Ὁ ποντικός στήν τρύπα δέν χωρεῖ, καί κολοκύθα σέρνει.
Ὁ σκύλος δέν βάζει μερίδα στο τσικάλι.
Ὁ τοῖχος ἔχει αὐτιά, καί τό πλάϊ μάτια.
Ὁ τρελός τά θωρεῖ καί τά δέν θωρεῖ γελᾷ.
                        -Γελᾷ δ' ὁ μωρός κἄν τι μή γελοῖον ᾖ.
Ὁ τρελός τόν βουλισμένον, σάν τά μάτια του τόν ἔχει.
Ὁ ὕπνος τρέφει τό μωρό, κι' ἡ μαγειριά τό γέρο,
            κι' ὁ πάσπαρος τόν πούλαρο, κι' ὁ ἥλιος τό μουσκάρι.
                        -'Ανδρός γέροντος αἱ γνάθοι βακτηρία.
Ὁ φόβος φυλάει τά ἔρημα.
                        -Ἅπαντα γάρ τοι τῷ φοβουμένῳ ψοφεῖ.
Ὁ φρόνιμος ἄν γελαστῇ, σέ λίγο δέν γελᾶται.
Ὁ φτωχός κι' ἡ μοίρα του.
Ὁ χορτασμένος δέν πιστεύει τοῦ πεινασμένου.
Οἱ δυό τόν ἕνα δέρνουν τον, κ' οἱ τρεῖς καταπονοῦν τον.
                        -Οὐδ' Ἡρακλῆς πρός δύο.
Οἱ ξένες ἔγνοιες γερνοῦν τόν κόσμο.
Οἱ γονεῖς τρῶνε τά ξυνά, καί τά παιδιά μουδιάζουν.
Οἱ πολλοί καραβοκυραῖοι πνίγουν πάντα τό καράβι.
                        -Πολλοί στρατηγοί τή  Καρίαν ἀπώλεσαν.
Ὅλα μας ἀνάποδα κι ὁ γάμος τήν Τετράδη.
Ὀλίγα φᾶε ὀλίγα πιέ κι' ἀνέγνοιαστα κοιμήσου.
Ὅλον τόν γάϊδαρο 'φάγαμε, καί στήν οὐρά θ' ἀποστάσωμε;
Ὅμοιος τόν ὅμοιο ἀγαπᾷ, κι' ἡ κοπριά τά λάχανα.
                        -Ἀεί κολοιός παρ' κολοιόν ἱζάνει.
Ὅποια κρυφά παντρεύεται, φανερά πομπεύεται.
Ὅποιαν πέτραν κι' ἄν γυρίσῃς, τόν εὑρίσκεις ἀπό κάτω.
                        -Ἐν παντί γάρ τε σκορπιός φρουρεῖ λίθον.
Ὅποιος δέν ἀκούει γερόντων, ἐκεῖνος πάει δερνόντων.
Ὅποιος δέν δουλέψει βασιλιά, βασιλιᾶς δέν γίνεται.
                        -Οὐκ ἔστιν εὖ ἄρξειν μή ἀρχθέντα.
Ὅποιος δέν ἔμαθε νά σιωπᾷ, δέν ἔμαθε οὔτε νά μιλῇ.
Ὅποιος δέν ἔχει μῦγα, δέν ξεμυγιάζεται.
Ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώσῃ, πέντε μέρες κοσκινίζει.
                        -Τήν ἡμέραν πᾶσαν σήθει, ὅς οὐ βούλεται ζυμῶσαι.
Ὅποιος δέν θέλει χτύπους στό χαρκιδειό δέν πάει.
Ὅποιος δέν κουράσει κόκκαλα, κοιλιά δέ θεραπεύει.
                        -Μοχθεῖν ἀνάγκη τούς θέλοντας εὐτυχεῖν.
                        -Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτο.
                        -Μοχθεῖν ἀνάγκη τούς θέλοντας ἐσθίειν.
                        -Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖν τόν ἄρτον σου.
Ὅποιος δέν μιλεῖ τόν θάβουν.
Ὅποιος δέν φάει θηρίο, θηρίο δέν γίνεται.
Ὅποιος διδάσκει ἀλλουνούς, διπλά πρέπει νά ξέρῃ.
Ὅποιος δουλεύει βασιλιά τό νοῦν του θέλει νά 'χῃ.
Ὅποιος ντρέπεται, πολλά καλά στερεύεται.
Ὅποιος ἐπαινεῖται μόνος του, μαγαρίζεται.
Ὅποιος ἔφαγε τό μέλι, ἔχει τή μῦγα στό κούτελο.
Ὅποιος ἔχει πολύ πιπέρι, βάζει καί στά λάχανα.
Ὅποιος ἔχει τά γένεια, ἔχει καί τά χτένια..
Ὅποιος ζυγώνει δυό λαγούς, οὐτ' ἕναν πιάν' οὐτ' ἄλλον.
Ὅποιος θά πηδήξῃ, ἔμπρός θά συντηρήξῃ.
Ὅποιος θολώνει τό νερό, πεθαίν' ἀπό τήν δίψα.
                        -Βορβόρῳ ὕδωρ λαμπρόν μιαίνων, οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν.
Ὅποιος καβαλλικεύει ξένο ἄλογο, στή μέση τοῦ ποταμοῦ τό πεζεύει.
Ὅποιος κάθεται καλά, καί δέν καθίσει καί κακά, δέν θυμᾶται τοῦ θεοῦ του.
Ὅποιος κοιτᾷ τόν γάϊδαρο, θ' ἀκούῃ καί τσί πορδές του.
Ὅποιος κρατεῖ μέ τό θεό, καλά κρατεῖ.
Ὅποιος κρεμιέται σέ σάπιο σχοινί, γλήγορα πέφτει κάτω.
Ὅποιος ξοδεύει δεκοχτώ καί δέν σωδεύει τράντα,
            'κεῖνον τόν βάζουν στήν φλακήν κι' οὔτε γνωρίζει γιά 'ντα.
Ὅποιος ὄφιν ἀναθρέφει, 'κεῖνον πρῶτον θά δαγκάσῃ.
Ὅποιος πεινᾷ ψωμιά θωρεῖ, κι' ὅποιος διψᾷ ποτάμια.
Ὅποιος πηδᾷ πολλά παλούκια, θά μπῇ ἕνα στόν κῶλο του.
Ὅποιος πόρισε κάτι ηὗρε κ' ἔφαγε,
            ὅποιος ἔμεινε στό σπίτι κάτες[24] τόν ἐφάγασι.
Ὅποιος πρωτοπάει στό μύλο, κεῖνος πρωταλέθει.
Ὅποιος ρωτᾷ δέν χάνει.
Ὅποιος ρωτᾷ μαθαίνει, κι' ὅποιος γυρεύει βρίσκει.
                        -Πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει, καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει.
Ὅποιος σ' ἀγαπᾷ σέ κάνει καί κλαῖς,
            κι' ὅποιος σέ μισεῖ σέ κάνει καί γελᾶς.
Ὅποιος σκάβει λάκκο ἄλλου, πέφτει ὁ ἴδιος μέσα.
                        -Λάκκον ὤρυξε καί ἀνέσκαψεν αὐτόν,
                         καί ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον ὅν εἰργάσατο.
Ὅποιος τά ὕστερα μετρᾷ, 'κεῖνος ποτέ δέν χάνει.
Ὅποιος τόν ὕπνο ἀγαπᾷ καί τή δροσοπεζοῦλα,
            'κεῖνος κακά πορεύει την τήν ἐδική του γοῦλα[25].
                        -Ὁ διώκων σχολήν, πλησθήσεται πενίας. 
Ὅποιος τρώει τό λιν(αρ)όσπορο, τρώει τό 'ποκάμισό του.
Ὅποιος φτύνει τόν οὐρανόν, φτύνει τά μοῦτρα του.
Ὅποιος φυλάει τά ροῦχα του, ἔχει τά μισά.
|Ὅποιος χαρίζει, ἀκριβά πουλεῖ.
Ὅποιος χάσκει νά φάῃ μεγάλη γουλιά, 'κεῖνος πνίγεται.
Ὅποιος χώνεται πίσ' ἀπ' τό δάκτυλό του, ὅλος φαίνεται.
                        -[ Εν ἅλῳ δρασκάζεις.
Ὅπου ἀκούεις μέγα τρύγος, ἔπαιρνε μικρό καλάθι.
Ὅπου ἀκούεις πολλά κεράσια, ἔπαιρνε μικρό καλάθι.
Ὅπου βγάνεις καί δέν βάνεις, γλήγορα τόν πάτο πιάνεις.
Ὅπου θέλ' ὁ πιθαρᾶς, κολλᾷ τοῦ πιθαριοῦ τ' αὐτί.
Ὅπου καεῖ στήν κολοκύθα φυσᾷ καί τό γιαούρτι.
Ὅπου κι' ἀν χτυπήσῃς τοῦ βοδιοῦ, στήν προβιά του χτυπᾷς.
Ὅπου κοῦπα καί κανάτα, νά σου τον κι' αὐτόν στή μέση.
Ὅπου κράζουν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσῃ.
Ὅπου πάει τοῦ φρόνιμου τό μάτι, πάει καί τοῦ κουζουλοῦ τό χέρι.
Ὅπου πατήσ' ὁ πόδας του, χορτάρι δέν φυτρώνει.
Ὅπου σ' ὁρίσ' ἀφέντης σου δέσε τόν γάϊδαρό του, κι' ἄς ψοφήσ' ἀπό τήν πεῖνα.
Ὅπου φτάν' ἡ χέρα σου, κρέμα τό καλάθι σου.
Ὅπου φτύσουν πολλοί, πηλός γίνεται.
Ὁποὗναι καλορίζικος γεννᾷ κι' ὁ πετεινός του,
            κι' ὁποὖναι κακορίζικος ψοφᾷ κ' ἡ ὄρνιθά του.
Ὅσ' ἀπ' ἀνέμου κι' ἄν γενοῦν, πάλ' ἀπ' ἀνέμου πᾶσι.
                        -Ἁλῶν δέ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη.
Ὅσα δέν φτάν' ἡ ἀλεποῦ, τά κάνει κρεμαστάρια.
Ὅσα εἶδα 'γώ στόν μέγα δρύ, ἄλλος κανείς νά μήν τά δῇ.
Ὅσες γλῶσσες ξέρει κανείς, τόσους ἀνθρώπους 'ξίζει.
Ὅσες τέχνες ξέρει κανείς, τόσους ἀνθρώπους 'ξίζει.
                        -Ἄριστον ἐστί πάντ' ἐπίστασθαι καλά.
Ὅσο γελᾷ κανείς, τόσο φαίνονται τά δόντια του.
Ὅσο εἶναι τό πάπλωμά σου, ξάπλωνε τά πόδια σου.
Ὅσος εἶσαι τόσος φαίνου, καί κομμάτι παρακάτω.
Ὅτ' εἶχε ἡ γριά στό νοῦ της, τό 'βλεπε κ' εἰς τ' ὄνειρό της.
Ὅτ' ἔχ' ἡ καρδιά τ' ἀνθρώπου, κεῖνο λέει ἡ γλῶσσα του.
Ὅταν ἀποκλαίγαν οὗλοι, ἀνεδάκρυζε κ' ἡ γριά.
                        -Κατόπιν ἐορτῆς ἥκεις.
Ὅταν γεννᾷ ἡ ἐβραιά, μέσα Μαριά.
            σάν γεννήσ' ἡ ἐβραιά, ἔξω Μαριά.
Ὅταν γεράσ' ὁ λύκος, καί τῶν μικρῶν σκυλιῶν παίγνιδι γίνεται.
Ὅταν δέν εἶναι μαυρομάτα, καλή 'ν κ' ἡ τζιμπλομάτα.
                        -Ἄν μή παρῇ κρέας, ταρίχω στερκτέον.
Ὅταν δέν ἔχῃς ψωμί, τρῶγε παξιμάδι.
Ὅταν διψᾷ ἡ αὐλή σου, ἔξω νερό μήν χύνῃς.
Ὅταν εἶσαι καβαλάρης, χαιρέτα καί τούς πεζούς.
Ὅταν ἔπρεπε δέν ἔβρεχε, καί τό Μάϊο ἐχιόνιζε.
Ὅταν ἔπρεπε δέν ἦτο, καί τόν Μάϊο εὐλογᾶτο.
Ὅταν ἔτρωγε ἡ ἀλεποῦ τά ξυράφια τῆς ἐφαίνονταν γλυκά,
            ὅμως ὅταν τά 'χεζε τήν ἔκοβγαν.
Ὅταν θά πάρ' ὁ θεός τό πρᾶμα τ' ἀνθρώπου, παίρνει πρῶτα τόν νοῦν του.
                        -Μωραίνει κύριος ὅν βούλεται ἀπωλέσαι.
Ὅταν κλέβουν μήν κλέβεις, κι' ὅταν διαλαλοῦν μή φοβᾶσαι.
Ὅταν κρατῇς τήν πέτρα, τά ὑστερνά σου μέτρα.
Ὅταν μέ βρίσκῃς μέ 'παιρνε, κι' ὅταν μέ θές νά μ' ἔχῃς.
Ὅταν πεινᾷ ὁ γάϊδαρος, τό ξύλο δέν τ' ἀκούει.
                        -Ὄνος πεινῶν οὐ φροντίζει ροπάλου.
Ὅταν τό σπίτι τοῦ γείτονά σου καίγεται,
            πάντεχε καί τό δικό σου θά καῇ.
Ὅτι θέλεις νά σοῦ κάνουν κάνε, καί ποτέ κακό μήν κάνῃς.
Ὅτι κι' ἄν ἔχῃ τό φορεῖ, καί κλέφτη δέν φοβᾶται.
Ὅτι λύσει κι' ὅτι δέσει.
Οὔτ' ἀμπέλια θέλω νά 'χω, οὔτε λόγια μέ τόν ἄρχο[26].
                        -Μηδέ μέλι μηδέ μελίσσας.
Οὔτ' ὁ διάολος νά σ' ἀπαντήσῃ, οὔτε τό σταυρό σου νά κάμῃς.
Οὔτε γριά εἶμαι, οὔτε γνοιάζει με.
Ὄψιμος γιός, μέ κύρη δέν θερίζει.
Πάει νά κάμῃ τό σταυρό του, καί βγάζει τό μάτι του.
Παίζ' ὁ λύκος μέ τ' ἀρνί, κακό πού τό 'παθε τ' ἀρνί.
Παλιός ἐχθρός φίλος δέν γίνεται.
Παποῦτσ' ἀπό τόν τόπο σου, κι'ἀς εἶναι μπαλωμένο.
                        -Τήν κατά σαυτόν ἔλλα.
Παρά κακή ζωή, κάλλιο θάνατος.
                        -Βίου πονηροῦ, θάνατος εὐκλεέστερος.
Παρηγοριά στόν ἄρρωστον, μέχρι νά ξεψυχήσῃ.
Παστρική καλή Θοδώρα καί λαδοπεριχυμένη.
Πέντε βόδια τρία ζευγάρια.
Πέντε μῆνες ἕξ ἀρδάχτια.
                        -Οἱ κακές μου συννυφάδες ἀκαμάτρα μέ φωνάζουν,
                         κ' ἐγώ γνέθω  τυλιγαδιάζω πέντε μῆνες ἕξ ἀρδάχτια.
Πέρα βρέχει.
Περισσότερο ψωμί τρώει τό μέλι παρά τό ξύδι.
Πέρυσι ἐκάηκε κ' ἐφέτος ἐβρώμισε.
Πές το πές το τό κοπέλι, ἔκαμε τήν γραῖ' καί θέλει.
Πέσε σῦκο νά σέ φάω.
Πιάσε τό φτυάρι, πέταξέ τον ἔξω.
                        -Δικράνοις ἐξωθεῖν.
Πίτα πού δέν σέ χορταίνει, τί σέ νοιάζει κι' ἄν καῇ;
Ποιός εἶναι γιατρός; ὁ παθός.
Ποιός θά παινέσῃ τήν νύφη μας; ἡ μάνα της κι' ὁ κύρης της.
Ποιός κρατεῖ μέλι καί δέν γλείφει τά δάχτυλά του;
Πολλές φορές πάει τό σταμνί στή βρύση,
            ἀλλά μιά πάει καί δέν γυρίζει.
Πολλοί ἀποθαμένοι κάθονται στ' ἀρρώστου τό κεφάλι.
Πότ' ἀναζητᾶτ' ὁ κακός; ὅταν τύχῃ χειρότερος.
Πότες ἔγινε τό φλασκί, κι' ἐμάκρυν' ὁ λαιμός του;
Ποῦ νά 'βρῃς χίλια πώματα νά φράξῃς χίλια στόματα;
                        -Ἐργῶδες ἐστίν, ἐν βίῳ βενηκότα,
                          τούς τῶν φθονούντων πάντας ὀφθαλμούς λαθεῖν.
Πού πάρει χίλια πήρπυρα[27]καί κακουδιά[28] γυναῖκα,
            τά χίλια πᾶν' στ' ἀνάθεμα κ' ἡ κακουδιά 'πομένει.
                        -Λευκώλενον λίνον κερδογαμεῖς.
                        -Αἰσχράν γυναῖκ' ἔγημας ἀλλά πλουσίαν.
                          κάθευδ' ἀηδῶς, ἡδέως μασώμενος.
Πρέπει νά τό 'χ' ἡ κεφαλή νά κατεβάζῃ ψείρες.
Ρώτησε τόν ἀδερφό μου τόν ψεύτη ἄν εἶμ' ἐγώ ὁ κλέφτης.
Σάν βρεθοῦν δύο τρελοί μίαν γούμενα[29] τσακίζουν. 
            ἕνας τρελός κι' ὁ φρόνιμος δέν σπάζουν οὔτε τρίχα.
                        -Ἀπορραγίσεται τεινόμενον τό καλώδιον.
Σάν ἔλθ' ἡ νύφη στό χωριό, μήν βιάζεσαι νά τη δῇς.
Σάν θές νά 'δῇς τόν κουζουλό, ψηλά ψηλά τόν κάθιζε.
Σάν μανίσ' ὁ γάϊδαρος, μπροστερεύει[30] τό μουλάρι.
                        -Ἀλίσκετ' ἄρα καί πρός ἀσθενῶν ταχύς.
Σάν μεστώσῃ τό δεντρό, πλέον δέν λυγίζεται.
Σάν σέ ποῦνε μεθυσμένο, πιάσ' τόν τοῖχο καί περπάτα.
Σάν σοῦ τάξουνε γουροῦνι, ἔπαιρνε σακί καί γλάκα.
Σάν φτύσω, ἔφτυσα.
Σέ σπίτι φουρκισμένου[31], τό σκοινί μή μελετήσῃς.
Σήμερο εἶναι τοῦ ἐνός, ταχιά τοῦ ἄλλου.
Σιτάρ' ἀγόραζα κι' ἀλεύρ' ἐπούλουν. καί τό διάφορο εἰντά το;
            ἐτραγούδουν κι' ἄλεθά το.
Σκάμνου[32] πόδας ἐβγῆκε κ' ἦτον ἀγριλιδένιος[33],
            καλύτερος τοῦ τόπου του κ' ἦτον κυπαρισσένιος.
Σκότωνε κουζουλούς πλέρωνε τζερεμέδες.
Στή βράση κολλᾷ τό σίδερο.
Στήν ἀναμπουμπούλα χαίρεται ὁ λύκος.
Στήν ἀνυδριά καλό 'ν' καί τό χαλάζι.
Στήν καλή γειτονιά, λιμός δέν πιάνει.
Στό ἀδύνατο κρέας καθίζουν ὅλες οἱ μῦγες.
                        -Δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται.
Στό γύφτικο χορό, τρεῖς λαλοῦν καί δυό χορεύουν.
Στό ἔβγαρμα νά τόν χαίρεσαι τόν κολυμβητή, κι' ὄχι στό ἔμπασμα.
Στό κλεισμένο στόμα οἱ μῦγες δέν μπαίνουν.
Στοῦ σκύλου τό προσκέφαλο, ψωμί δέν ξημερώνει.
Στῶν ἀμαρτωλῶν τή χώρα, ἄδικος κριτής καθίζει.
Στῶν κουζουλῶν τά γένεια, μαθαίν' ὁ κουρέας τήν τέχνη.
Στῶν τυφλῶν τή χώρα, βασιλεύουν οἱ μονάμματοι.
                        -Ἐν ἀμούσοις καί κόρυδος φθέγγεται.
Σύ περιπαίζεις δώδεκα, καί σέ τριανταέξι.
Σύβαση στ' αὐλάκι καί μή μαλιές[34] στ' ἀλῶνι
Τ' ἀγώι ξυπνᾷ τόν ἀγωγιάτη.
Τ' ἄλογα μαλώνουν, κι' οἱ γαϊδάροι παίρνουν τίς κλωτσιές.
Τ' ἄλογο πού σοῦ χαρίζουν, στά δόντια μήν τό βλέπεις.
Τ' ἀπορριξιμιό[35] καράβι, πρῶτο εἶναι στό λιμάνι.
                        -Δέδοται και κακοῖσιν ἄγρα.
Τά δικά σ' ἀμπέλια φράξε, καί τά ξένα μή γυρεύεις.
                        -Ἐρεύνα σαυτόν πλεῖον ἤ τά τῶν πέλας.
Τά δόσα[36] τόν Χριστό ἐπαραδώσα.
Τά ἔξοδα τοῦ γάμου μας, ἡ νύφη δέν τ' ἀξίζει.
Τά κερνᾶς χάνεις, τά χρωστεῖς πλερώνεις.
Τά λίγα πρόβατα βόσκουνται καλύτερα.
Τά παχιά λόγια δέν παράρχουνται.
Τά πολλά λόγια εἶναι φτώχια.
                        -Ἄφωνον ἔργον κρεῖσσον ἀπράκτου λόγου.
Τά πολλά παραπόταμα, τόν ποταμό κινοῦσι.
Τά πολλά τιμοῦν τόν ἄνδρα, καί τά λίγα τή γυναῖκα.
                        -Θυγάτηρ ἐπίγαμος, κἄν ὅλως μηδέν λαλῇ,
                         διά τοῦ σιωπᾶν πλεῖστα περί αὐτῆς λέγει.
Τά πολλά χουλιάρια[37], τσικνώνουν τό τσικάλι.
Τά στραβά μας παραθύρια, τά χρυσά φλουριά τά ἰσάζουν.
Τά φέρνει μιά ὥρα, χίλιοι χρόνοι δέν τά φέρνουν.
Τή λίμα ἔγλειφε ἡ ἀλεποῦ, καί θάρρειε αἶμα τρέχει.
Τή μῦγα κάνεις ὁδηγό; στή χρεία[38] θά σέ πάῃ.
Τήν ἡμέρα δέν βλέπεις, καί τή νύχτα πασπατεύεις.
Τήν ξένη γνώμη ἀγροίκα την καί τή δική σου κράτει.
            καί κείνη πού σέ ὠελεῖ μέ τούτη περιπάτει.
Τί ἔχεις κ' ἵδρωσες; μ' ἕναν τρελό μιλοῦσα.
Τί θές τό χρυσό βατσέλι[39], καί νά φτύνῃς αἶμα μέσα.
Τό βασιλικό μολύβι δέν βουλᾷ.
Τό γάϊδαρο καλοῦν στό γάμο; ἤ τήν νύφη θά σηκώσῃ ἤ τά προικιά.
Τό γουδί τό γουδοχέρι.
Τό γράφ' ἡ μοίρα στό χαρτί, τσεκούρι δέν κόβει.
                        -Τό μέλλον οὐδείς ἐκφύγει.
Τό δέν θές καί γίνεται, θέλε το κι' ἄς γίνεται.
                        -Μή ζήτει γίνεσθαι τά γινόμενα ὥς θέλεις,
                         ἀλλά θέλε ὥς ἄν τά γινόμενα γίνηται.
Τό δίκιο θέσ' ἀνάσκελα, καί κρίνετ' ἀπατό του.
Τό θά τό φάγ' ὁ ποντικός, καλλιά τό φάγ' ὁ γάτος.
Τό κακό πού δέν ἔχει ἄλλο κακό, κεῖνο κακό δέν εἶναι.
Τό καλό παποῦτσι, κάνει καί καλό κλαποῦτσι.
                        -Τῶν καλῶν καί ἡ ὀπώρα καλή
Τό κεφάλι πού 'χει κλίνει.
Τό κουζουλό πουλί, μοναχό του δείχνει τή φωλιά του.
Τό κρασί κάνει τού τυφλούς μέ μάτια, τούς κουτσούς μέ πόδια,
            καί τούς φτωχούς πλούσιους.
Τό κρέας δικό σου, καί τά κόκκαλα δικά μου.
Τό λύκο βάζουν νά φυλάῃ τά πρόβατα.
Τό μεγάλο ψάρι, τρώει τό μικρό.
Τό 'να χέρι νίβγει τ' ἄλλο, καί τά δυό τό πρόσωπο.
                        -Ἀνήρ γάρ ἄνδρα και πόλις σώζει πόλιν.
                         χεῖρ χεῖρα νίπτει δάκτυλος τον δάκτυλον.
Τό πληγωμένο ἄλογο, ὥς δεῖ τή σέλλα τρέμει.
Τό πολύ "κύρ' ἐλέησον" τό βαριέται κι' ὁ παπᾶς.
Τό πονηρό πουλί, ἀπ' τά φτερά του πιάνεται.
Τό πουλάρι ἄν δέν δαρθῇ, ἤμερο δέν γίνεται.
                        -Ὁ πηλός ἤν μή δαρῇ, κέραμος οὐ γίνεται.
Τό πρᾶμα κάνει τόν κλέφτη.
Τό προκομένο ἀρνί βυζάνει δυό μανάδες,
            τό ἀνεπρόκοπο οὔτε τή δική του.
Τό πρῶτο εἶναι τ' ἄμαθου, μή σηκωθῇ καί φύγει.
Τό σκύλο κάμε σύντεκνο, καί τό ραβδί σου βάστα.
Τό φτηνό κρέας, τό τρῶν οἱ σκύλοι.
                        -Τό εὔωνον κρέας οἱ κύνες ἐσθίουσιν.
Τό χρυσό κλειδί, ἀνοίγει κάθε θύρα.
                        -Χρυσοῦ λαλοῦντος πᾶς ἀπρακτείτω λόγος.
                        -Πείθειν γάρ οἶδε καί πέφυκε μή λέγειν.
Τό ψάρι στόν γιαλό δέν συμφωνιέται.
Τόν ἀράπη κι' ἄν τόν πλένῃς, μόνο τό σαποῦνι χάνεις.
                        -Τά μηδέν ὠφελοῦντα μή πόνει μάτην.
Τόν καβρό ζητᾷς νά πιάσῃς καί ζητᾷ νά σέ δαγκάσῃ.
                        -Ἔνεστι κἀν μυρμηκοχολή.
Τόν ξένο εἰς τό σπίτι σου γιά μάρτυρα τόν ἔχεις.
Τόν ὄφι βλέπεις, καί τή συρμή[40] γυρεύεις;
                        -Ἄρκτου παρούσης, ἴχνη μή ζήτει.
Τόπου συνήθεια, νόμου κεφάλαιο.
Τοῦ 'γγιξε τό κοκκαλάκι, κι ἀκλουθᾶ του σάν ἀρνάκι.
                        -Ἴϋγγι δ' ἕλκομαι ἦττορ, νουμηνία θηγέμεν.
Τοῦ διακονιάρη δός ψωμί καί θύρα μήν τοῦ δείχνῃς.
                        -Πτωχῷ δ' εὐθύς δίδου, μήδ' αὔριον ἐλθέμεν εἴπῃς.
Τοῦ δυνάστη καί τοῦ κλέφτη, ὁ κάθένας τοῦ χρωστάει.
Τοῦ κουζουλοῦ τό ψωμί τρῶνε πρῶτα οἱ φρόνιμοι.
Τοῦ κυνηγοῦ καί τοῦ ψαρά, ἔρημό 'ναι τ' ἀλῶνι.
Τοῦ νοικοκύρη τό μάτι, κοπρισιά 'ναι στό χωράφι.
Τοῦ ξένου κήπου εὔχου, ν' ἀνθῇ ὁ ἐδικός σου.
Τοῦ παιδιοῦ ἡ κοιλιά εἶναι κοφίνι, καί τρελός ὀπού τοῦ δίνει.
Τοῦ πιθαριοῦ τοῦ λένε "μποῦ" καί 'κεῖνο λέει "μπούξεις".
                        -Φιλεῖ γάρ γλῶτταν ἐκχέας μάτην,
                         ἄκων ἀκούειν οὕς ἐκών εἴπῃ λόγους.
Τοῦ πονεῖ τό δόντι του.
Τοῦ τατά[41] του μοιάζ' ὁ Γιάννης.
                        -Τοῦ πατρός ἐστί τό παιδίον.
Τοῦ τοίχου λαλεῖς.
                        -Διά τοίχου λαλεῖν.
Τοῦ τρελοῦ τό χέρι, βάζουν στοῦ φιδιοῦ (ἤ τοῦ καβροῦ) τήν τρύπα.
Τοῦ φρόνιμ' ἀναχάραξε, καί κεῖνος ἀπεικάζει.[42]
                        -Τῶν φρονίμων ὀλίγα.
Τοῦ χωριάτη τό σχοινί, μονό δέν φτάνει καί διπλό περισσεύει.
Τοῦ ψεύτη τό σπίτι, καί νά καῇ δέν τοῦ πιστεύουν.
Τοῦρκο εἶδες; ἄσπρα θέλει. κι' ἄλλον εἶδες; κι' ἄλλα θέλει.
Τραβᾶτε με κι' ἄς κλαίω.
Τρεῖς ἡμερες εἶν' τό θαῦμα, καί πέντε το παράθαυμα.
            (ἤ τρεῖς ἡμέρες εἶν' τό θαῦμα, τό μεγάλο τέσσερις).
Τρελός ὥς τόν κῶλον.
                        -Ἄχρι κόρου ἀναίσθητος.
Τρῶγε πίνε Μαργαρίτα, κ' ἔχε κ' ἔγνοια τοῦ σπιτιοῦ σου.
Τυφλός βελόνα γύρευε μέσα στόν ἀχυρῶνα,
            κι' ὁ κουτσοχέρης ἔπλεκε καλάθι νά τήν βάλῃ.
Τυφλός 'δηγάει τόν τυφλό, κι' οἱ δυό στό λάκο μέσα.
                        -Τυφλός τυφλόν ὁδηγεῖ, ἀμφότεροι εἰς βόθρον πεσοῦνται.
Τυφλός σέ πέτρα κάθισε, κ' ἐκ' εἶν' ὁ κόσμος ὅλος.
Τῶν ἀκριβῶν[43] τά στάμενα[44], τά τρῶν οἱ χαροκόποι.
Τῶν φρονίμων τά παιδιά, πρίν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Ὑπακοή ζωή. παρακοή θάνατος.
Ὑστερινή μου γνώση νά σ' εἶχα πρῶτα.
Φίλε μου στήν ἀνάγκη μου, καί ὄχι στή χαρά μου.
                        -Τοῦ μέν χρυσίου τήν ῥυπαρίαν ἀνακαλύπτουν εἰς τήν φωτίαν.
                         τάς ψευδοφίλους ὅμως καρδίας ἀνακαλύπτουν εἰς δυστυχίας.
Φοβᾶσαι ἐβραῖο τόν σταυρό;
            ποιός δέν φοβᾶται τό κακό;
Φοβᾶται τόν ἴσκιο του.
Φοβέρα θέλουν κ' οἱ ἅγιοι, καί τα μωρά κοπέλια.
Χάρη σοὔχω κάβουρα, νά πηδᾷς στά κάρβουνα.
Χρωστᾷ τῆς Μιχαλοῦς.
Χωρατεύω σε πανί, κι' ἄν δέν μέ δοῦνε παίρνω σε.
Ψαρά μήν κάμῃς σύντεκνο καί φίλο μακελάρην[45],
            καί κηπουρό ἀδερφοφτό, γιατ' εἶν' κι' οἱ τρεῖς γαϊδάροι.
Ψέμ' ἄκουσες; ψέμα δέν εἶναι.
Ψωμί στό μοναστήρι, καί καλογέρους ὅσους θέλεις.
Ὡς σέ τιμᾷ τό σπίτι σου, τιμᾷ σ' ἡ γειτονιά σου,
            κι' ὥς σέ τιμᾷ ἡ γειτονιά, τιμᾷ σ' ὁ κόσμος οὗλος.
Ὡς σοῦ παίζουν τήν λύραν χόρευε.

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Κρητολογικά Γράμματα, τχ. 9/10 (1994), σσ. 79-101].





[1]Η καταγραφή έγινε με την προοπτική να παραχωρηθούν στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης, πράγμα που τελικά δεν επιτεύχθηκε.
[2]Σε Γερμανό που το επέδειξα δεν κατάφερε να το μεταφράσει.
[3]Το γεγονός μου επιβεβαίωσε και ο παλαιός Ρεθεμνιώτης δικηγόρος κ. Σπ.Τ.Λίτινας, ο οποίος με πληροφόρησε ότι ο ανεψιός του Παύλου Βλαστού, Γεώργιος Βλαστός παρέδωσε μέρος της Βιβλιοθήκης του θείου του στον Δικηγορικό Σύλλογο Ρεθύμνης, ενώ το υπόλοιπο το παρέδωσε στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης. 
[4]Πολίτης Ν.Γ., Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παροιμίαι, Εν Αθήναις 1899.
[5]Ακριβός = φιλάργυρος
[6]Κνησάρα ή κρησάρα = κόσκινο.
[7]Οβρυάζω ή βρυάζω = δημιουργώ βρύα.
[8]Χριστούγεννα
[9]Πωλακίδα = πουλλάδα, νεαρή κότα
[10]Αναγέρνω = αναποδογυρίζω
[11]Ἀσπρο = Τουρκικό νόμισμα.
[12]ό.π. σημ 1.
[13]Πινάκι =  ξύλινο πιάτο.
[14]ό.π. σημ. 1.
[15]Παράκουκο = ζιζάνιο των κουκιών καί μτφρ. το πνευματικά ή σωματικά καθυστερημένο μέλος της κοινωνίας ή μιας οικογένειας.
[16]Κάτης ή κάτα = γάτα
[17]Πασχάζω ή πασκάζω = κάνω Πάσχα, τρώω πασχαλινά φαγητά.
[18]Τύπος του ρήματος "παταγώ" που σημαίνει κάνω πάταγο. Εδώ προφανώς έχει τή σημασία του "τρομάζω ένεκα θορύβου".
[19]Ζακόνι = συνήθεια, έθιμο.
[20]Λογάρι = θησαυρός
[21]Πιθανώς εννοεί "σημαδεμένο".
[22]Τσικκίνια=χρυσά νομίσματα των Ενετών
[23]Από τό "να είχα και να εύρισκα"
[24]ό.π. σημ.1, σ. 8.
[25]Γούλα = λαιμός ή οισοφάγος
[26]Άρχος = άρχοντας, προύχοντας.
[27]Υπέρπυρα=Βυζαντινά νομίσματα.
[28]Κακουδιά γυναίκα=άσχημη γυναίκα.
[29]Γούμενα=χοντρό σκοινί για δέσιμο πλοίων.
[30]Μπροστερεύω = προσπερνώ, ξεπερνώ.
[31]Φουρκισμένος = κρεμασμένος, απαγχονισμένος.
[32]Σκάμνος = σκαμνί, μικρό ξύλονο κάθισμα.
[33]Αγριλιδένιος = από ξύλο αγριελιάς.
[34]Μαλιές = μαλώματα, καυγάδες.
[35]Απορριξιμιός = άχρηστος
[36]Δόσα = η αμοιβή, η προσφορά χρημάτων.
[37]Χουλιάρι = κουτάλι
[38]Χρεία = αποχωρητήριο, απόπατος.
[39]Βατσέλι = μεταλλική λεκάνη.
[40]Συρμή = ίχνος
[41]Τατάς = πατέρας
[42]Απεικάζω = συλλογούμαι, σκέφτομαι.
[43]ό.π. σημ. 1, σ. 3.
[44]Στάμενα = νομίσματα ή γενικά η κινητή περιουσία.
[45]Μακελάρης = χασάπης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου