Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ Γ.Ι. ΧΑΤΖΗΓΡΗΓΟΡΑΚΗ – Θ. ΝΤΕ ΧΙΟΣΤΑΚ

Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ
Γ.Ι. ΧΑΤΖΗΓΡΗΓΟΡΑΚΗ – Θ. ΝΤΕ ΧΙΟΣΤΑΚ

Ο Γεώργιος Ιωσήφ Χατζηγρηγόρης ή Χατζηγρηγοράκης και ο Θεόδωρος Δε Χιόστακ αποτελούν πρωταγωνιστικές προσωπικότητες της περιόδου που απασχολεί το παρόν συνέδριο. Ο πρώτος ως διπλωματικός εκπρόσωπος στο Ρέθυμνο μιας μεγάλης και ομόδοξης χώρας όπως η Ρωσία και ό δεύτερος ως στρατιωτικός εκπρόσωπος της ίδιας χώρας με αποστολή τη διαφύλαξη της τάξης και την ομαλή μετάβαση από το καθεστώς της οθωμανικής κατοχής σ’ αυτό την αυτονομίας.
Ο Γεώργιος Ι. Χατζηγρηγοράκης

Ο Γεώργιος Χατζηγρηγοράκης γεννήθηκε στη Χώρα Σφακίων το 1853 και πέθανε στο Ρεθυμνο το 1937. Γιος του σφακιανού γιατρού Ιωσήφ Χατζηγρηγοράκη και της Χρυσής Πωλογιώργη. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είχε ενεργή ανάμιξη στη επανάσταση του 1877/1878 και όπως προκύπτει από το αρχείο που βρέθηκε στα κατάλοιπά του, μάλλον διετέλεσε γραμματέας της Επαναστατικής Επιτροπής.
Το 1882 εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο, όπου νυμφεύθηκε την Ελένη, θυγατέρα του εμπόρου Μανούσου Μαυρατζά ή Μαυρατζάκη, υποπροξένου της Ρωσίας στο Ρέθυμνο. Διετέλεσε διερμηνέας του Ρωσικού υποπροξενείου από το 1885 μέχρι το 1891, οπότε πέθανε ο πεθερός του και τον διαδέχθηκε στη θέση του υποπροξένου, θέση την οποία κράτησε μέχρι την πτώση του τσαρικού καθεστώτος.
Ως υποπρόξενος της Ρωσίας προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο Ρέθυμνο και τους Ρεθεμνιώτες, ιδιαίτερα κατά τα δύσκολα χρόνια 1895-1898. Με το κύρος του εκπροσώπου μιας μεγάλης ομόδοξης δύναμης, είχε σημαντική συμβολή στην υπόθεση της απελευθέρωσης του τόπου, αλλά και στην προστασία και περίθαλψη των κατατρεγμένων συμπατριωτών του που προσέφευγαν σ’αυτόν για βοήθεια.
 Για τον Ρώσο συνταγματάρχη Θεόδωρο Δε Χιόστακ[1] δεν έχουμε δυστυχώς πολλά βιογραφικά στοιχεία. Μια έρευνα στα ρωσικά αρχεία πιστεύω πως θα απέδιδε καρπούς.
Αρχές του Μάρτη του 1897, σε εφαρμογή απόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων[2],  έφτασε στο Ρέθυμνο με το ρωσικό θωρηκτό Αυτοκράτωρ Νικόλαος και αποβιβάστηκε μαζί με 300 πεζοναύτες, με αποστολή την τήρηση της τάξης στο διαμέρισμα του Ρεθύμνου, παρότι αυτήν την ευθύνη τυπικά εξακολούθησε να έχει ο τουρκικός στρατός. Αποστολή δύσκολη, αφού τα πνεύματα ήταν τόσο οξυμμένα ώστε οι φόνοι, οι εμπρησμοί  και οι καταστροφές περιουσιών ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Παρόλα αυτά, άλλοτε με πυγμή και αποφασιστικότητα και άλλοτε με πειθώ και διαλλακτικότητα, κατόρθωσε σταδιακά να επιβάλει την τάξη, η οποία από την άνοιξη του 1898 εμπεδώθηκε σε όλο το νομό.
Ο Θεόδωρος Δε Χιὀστακ

Μετά την επιβολή της Αυτονομίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις του ανατέθηκε η προσωρινή διοίκηση του διαμερίσματος Ρεθύμνης για το διάστημα που μεσολάβησε από την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων μέχρι την εγκατάσταση της οριστικής διοίκησης του νησιού. Είχε την απόλυτη εξουσία σε θέματα πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης και άσκησε τη διοίκηση με διατάγματα από 23 Οκτωβρίου 1898 μέχρι 12 Ιουλίου 1899[3], οπότε την παρέδωσε στον Αντώνιο Βορεάδη, πρώτο Νομάρχη Ρεθύμνης επί Κρητικής Πολιτείας.
Η διοίκησή του διακρίνεται για την αυστηρότητα, τη δικαιοσύνη, αλλά κυρίως για την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση των αποφάσεων. Στους εννέα μήνες της διακυβέρνησής του παράχθηκε έργο που υπό άλλες συνθήκες θα απαιτούσε χρόνια. Έθεσε τις βάσεις για το πέρασμα του τόπου και ιδιαίτερα της πόλης του Ρεθύμνου από το καθεστώς της οθωμανικής καθυστέρησης και υπανάπτυξης, στην προοπτική της ευρωπαϊκής πόλης. Στα έργα ανασυγκρότησης που πραγματοποίησε περιλαμβάνονται η διάνοιξη και κατασκευή δρόμων, η πλακόστρωση και η ονοματοθεσία των οδών της πόλης, η αρίθμηση των κατοικιών, το γκρέμισμά του τείχους, η αποκαθήλωση των οθωμανικών μπαλκονιών (τα γνωστά κιόσκια) που έκλειναν τους δρόμους, η επέκταση του νεκροταφείου, η σύσταση και επισκευή σχολείων, η ανέγερση νέου επισκοπείου, η επισκευή του καθεδρικού ναού και του ναού της Αγίας Βαρβάρας, η αναστήλωση του ναού του Αγίου Θεοδώρου στη Φορτέτζα, η ανοικοδόμηση νοσοκομείου, η λειτουργία ταχυδρομείου, η κατασκευή και επισκευή γεφυρών, η προμήθεια πυροσβεστικών αντλιών, η σύσταση χωροφυλακής και πολλά άλλα διοικητικά μέτρα πρωτόγνωρα για τον τόπο.
Αναχώρησε από το Ρέθυμνο για την Οδησσό το πρωί της 19ης Ιουλίου 1899 με το ατμόπλοιο Αζώφ, συνοδευόμενος από τις συγκινητικές εκδηλώσεις αγάπης του Ρεθυμνιώτικου λαού.
Νομίζω ότι είναι καιρός να έλθουμε στο θέμα μας που είναι η αλληλογραφία των δύο ανδρών.  Δεν πρόκειται για εκτενή αλληλογραφία. Μόλις 10 επιστολές σώζονται στο αρχείο του Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης που φυλάσσεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου, από τις οποίες οι επτά είναι του Χατζηγρηγοράκη και τρεις του Χιόστακ. Μάλιστα από τις επτά του Χατζηγρηγοράκη οι δύο είναι χωρίς ημερομηνία. Οι επιστολές Χατζηγρηγοράκη –όπως είναι φυσικό– είναι αντίγραφα ή σχέδια των πρωτοτύπων που στάλθηκαν, ενώ αυτές του Χιόστακ είναι πρωτότυπες.
Είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Ρέθυμνο ο συνταγματάρχης Χιόστακ δεν μπορούσε, λόγω θέσης, να συναναστρέφεται ούτε τους υφισταμένους του Ρώσους ούτε το τοπικό στοιχείο. Κατά συνέπεια ο μόνος με τον οποίο θα μπορούσε να έχει κοινωνικές και φιλικές σχέσεις χωρίς να παρεξηγηθεί ήταν ο διπλωματικός εκπρόσωπος της χώρας του στο Ρέθυμνο, δηλαδή ο Χατζηγρηγοράκης.  Αν μάλιστα, όπως προκύπτει έμμεσα από τις επιστολές και από κάποιες φωτογραφίες, ο Χιόστακ είχε μαζί του στο Ρέθυμνο και τη σύζυγό του, τότε οι σχέσεις τους ήταν και οικογενειακές. Επομένως ήταν φυσικό μετά την αναχώρηση του Ρώσου συνταγματάρχη από το Ρέθυμνο να διατηρηθεί μια επαφή μεταξύ των δύο ανδρών που κράτησε πάνω από δέκα χρόνια, αρχικά με επιστολές και στη συνέχεια με ανταλλαγή ευχετήριων τηλεγραφημάτων.
Από τις επιστολές του Χιόστακ προκύπτει μια δυσκολία επικοινωνίας λόγω γλώσσας. Ο Χιόστακ γράφει στα Γαλλικά. Ο Χατζηγρηγοράκης, μη έχοντας αρκετή εμπιστοσύνη στα γαλλικά του, γράφει ελληνικά θεωρώντας ότι ο Χιόστακ είτε θα μπορέσει να τα διαβάσει με τη γνώση των ελληνικών που απέκτησε κατά τη διετή και πλέον παραμονή του στο Ρέθυμνο, είτε ότι κάποιος Έλληνας από την ελληνική κοινότητα της Οδησσού θα βρεθεί να κάνει τον μεταφραστή. Ούτε το ένα συμβαίνει ούτε το άλλο. Έτσι βλέπουμε ότι ο Χιόστακ και στα τρία γράμματά του φαίνεται να απαντά σε επιστολές το περιεχόμενο των οποίων αγνοεί.
Κατά τα λοιπά ο μεν Χατζηγρηγοράκης, πέρα από τα τετριμμένα και τυπικά που συναντάμε συνήθως σε αλληλογραφία μεταξύ οικογενειακών φίλων, ενημερώνει τον Χιόστακ για όσα συμβαίνουν στο Ρέθυμνο και ζητά τη βοήθειά του για την αντιμετώπιση διαφόρων προσωπικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Από την άλλη ο Χιόστακ γράφει με μια εύθυμη και χιουμοριστική διάθεση και δεν απαντά στα προβλήματα που θέτει ο Χατζηγρηγοράκης, ίσως γιατί -όπως ισχυρίζεται- δεν καταφέρνει να διαβάσει τις επιστολές που είναι γραμμένες στα Ελληνικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τρίτη και τελευταία επιστολή του, όπου εκθέτει τις απόψεις του για τα κρητικά πράγματα.
Νομίζω ότι είναι καιρός να δούμε τις επιστολές πιο αναλυτικά. Η πρώτη είναι του Χατζηγρηγοράκη και φέρει ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 1899, δηλαδή γράφεται τρεις μήνες μετά την αναχώρηση του Χιόστακ από το Ρέθυμνο. Η επιστολή είναι στην ουσία ένας ύμνος στο πρόσωπό του με αφορμή την πρώτη επέτειο από την ανάληψη της διοίκησης του νομού από τον Χιόστακ. Τον προσφωνεί Ἀγαπητέ μοι Εὐεργέτα καί φίλε και του αναφέρει ότι με αφορμή αυτήν την επέτειο τον θυμήθηκαν οι Ρεθεμνιώτες περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Γιατί όπου και αν στρέψουν το βλέμμα τα πάντα τους θυμίζουν τον Θεόδωρο δε Χιόστακ.
«Ἐν ταῖς οἰκίαις τάς ὁποίας διέσωσας τοῦ ἐμπρησμοῦ καί ἀόκνως ἐργασθείς ηὐπρέπισας διά τῆς τομῆς τῶν περιττῶν. Ἐν ταῖς ὁδοῖς τάς ὁποίας ἐκάλυνας καί διήυρυνας. Ἐν ταῖς νέαις ρυμοτομαῖς ἅς ἐποίησας, ἐν ταῖς πλατείαις, τοῖς κήποις, τοῖς σχολείοις καί ταῖς ἐκκλησίαις. Καί εἰς ἡμᾶς αὐτούς οἵτινες διεσώθημεν τῆς σφαγὴς καί συνετηρήθημεν καί ὑπάρχομεν ἐξ’ αἰτίας τῆς φρονήσεως καί προστασίας σου· ἐν τῶ Διοικητηρίω, τῆ Ἀκροπόλει, καί ἐν τῆ ὑπαλληλία καί τῆ χωροφυλακῆ, ἅς κατά πρῶτον ἔπηξας καί διηύθυνας· εἰς πάντα ὡς βλέπετε καί ὡς θά ἐνθυμεῖσθε, εἶναι ὁ Χιόστακ ὁ δράσας…».
Τέλος του ζητά να μάθει νέα του και κλείνει την επίστολή ως εξής:
«Ταῦτα καί σᾶς ἀσπάζομαι περιπαθῶς ὡς καί τά φίλτατα Ἰούλαν, Νάταν καί Μεγκούσαν[4].
Ὅλως ὑμέτερος φίλος, θεράπων καί θαυμαστής σου
Γ. Ι. Χατζηγρηγοράκης».
Και η δεύτερη επιστολή είναι του Χατζηγρηγοράκη και έχει ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 1899. Του γράφει ότι πληροφορήθηκε την προαγωγή του σε στρατηγό, του εκφράζει τα συγχαρητήριά του και του μεταφέρει τη χαρά του Ρεθυμνιώτικου λαού στο άκουσμα της προαγωγής αυτής. Το πληροφορεί ότι του έστειλε και άλλη επιστολή από 23 Οκτωβρίου, την οποία δεν γνωρίζει αν έλαβε.
Η τρίτη επιστολή είναι του Χιοστάκ με ημερομηνία 19 Δεκεμβρίου 1899.  Αναγγέλλει την προαγωγή του σε στρατηγό, πράγμα που όπως είδαμε ο Χατζηγρηγοράκης ήδη γνωρίζει. Τον ενημερώνει ότι του προτάθηκε να μετατεθεί στην Αθήνα, αλλά αυτός αρνήθηκε επειδή δεν ήθελε να είναι μάρτυρας της επερχόμενης ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, ενδεχόμενο που, όπως γράφει, «μας βρίσκει και τους δύο αντιθέτους». Από εδώ προκύπτει ότι τόσο ο Χιόστακ όσο και ο Χατζηγρηγοράκης είναι αντίθετοι στην Ένωση, γεγονός απολύτως φυσικό αφού αυτή ήταν και η επίσημη θέση της Ρωσίας, της οποίας ο ένας είναι ανώτερος αξιωματικός και ο άλλος διπλωματικός υπάλληλος. Σε επόμενες επιστολές όμως θα δούμε ότι και οι δύο αλλάζουν θέση και εκφράζουν αντίθετη άποψη. Στη συνέχεια ζητάει να μάθει τα νέα του Χατζηγρηγοράκη και συγκεκριμένα πως είναι οι σχέσεις του με τον νέο Πρόξενο και αν αυτός είναι προτιμότερος από τον προηγούμενο. Επίσης ρωτά αν προτιμά τον βαρόνο Καινέ[5] από αυτόν, αφού μαθαίνει πως ο Καινέ κατασκευάζει έναν όμορφο δρόμο από Ρέθυμνο προς Χανιά, μοιράζει πολλά χρήματα στους φτωχούς και οργανώνει χοροεσπερίδες με διαγωνισμούς ομορφιάς. Μάλιστα αστειεύεται γράφοντας πως ο Καινέ ήταν αρκετά σώφρων να περιμένει την αναχώρησή του, διαφορετικά ό Χιόστακ θα είχε κερδίσει όλα τα βραβεία με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα συμμετείχε στο διαγωνισμό ο Χατζηγρηγοράκης.
Συνεχίζει λέγοντας ότι λόγω ενός μικρού ατυχήματος στο δάχτυλο προσέλαβε γραμματέα (εννοώντας τη γυναίκα του) στην οποία υπαγορεύει το γράμμα. Επίσης αναφέρει ότι έλαβε την επιστολή του Χατζηγρηγοράκη της 23ης Οκτωβρίου, την οποία προσπαθεί να διαβάσει χωρίς μεταφραστή. Όμως έχει φτάσει μόλις στη δεύτερη γραμμή χωρίς να έχει κατανοήσει την πρώτη.
Μαζί με το γράμμα στέλνει ευχετήριες κάρτες για το νέο έτος προς όλους τους φίλους χριστιανούς και μουσουλμάνους και κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις δασκάλες των σχολείων. Κλείνει την επιστολή με τη φράση: «Σας σφίγγω το χέρι με θέρμη, ο πιστός σας φίλος Θεόδωρος δε Χιόστακ».
Στην παραπάνω επιστολή ο Χατζηγρηγοράκης απαντά στις 20 Φεβρουαρίου 1900. Τον ενημερώνει ότι έλαβε την επιστολή του καθώς και τις κάρτες του τις οποίες μοίρασε κατά τις υποδείξεις του. Για το θέμα τής Ένωσης αναφέρει ότι «ὁ χρόνος δυστυχῶς θ’ ἀποδείξῃ ὅτι εἶναι τοῦτο και δι’ ἐμέ ἀνάγκη καί ὅτι μ’ ὅλας τάς ἐλλείψεις ἐκείνων, ἡμεῖς ἔχομεν δυστυχῶς ἀκόμη περισσοτέρας». Βλέπουμε ότι ό Χατζηγρηγοράκης ήδη μεταβάλλει γνώμη για την Ένωση, έστω και ισχυριζόμενος ότι το κάνει εξ ανάγκης πιστεύοντας ότι στα πλαίσια του Ελληνικού Κράτους η Κρήτη θα έχει λιγότερες ελλείψεις και αδυναμίες από αυτές που παρουσιάζει τώρα ως αυτόνομη πολιτεία.
Στη συνέχεια εκφράζει τα παράπονά του για τον νέο Πρόξενο, ο οποίος τον κατατρέχει. Μάλιστα αναφέρει ότι του περιέκοψε ένα ποσοστό 2% που ελάμβανε επί των προμηθειών του ρωσικού στρατού σε κρέας και ψωμί και ότι στις διαμαρτυρίες του απάντησε ότι αν δεν επιθυμεί να υπηρετεί ως Υποπρόξενος της Ρωσίας, να παραιτηθεί. Παραπονιέται ότι έχει περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση, αφού ούτε οι αποζημιώσεις για τις καταστραφείσες κατά την επανάσταση περιουσίες δίνονται, ούτε οι οφειλέτες πληρώνουν.  Του ανακοινώνει τον θάνατο του πατέρα του Ιωσήφ Χατζηγρηγοράκη, ο οποίος τον λύπησε πάρα πολύ, καθώς και τον θάνατο του Γεωργίου Σιράγα. Συνεχίζοντας περιγράφει το ακόλουθο περιστατικό, το οποίο μεταφέρω αυτολεξεί:
«Ὁ γνωστός σας Χατζῆ Χασάν Μπαμπᾶς, ὁ ἔχων ἐκτός τῆς πόλεως τόν τεκέ τοῦ Μπεκτασῆ, ἐπροσωποκρατήθη διότι ἔξωθεν τοῦ τεκέ διαβαίνων τις καί κρατῶν σάκκον, ὅστις ἐφαίνετο βαρύς, προσεκλήθη παρά χωροφύλακος νά σταθῆ, ἀλλ’ αὐτός ἐγκαταλείψας τόν σάκκον ἐκεῖνον, ὅστις εὑρέθη πλἠρης φυσιγγίων, ἔλαβε τήν πρός τον ῥηθέντα τεκέν ἄγουσαν. Τοῦτο ἔδωκεν ὑπονοίας, καί ἐρεύνης γενομένης, ἀνεκαλύφθησαν ἐν τῶ τεκέ καί κατεσχέθησαν παλαιά καί νέα ὅπλα ἐξ ὧν δύο ῥεβόλβερ πλήρη καί τινες μάχαιραι. Ὁ Χατζῆ Χασάν Μπαμπᾶς ἐφ’ ἁμάξης καί ὑπό συνοδείας, ὡς παραβάτης τοῦ νόμου, μετά τῆς δεούσης εἰς τό ἄτομόν του ἁβροφροσύνης ἤτο ἀνάγκη νά φυλακισθῆ. Ἀλλά διά νά μή ἀχθῆ μετά τῶν κοινῶν ἐγκληματιῶν ἐτέθη εἰς δωμάτιον τοῦ Πριγκηπικοῦ μεγάρου καί δικασθείς κατεδικάσθη παρά τοῦ Ειρηνοδίκου εἰς τήν ἐλαχίστην ποινήν, εἰς πρόστιμον 100 φράγκων καί εἰς ἑνός μηνός φυλάκισιν, ἥν ἡ Α.Υ. ὁ Πρίγκηψ ἐπεριώρισεν εἰς δεκαήμερον καί κατά τήν ἡμέραν τῆς ἀπολύσεώς του, παρουσιασάντων τῶν χωροφυλάκων ὅπλα, ἀνεγνώσθη ἡ χάρις καί μετά ταύτην εἶπε καί αύτός ὅτι εὐχαριστεῖ τήν Α.Β.Υ. τόν Πρίγκηπα Γεώργιον καί πάσας τάς Ἀρχάς, διά τόν ἁβρόν πρός αὐτόν τρόπον καί τήν δικαιοσύνην καί ἐν τέλει ἐζήτησε συγχώρησιν διά τό σφάλμα του καί μετά ταῦτα ἀνεφώνησεν: Ζήτω ἡ Α.Β.Υ. ὁ Πρίγκηψ Γεώργιος».
Τέλος του ανακοινώνει ότι ο υπερήλικας δήμαρχος Γισούφ Αληγιατζιδάκης πρόκειται να νυμφευθεί κατά τη διάρκεια του Μπαϊραμίου δεκαπενταετή νεάνιδα.
   Στην επιστολή αυτή ο Χιόστακ απαντά στις 2 Απριλίου 1900. Επί της ουσίας όμως δεν απαντά, αφού δεν μπορεί να τη διαβάσει. Μάλιστα η επιστολή του αρχίζει ως εξής: «Σας ευχαριστώ πολύ για την τελευταία σας επιστολή, η οποία με χαροποίησε ιδιαίτερα και θα με χαροποιήσει ακόμη περισσότερο μόλις καταφέρω να τη διαβάσω». Διερωτάται γιατί δεν παρακαλεί τον κ. Βαλσάμη διερμηνέα του Ρωσικού στρατού ή τη θυγατέρα του Χρυσή να του μεταφράζουν τις επιστολές στα Γαλλικά. Μη γνωρίζοντας τι γράφει η επιστολή αστειευόμενος πιθανολογεί ότι ίσως του γράφει για τον καιρό της Κρήτης ή για το ότι έπεσε και η νέα γέφυρα που κατασκεύασε ο μηχανικός Σαββάκης, όπως εκείνη του Πετρέ. Γράφει: «Στην περίπτωση αυτή θα σας απαντούσα ‘ας πάει στην ευχή’ (εσείς αποφασίζετε ποιος, η γέφυρα ή ο μηχανικός)».
Εσωκλείει και πάλι επισκεπτήρια με την παράκληση να μοιραστούν σε όσους τον θυμούνται και τον παρακαλεί να μη λησμονήσει τους μουσουλμάνους, οι οποίοι του συμπεριφέρθηκαν πάντοτε σαν φίλοι. Χαιρετισμούς από τη σύζυγό του στην Κυρία (Χατζηγρηγοράκη) και στη Δεσποινίδα Χρυσή.
Ο Χατζηγρηγοράκης απαντά στις 20 Μαΐου 1900 διαβεβαιώνοντας πως στο εξής θα γράφει στη γαλλική γλώσσα. Όντως η επιστολή είναι γραμμένη στα Γαλλικά και όπως προκύπτει από τον γραφικό χαρακτήρα είναι γραμμένη από γυναικείο χέρι, πιθανότατα της κόρης του Χρυσής. Στον αστεϊσμό του Χιόστακ για τη γέφυρα του μηχανικού Σαββάκη, απαντά ότι όντως έπεσε για τρίτη φορά, αντικαταστάθηκε ο μηχανικός και έτσι πήγαν στην ευχή και η γέφυρα και ο μηχανικός.
 Στη συνέχεια του περιγράφει με μελανά χρώματα την κατάσταση που επικρατεί στον τόπο. Αναφέρει ότι έχουν αρχίσει οι φόνοι Οθωμανών σε ενέδρες και ότι οι Τούρκοι καθημερινά αναχωρούν μαζικά από το Ρέθυμνο. Ότι προ ολίγων ημερών δολοφονήθηκε σε ενέδρα Τούρκος προεστός του χωριού Άγιος Δημήτριος και ότι ο Πρίγκιπας Γεώργιος ανέβαλε την επίσκεψή του στο Ρέθυμνο μέχρι να βρεθούν οι ένοχοι. Ότι η Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι προσφέρει ποσό 1000 φράγκων σε όποιον υποδείξει τους ενόχους και 2000 σε όποιον τους συλλάβει. Εκφράζει τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να βρεθούν οι ένοχοι και τη γνώμη ότι οι ποινικοί νόμοι της Κρητικής Πολιτείας είναι επιεικέστεροι από τους αντίστοιχους των άλλων εθνών.
Επίσης αναφέρεται σε δύο εκκλησιαστικά ζητήματα που ανέκυψαν. Το πρώτο αφορούσε την επιθυμία του Πατριάρχη να μη γίνεται κοινή λειτουργία με τους Ρώσους, αλλά να γίνονται χωριστές λειτουργίες και η ελληνική να προηγείται της ρωσικής. Το δεύτερο αφορούσε στην άρνηση της κυβέρνησης να αναγνωρίσει τον Ευμένιο (Ξηρουδάκη) ως Μητροπολίτη Κρήτης. Τελικά και τα δύο προβλήματα διευθετήθηκαν. Τέλος του αναφέρει νέα που αφορούν Τούρκους αξιωματούχους του Ρεθύμνου με σπουδαιότερο ότι Γιουσούφ Αληγιατζιδάκης επανεξελέγη δήμαρχος και ότι παντρεύτηκε τελικά μια δεκαπενταετή δεσποινίδα.
Και η επόμενη επιστολή είναι του Χατζηγρηγοράκη και φέρει ημερομηνία 8 Ιουλίου 1900. Αντίγραφο της επιστολής σώζεται και στα Ελληνικά και στα Γαλλικά. Η επιστολή φαίνεται πως γράφεται κάτω από την πίεση οικονομικών δυσκολιών και για την αντιμετώπισή τους ζητά τη βοήθεια του φίλου και προστάτη του Χιόστακ. Αναφέρει πως παρότι έχει περάσει ένας χρόνος από την ανάληψη της εξουσίας από την Κρητική Κυβέρνηση, εντούτοις δεν έχει γίνει τίποτα για την αποζημίωση των περιουσιών που καταστράφηκαν κατά την τελευταία επανάσταση, αν και επανειλημμένα έχει αναφερθεί στην προϊσταμένη του αρχή [δηλ. στον Πρόξενο] για το θέμα αυτό. Επίσης αναφέρει ότι δεν μπορεί να εισπράξει τα οφειλόμενα σ’ αυτόν αφού η Κυβέρνηση έχει δώσει διετή περίοδο χάριτος στους οφειλέτες. Τέλος ζητά τη βοήθεια και τη μεσολάβησή του ώστε να μην του αφαιρεθεί η τροφοδοσία του ρωσικού στρατεύματος.
          Ακολουθεί η τρίτη και τελευταία επιστολή του Χιόστακ, η οποία φέρει ημερομηνία 23 Νοεμβρίου 19006. Παρά το γεγονός ότι έχουν προηγηθεί δύο επιστολές του Χατζηγρηγοράκη στη γαλλική γλώσσα περιέργως αρχίζει ισχυριζόμενος ότι για να απαντήσει πρέπει να καταλάβει και δυστυχώς έχει κάνει ελάχιστες προόδους στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Πιθανότατα δεν έχει λάβει τις δύο τελευταίες και αναφέρεται στις δύο προηγούμενες που ήταν γραμμένες στα Ελληνικά. Στη συνέχεια παραθέτει τις απόψεις του για το κρητικό ζήτημα λέγοντας ότι νομιμοποιείται να το κάνει ως πολίτης του Ρεθύμνου [Τον έχουν ανακηρύξει επίτιμο δημότη]. «Η Αυτού Υψηλότης [ο Γεώργιος]  κατά την ευρωπαϊκή του περιοδεία θα προσπαθήσει να ανιχνεύσει ποια θα είναι η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων στην περίπτωση που η Κρητική Συνέλευση ψηφίσει υπέρ της ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα[6]». Φαντάζεται και προβλέπει πως η απάντηση των Δυνάμεων σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είναι: Μην τολμήσετε να σκεφθείτε κάτι τέτοιο. Αν όμως παρόλα αυτά οι Κρητικοί επιμείνουν στην απόφασή τους, τί θα πράξουν οι Μεγάλες Δυνάμεις; Θα εμποδίσουν την επιστροφή των τουρκικών δυνάμεων; Όμως και αν αυτές προσπαθήσουν να επιστρέψουν τα δεδομένα θα έχουν αλλάξει. Οι Κρητικοί έχοντας γευτεί την ανεξαρτησία δεν θα αργήσουν να ξεθάψουν τα κρυμμένα τους όπλα και τότε ούτε ένας Τούρκος δεν θα μπορέσει να αποβιβαστεί. «Ιδιαίτερα στην πόλη του Ρεθύμνου αν το Δημοτικό Συμβούλιο καλέσει όλους τους αξιωματούχους (εμένα, τον Καινέ, τον Κουτσερόφσκι, τον Μιχαήλοφ και άλλους) να σώσουμε την πατρίδα. Η συγκυρία μοιάζει ιδανική για να τελειώνουμε μια για πάντα με αυτήν την κωμωδία της αυτονομίας υπό οθωμανική κυριαρχία. Όλοι αυτοί οι Άγγλοι, Γερμανοί, Γάλλοι και Ιταλοί είναι απασχολημένοι στην Κίνα, όσο δε για τη Ρωσία, γνωρίζετε πολύ καλά, ότι δεν θα είναι αυτή που θα σταθεί εμπόδιο στις επιθυμίες του Κρητικού λαού. Όμως ανακύπτει ένα ερώτημα: Η Ένωση θα κάνει άραγε την Κρήτη ευτυχισμένη; Γιατί πολύ φοβάμαι πως σε περίπτωση ένωσης, μόλις τα διεθνή στρατεύματα αποχωρήσουν οι χριστιανοί θ’ αρχίσουν να σφάζουν τους μουσουλμάνους. Ένα θλιβερό ενδεχόμενο που όμως θεωρώ αρκετά πιθανό». Στη συνέχεια διερωτάται γιατί η Ελλάδα δεν μιμείται τα παράδειγμα του Βελγίου και να στείλει ένα μικρό αριθμό στρατιωτών στην Κίνα, ώστε να στρέψει υπέρ αυτής τις διαθέσεις των μεγάλων δυνάμεων. Η επιστολή κλείνει με τους συνήθεις χαιρετισμούς.
Βλέπουμε ότι στο θέμα της Ένωσης έχει αλλάξει στάση. Όχι μόνο τάσσεται υπέρ αυτής, αλλά χαρακτηρίζει και την Αυτονομία κωμωδία. Προεξοφλεί πως η Ρωσία δεν θα σταθεί εμπόδιο σε μια τέτοια εξέλιξη, πράγμα που βεβαίως δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα, όπως αποδείχτηκε αργότερα κατά το Κίνημα του Θερίσου, οπότε οι Ρώσοι αντιτάχθηκαν λυσσαλέα στα σχέδια και τις επιδιώξεις των Ενωτικών-Βενιζελικών.
Στο αρχείο, όπως είπα και στην αρχή, υπάρχουν και τρία κείμενα του Χατζηγρηγοράκη χωρίς ημερομηνία, τα οποία απευθύνονται στον Χιόστακ. Πρόκειται για σχέδια ή αποσπάσματα επιστολών, οι οποίες δεν γνωρίζουμε αν εστάλησαν και πότε. Το πρώτο φαίνεται να είναι η απάντηση ή μέρος της απάντησης στην τελευταία επιστολή του Χιόστακ. Τον ενημερώνει για τα συμβαίνοντα στην Κρήτη γνωρίζοντας την επιθυμία του να μαθαίνει τα νέα της Κρήτης. Πρώτα τον πληροφορεί ότι ο Γεώργιος κατά το ταξίδι του στην Ευρώπη (τον Ιούλιο του 1899) όντως διαπίστωσε πως οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων δεν διάκεινται ευνοϊκά προς το ενδεχόμενο της Ένωσης, ενδεχόμενο που θα απαλλάξει τους Κρητικούς από την αβεβαιότητα για το μέλλον τους. Του διεκτραγωδεί την τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο τόπος και του εκφράζει τους φόβους του ότι μετά τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές θα αρχίσει μια ακόμη πληγή διαιρέσεως.
«Θά ἔλθῃ ἡ Συνέλευσις καί αὐτή θά γεννήσῃ ζητήματα· καί ὅλα αὐτά θά εἶναι ὑποφερτά ἐν ὅσῳ μένουν τά διεθνῆ στρατεύματα. Ἀλλ’ ἄν ὅ μἠ γένοιτο πρό τῆς ἑνώσεως ἀναχωρήσωσι τά ρηθέντα στρατεύματα, ἐπειδή ὁ τόπος δέν ἔχει δυνάμεις νά συντηρῇ τόσην πολυτέλειαν ὑπαλληλίας και στρατοῦ, θά ἔλθωμεν ἴσως πάλιν ὡς εἰς τήν ἐποχήν τῆς ἐπαναστάσεως καί θά διαιρεθῶσιν οἱ ἄνθρωποι εἰς δύο στρατόπεδα, εἰς κυβερνητικούς καί ἀντικυβερνητικούς καί δέν θά ὑπάρχῃ τις νά δύναται νά ἐπεμβαίνῃ εἰς τάς ἀναφυομένας διαφοράς καί ὁ τόπος θά κινδυνεύῃ καθεκάστην νά περιέλθῃ εἰς ἐμφυλίους ταραχάς.
Ἰδού φίλτατε οἱ λόγοι οἱ παρακινοῦντες ἕκαστον φρονίμως σκεπτόμενον νά ἐπιθυμῇ τήν ἕνωσιν».
Βλέπουμε και εδώ ότι εκφράζει καθαρά την θέση του υπέρ της Ένωσης.
Το δεύτερο κείμενο είναι προφανώς απόσπασμα άλλης επιστολής και επειδή είναι σύντομο το παραθέτω ως έχει:
«Πρό καιροῦ, μετά τήν ἀναχώρησιν τῆς Ὑμετέρας Ἐξοχότητος, ὡς πιστεύω θα γνωρίζητε, ἡ προκυμαία μας, τήν ὁποίαν ηὐπρεπίσατε ὠνομάσθη παρά τῆς Δημαρχίας Προκυμαία Σόστακ, οἱ κώδωνες ἔχουσι τό ὄνομα Σόστακ καί κατ’ αὐτάς, ἀφοῦ ἐτελείωσεν ἡ Ἐπισκοπή ἐτέθησαν ἄνωθεν τῆς θύρας τά ἑξῆς εἰς τρία τετράγωνα:
α. Ἐνεργείᾳ τοῦ ἐξοχωτάτου ἀρχηγοῦ τῆς Ῥωσσικῆς Κατοχῆς Θεοδώρου δε Χιόστακ στρατηγοῦ.
β. Χορηγοῦντος τοῦ Μεγαλειοτάτου Αὐτοκράτορος πασῶν τῶν Ῥωσσιῶν Νικολάου τοῦ Β’.
γ. Ἐπί Ῥεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονυσίου ἐν ἔτει 1900 ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων τό Ἐπισκοπεῖον.
Εἰς ταῦτα λοιπόν, ἐκτός τῶν ἄλλων τά ὁποῖα ἐνθυμούμεθα πάντες, εὑρίσκεται γεγραμμένον τό Ὑμέτερον ὄνομα καί ἀποδεικνύουσι πόσον συνεδέθη τό ὄνομα Σόστακ μετά τῆς Ῥεθύμνης καί θά μείνῃ ἕως ὅτου καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος τῆς Φορτέτζας».
Το τρίτο και τελευταίο κείμενο από τα τρία που δεν φέρουν ημερομηνία είναι κανονική επιστολή με αρχή και τέλος. Γράφεται κατά την τρίτη επέτειο από την ανάληψη της διοίκησης του διαμερίσματος Ρεθύμνου από τον Χιόστακ[7]. Αρχίζει με επαινετικά και υμνητικά λόγια προς τον Χιόστακ γράφοντας μεταξύ άλλων ότι για τα έργα του μιλούν θαυμαστικά οι πάντες παραλληλίζοντας και συγκρίνοντας το Ρέθυμνο με τα Χανιά και το Ηράκλειο. Συνεχίζει παραπονούμενος ότι έγραψε άλλες δύο φορές, αλλά απάντηση δεν έλαβε. Δηλώνει πως αν δεν λάβει και σ’ αυτήν θα σταματήσει να ενοχλεί και θα μείνει μόνο με την ανάμνηση του προσφιλούς του προσώπου, ενθυμούμενος ότι κάποτε είχε καλούς φίλους με τους οποίους συνεργάστηκε με όλη του τη δύναμη και ευχαρίστηση. Εκφράζει την πικρία του αναλογιζόμενος ότι όλοι όσοι υπηρέτησαν την πατρίδα και εκτέλεσαν το καθήκον και τις διαταγές που έλαβαν, ανταμοίφθηκαν με προβιβασμούς, ενώ αυτός φαίνεται πως δεν έπραξε το καθήκον του αφού κανείς πια δεν τον θυμάται (Σαφής υπαινιγμός για τον Χιόστακ).
Αυτή είναι η τελευταία επιστολή στην αλληλογραφία των δύο ανδρών. Στο εξής οι δύο οικογένειες περιορίζονται στην ανταλλαγή ευχετηρίων τηλεγραφημάτων κατά τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα. Από τον τόπο αποστολής των τηλεγραφημάτων παρακολουθούμε τις μετακινήσεις του στρατηγού Χιόστακ, οι οποίες λόγω της ιδιότητάς του στρατιωτικού πρέπει να ήταν συχνές. Τον Γενάρη του 1903 και του 1904 τον βρίσκουμε στην Οδησσό, όπου είναι άλλωστε και ο τόπος της μόνιμης κατοικίας του. Σε τηλεγράφημα της 10ης Απριλίου 1904 ως τόπος αποστολής φέρεται το Pera. Να είναι άραγε η συνοικία Πέραν της Κωνσταντινούπολης; Πολύ πιθανόν, αφού το επόμενο τηλεγράφημα, ακριβώς ένα χρόνο μετά, στέλνεται από τη Θεσσαλονίκη, η οποία τότε ανήκε στην οθωμανική επικράτεια. Από τη Θεσσαλονίκη στέλνονται και τα τηλεγραφήματα με ευχές για το Πάσχα των ετών 1906, 1907 και 1908. Τον βρίσκουμε δηλαδή για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, πράγμα που σημαίνει ότι την θέση που αρνήθηκε το 1899 στην Αθήνα τη δέχτηκε στη Θεσσαλονίκη το 1904. Το τηλεγράφημα με ευχές για το Πάσχα του 1909 αποστέλλεται από την Οδησσό, ενώ εκείνο για το Πάσχα του 1910 στέλνεται από το Ριαζάν, μια πόλη περίπου 180 χλμ. ΝΑ της Μόσχας.  Το επόμενο και τελευταίο τηλεγράφημα αποστέλλεται στις 23 Νοεμβρίου 1912 από τη σύζυγό του Ελίζα, η οποία πληροφορεί τον Χατζηγρηγοράκη και μέσω αυτού τον Ρεθεμνιώτικο λαό για τον θάνατο του στρατηγού Θεοδώρου δε Χιόστακ την 1η του Νοέμβρη του 1912. Την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 1912 τελέσθηκε το μνημόσυνό του στον μητροπολιτικό ναό του Ρεθύμνου με συμμετοχή των αρχών και πλήθος κόσμου.


(Δημοσιεύθηκε στα πρακτικά του συνεδρίου Η Ρωσική παρουσία στο Ρέθυμνο, 1897-1909, Ρέθυμνο, ΙΛΕΡ, 2011, όπου είναι  δημοσιευμένο το πλήρες κείμενο τον επιστολών).





  






[1] Η απόδοση και η εκφορά του ονόματός του στα ελληνικά ποικίλει. Άλλοι το αποδίδουν ως Χιοστάκ ή Χιόστακ και άλλοι ως Σοστάκ ή Σόστακ.
[2] Η Κρήτη διαιρέθηκε σε ζώνες κατοχής. Οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Χανιά , οι Γερμανοί τη Σούδα, οι Αυστριακοί την Κίσαμο, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο, οι Άγγλοι το Ηράκλειο και οι Γάλλοι τη Σητεία.

[3] Βλ. Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου (επιμ.), Ημερήσιες Διατάξεις της Ρωσικής Διοίκησης στο Ρέθυμνο (Οκτώβριος 1898 –Ιούλιος 1899), Ρέθυμνο 2007.
[4] Πρόκειται για τις τρεις θυγατέρες του Χιόστακ.
[5] Ο βαρόνος Καινέ (Quesnay) με βαθμό συνταγματάρχη διαδέχθηκε τον Χιόστακ στη διοίκηση των ρωσικών δυνάμεων στο Ρέθυμνο.
[6] Εδώ κάνει ένα ειρωνικό σχόλιο διερωτώμενος αφού η μητέρα είναι η Ελλάδα, ποιος είναι ο πατέρας; Μήπως ο Δίας;
[7] Με δεδομένο ότι η ανάληψη της διοίκησης από τον Χιόστακ έγινε στις 23 Οκτωβρίου 1898, τότε η επιστολή γράφεται Οκτώβριο του 1901.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου